Αρκετές φορές στα Μαθηματικά για να αποδειχτεί ένα θεώρημα ή μια σχέση δεν ακολουθείται η συμβατική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία από ένα σύνολο αξιωμάτων (δεδομένα) μέσω αλγεβρικών πράξεων και λογικής οδηγούμαστε στην απόδειξη. Πολλές φορές χρειάζεται η αντίστροφη διαδικασία, καθώς αποδεχόμαστε ότι το θεώρημα ισχύει και φτάνουμε πίσω στα αξιώματα.
Με τον ίδιο τρόπο θα εξετάσουμε την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) και την κρίση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος: αντί να ξεκινήσουμε με την ανάλυση των αιτιών που θα οδηγούσαν στη χρεοκοπία θα ξεκινήσουμε από την ίδια τη χρεοκοπία και θα φτάσουμε στις καθόλου πρωτοφανείς αιτίες της.
Silicon Valley Bank
Η Silicon Valley Bank ήταν η 16η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ και θεωρούνταν η τράπεζα των νεοφυών επιχειρήσεων (startups). Ηταν η μεγαλύτερη τράπεζα σε καταθέσεις στη «Μέκκα» των τεχνολογικών κολοσσών, τη Silicon Valley, με συνολικά περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 211 δισ. και καταθέσεις της τάξης των 173 δισ. δολαρίων, όπως φαίνεται στον ισολογισμό του 2022. Οι πελάτες και οι επενδυτές της απλώνονταν σε όλο τον κόσμο: στις ΗΠΑ μερικοί από αυτούς είναι η ROBLOX (εταιρία gaming), η Buzzfeed (εταιρία κοινωνικών δικτύων), η Astra Space (κατασκευαστής πυραύλων) κ.α.
Στην Ευρώπη ξεχωρίζουν οι φαρμακευτικές Pharming Group και Zealand Pharma, αλλά και… το συνταξιοδοτικό ταμείο της Σουηδίας Alecta, που είχε επενδύσει 9 δισ. σουηδικές κορόνες μόνο στην SVB (γίνεται λόγος και για 3 δισ. στην επίσης πτωχευμένη Signature Bank). Το τελευταίο το σημειώνουμε για να δούμε πού θα οδηγήσουν οι πινοσετικές ονειρώξεις των Μητσοτάκη και σίας το συνταξιοδοτικό στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα την επικουρική ασφάλιση που ήδη την έχουν μετατρέψει σε χρηματιστηριακό «προϊόν» (ΤΕΚΑ).
Πώς όμως έσκασε μια τόσο μεγάλη και εδραιωμένη στις παγκόσμιες αγορές τράπεζα; Εν είδει ιστορικού, όλα ξεκίνησαν στις 8 Μαρτίου. Η τράπεζα αναγκάστηκε να «σκοτώσει» περιουσιακά στοιχεία (αμερικάνικα ομόλογα και ομόλογα ενυπόθηκων δανείων) καταγράφοντας ζημία 1,8 δισ. δολαρίων από την πώληση. Την ίδια μέρα, ο διευθύνων σύμβουλος (CEO ή τσέο για τους φαν της Νοτοπούλου) της τράπεζας, σε επιστολή του προς τους επενδυτές, πέταξε τη βόμβα. Αφού ευλόγησε τα γένια του, για το πώς η εταιρία είναι έμπειρη στο να «χαρτογραφεί» τις αγορές αλλά και να εξυπηρετεί τους πελάτες της, παρόλες τις διακυμάνσεις στα χρηματιστήρια, ομολόγησε πως η εταιρία χρειάζεται άμεσα 2,25 δισ. δολάρια! Η αντίδραση ήταν αναμενόμενη: επενδυτές και καταθέτες αποπειράθηκαν να «τραβήξουν» από την τράπεζα 42 δισ. δολάρια σε καταθέσεις, βάζοντας στην ουσία ταφόπλακα στην εταιρία, αφού έχασε 958 εκατ. δολάρια την ίδια κιόλας μέρα.
Ας αρχίσουμε τα πίσω βήματα. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο η SVB; Κοιτάζοντας τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας, ήταν πλήρως αναμενόμενο τι θα συμβεί. Για τους ρομαντικούς του καπιταλισμού μια τράπεζα επιτελεί ένα και μόνο έργο: μέσω των καταθέσεων που έχει από διάφορους πελάτες (το επιτόκιο καταθέσεων αποτελεί το έξοδο της τράπεζας) δανείζει επιχειρήσεις (με υψηλότερο επιτόκιο από το επιτόκιο καταθέσεων) και δίνει κεφάλαιο στις επιχειρήσεις και κατά συνέπεια βοηθά την ανάπτυξη. Από τη διαφορά των επιτοκίων κερδίζει και έτσι εξασφαλίζει τη λειτουργία της.
Ομως οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται για ένα «υγιές» κέρδος αλλά για το μεγαλύτερο δυνατό, στο συντομότερο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιβιώσουν στην αρένα του ανταγωνισμού. Αυτό το ενδιαφέρον το κάλυπταν και το καλύπτουν οι επενδύσεις στις χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές. Με άλλα λόγια, είναι πιο εύκολο να αποκομίσεις κέρδος τζογάροντας, παρά με την κύρια «δουλειά» σου.
