Μετά από μια περίοδο «χάριτος», λόγω επιπτώσεων covid και ενεργειακής κρίσης, απενεργοποιείται στο τέλος του 2023 η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η διατύπωση του σχετικού Δελτίου Τύπου της Κομισιόν έχει ως εξής : «Η έξοδος από την περίοδο κατά την οποία ίσχυε η γενική ρήτρα διαφυγής θα οδηγήσει σε επανέναρξη των ειδικών ανά χώρα συστάσεων για τη δημοσιονομική πολιτική, οι οποίες ποσοτικοποιούνται και διαφοροποιούνται με βάση τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά το δημόσιο χρέος». Με απλά λόγια οι χώρες της ευρωζώνης θα επιστρέψουν στην λογική του «μαζέψτε ελλείματα και χρέος, αλλιώς μνημόνια».
Με τη γνωστή κυνικότητα των ευρωπαίων τεχνοκρατών, επισημαίνεται πως ενώ υπάρχουν διαβουλεύσεις για την επανεξέταση των κανόνων του του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, λόγω αβεβαιότητας επί των οικονομικών συνθηκών το ισχύον νομικό πλαίσιο θα συνεχίσει να ισχύει. Το ισχύον νομικό πλαίσιο για τις χώρες-μέλη ορίζει πως οι δημοσιονομικές πολιτικές κάθε χώρας θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να διασφαλίζεται πως ο δείκτης δημόσιου χρέους τίθεται σε καθοδική πορεία ή παραμένει σε συνετό επίπεδο και ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Αυτό το «συνετό επίπεδο» μεταφράζεται σε 60% του ΑΕΠ.
Τη Δευτέρα (σήμερα), ο υπουργός Οικονομικών Χ. Σταικούρας θα συναντηθεί με τους ομολόγους του της ευρωζώνης προκειμένου να συμμετάσχει στη συζήτηση με θέμα όλα τα παραπάνω, στα πλαίσια του Ecofin και του Eurogroup. Από τώρα ξέρουμε τι θα διαβάσουμε στο Δελτίο Τύπου του υπουργείου Οικονομικών, που θα μας αποσταλεί την Τρίτη. Οτι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε αναπτυξιακή τροχιά, σε ευρωπαϊκή κανονικότητα, στον δρόμο των πλεονασμάτων και ότι οι στόχοι για το ελληνικό χρέος για πρώτη φορά επιτυγχάνονται και άλλα τέτοια… ρεαλιστικά.
Για ακόμη μια φορά χρειάζεται να επαναλάβουμε τα αυτονόητα όσον αφορά το ελληνικό δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το χρέος της γενικής κυβέρνησης για το τέταρτο τρίμηνο του 2022 ήταν 355 δισ. ευρώ. Αν δει κανείς την εξέλιξη του χρέους τα τελευταία δύο χρόνια, θα διαπιστώσει πως παραμένει στα ίδια επίπεδα, καθώς υπάρχει ένας φαύλος κύκλος εξόφλησης και λήψης νέων δανείων. Και τα καινούρια δάνεια λαμβάνονται με υψηλότερο επιτόκιο, ακολουθώντας την παγκόσμια τάση. Αυτό που συμβαίνει, επίσης, είναι μια ανακατανομή των πιστωτών του ελληνικού χρέους υπέρ του ιδιωτικού τομέα (από 23% το 2021 σε 24% το 2022).
Επομένως, με δεδομένο το επίπεδο χρέους, αυτό που πρέπει να κοιτάζουμε για το «συνετό επίπεδο» του 60% είναι το ΑΕΠ. Στην εισηγητική έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023 το ονομαστικό ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές) είχε εκτιμηθεί στα 210 δισ. ευρώ για το 2022, οδηγώντας τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ στο 168,9%. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ονομαστικό ΑΕΠ για το 2022 ήταν στα 208 δισ. ευρώ, επομένως ο δείκτης είναι 170,6%. Και τα δύο ποσοστά, δηλαδή, είναι τρείς φορές το… συνετό που έχει θεσπίσει η ευρωζώνη.
Οπότε, αναμενόμενα και από την τωρινή αλλά και από την επόμενη κυβέρνηση, θα μπει ξανά στο δημόσιο λόγο η έννοια του πρωτογενούς πλεονάσματος, που συνδέεται με τη συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων Τον περασμένο Νοέμβριο γράφαμε για το ίδιο θέμα:
Να θυμίσουμε, ακόμη, ότι το περιβόητο Μεταμνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση Τσίπρα το 2018, προέβλεπε «πρωτογενή πλεονάσματα» της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για μια τετραετία και μετά 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060! Αρκεί και μόνο αυτή η θηλιά για να περιγράψει το μέλλον. Δεν είναι δυνατό να αποτελέσει ο καχεκτικός ελληνικός καπιταλισμός (που αποκαλεί τον τουρισμό… «βαριά βιομηχανία» του) αναπτυξιακή όαση μέσα σ’ έναν καπιταλιστικό κόσμο που οδεύει με γοργά βήματα προς μια νέα φάση ύφεσης (συνοδευόμενη από υψηλό πληθωρισμό). Οσο και να αυξηθεί ο παρονομαστής του κλάσματος «χρέος / ΑΕΠ», το 90% θα παραμείνει όνειρο απατηλό.
Τέσσερις μήνες μετά και εν αναμονή του ταξιδιού του οικονομικού ενορχηστρωτή στις Βρυξέλλες, δεν έχει αλλάξει τίποτα και ούτε πρόκειται. Το εκνευριστικό είναι πως ενώ στην Ελλάδα τάζει, ελέω εκλογών, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, στις Βρυξέλες θα βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στις (μετα)μνημονιακές απαιτήσεις των ευρωπαίων δανειστών και θα μας το παρουσιάσει σαν επιτυχία.