Αυτό ακριβώς έκανε και η SVB. Σύμφωνα με τους ισολογισμούς της και την εταιρία τραπεζικών στατιστικών Bankregdata, τα δάνεια προς του πελάτες, αξίας 73,614 δισ. δολαρίων, αντιπροσώπευαν το 35% περίπου των συνολικών περιουσιακών στοιχείων (ενεργητικό), όταν οι συνολικές επενδύσεις του χαρτοφυλακίου της (ομόλογα, παράγωγα κλπ) και τα μετρητά της ήταν το 56% του ενεργητικού της. Σύμφωνα με την Bankregdata, όμως, το 46% των δανείων δεν ήταν τα συμβατικά δάνεια, αλλά δάνεια συνδεδεμένα με διαφόρων τύπων χρεόγραφα και επομένως συνδεδεμένα με τους κινδύνους της αγοράς. Δηλαδή και πάλι τζόγος!
Εκεί όμως που η τραπεζική συναντά λογικές ιπποδρόμου είναι η εξής μορφή δανεισμού: η τράπεζα έδινε δάνεια σε startup επιχειρήσεις, όχι στηριζόμενη στα περιουσιακά στοιχεία τους και την κερδοφορία τους, αλλά με βάση την ικανότητά τους να δανείζονται από άλλους επενδυτές! Η SVB έδινε δάνεια αξίας του 25%-30% του ποσού που θα συγκέντρωναν οι startups από τους τρίτους επενδυτές. Αν, λοιπόν, συγκέντρωναν λιγότερα από τα προσδοκώμενα κεφάλαια, τότε η μετοχή της εταιρίας έπεφτε και έτσι προσαρμοζόταν και το καινούργιο δάνειο.
Προτού συνεχίσουμε με τα στοιχεία της SVB θα κάνουμε μια χρήσιμη παρένθεση. Τον τελευταίο χρόνο, οι κεντρικές τράπεζες ανά την υφήλιο ανέβασαν τα επιτόκια προκειμένου να κάμψουν τον πληθωρισμό, που οι ίδιοι οι καπιταλιστές δημιούργησαν, όπως θα αναλύσουμε σε επόμενο σημείωμα. Χωρίς να μπλέξουμε με τεχνικούς όρους, η άνοδος των επιτοκίων συνδέεται με την πτώση της τρέχουσας τιμής των ομολόγων και των μετοχών. Το αντίστροφο συμβαίνει όταν τα επιτόκια είναι χαμηλά. Απλοϊκά αυτό είναι λογικό, καθώς «συμφέρει» να τοποθετούνται οι αποταμιεύσεις και τα κεφάλαια σε έναν καταθετικό λογαριασμό και να αποφέρουν έναν υψηλότερο τόκο. Παράλληλα, αποτρέπει τον δανεισμό για επενδύσεις, αφού συνεπάγεται δυσχερέστερους όρους. Ετσι, για παράδειγμα, οι τόκοι που θα πληρώνει ένας εκδότης ομολόγου (δανειζόμενος) στον αγοραστή (δανειστή του) θα είναι υψηλότεροι όταν ανεβαίνουν τα επιτόκια.
Από τον καιρό του Μαρξ (τότε μεσουρανούσαν οι συναλλαγματικές επιταγές), η σχέση μεταξύ ενός δανειστή και ενός δανειζόμενου δεν τελείωνε. Το κάθε μέλος της κεφαλαιαγοράς προεξοφλεί το χρεόγραφο που διαθέτει και του δίνει την τρέχουσα τιμή που αναφέρθηκε παραπάνω. Αν αυτή η τρέχουσα τιμή είναι μεγαλύτερη από την τιμή που το αγόρασε, τότε η πώληση σε έναν τρίτο θα εξασφαλίσει κέρδος. Και έτσι συνεχίζεται αυτή η αλυσίδα πωλήσεων και αγορών στα χρηματιστήρια. Αν δεν προλάβει, όμως, να πουλήσει την κατάλληλη στιγμή, τότε έχει πάνω του ένα υποτιμημένο περιουσιακό στοιχείο.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της SVB. Ολα τα προηγούμενα χρόνια, που τα επιτόκια ήταν σε χαμηλό επίπεδο, υπερδανείστηκε, σε σημείο που στήριξε τη ρευστότητά της στους τόκους των ομολόγων που αγόρασε. Σύμφωνα με τον ισολογισμό της (2022), στο 56% του ενεργητικού περιλαμβάνονταν χρεόγραφα για μεταπώληση αξίας 26 δισ. δολαρίων και 91 δισ. δολάρια σε χρεόγραφα στη λήξη (θεωρητικά δεν θα τα μεταπωλούσε αλλά και αυτό αλλάζει). Αυτά τα χρεόγραφα ήταν ομόλογα ενυπόθηκων δανείων εγγυημένα από το αμερικάνικο δημόσιο. Η συνεχής άνοδος των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED) οδήγησε σε μια υποτίμηση της τάξεως των 17 δισ. δολαρίων! Ταυτόχρονα, τα έξοδα, λόγω αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων, αυξήθηκαν από το 2021 στο 2022 κατά 1.290,30% . Τέλος, μέχρι στιγμής, υπολογίζεται πως μόνο το 5% των καταθέσεων ήταν ασφαλισμένο!
Πρόβλημα με μοναδική λύση
Οπως και το 2008, αρχίζει το ντόμινο. Εως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές την SVB ακολούθησαν η Singnature Bank, η First Republic και η Credit Suisse. Κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει το ντόμινο, όσες διαβεβαιώσεις και αν δίνονται για το αντίθετο. Η «λύση» στο πρόβλημα είναι δεδομένη: οι φορολογούμενοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι, θα συμμαζέψουν το χρηματιστικό χάλι. Οχι με τη θέλησή τους, αλλά με αποφάσεις των αστικών κρατών, τα οποία αναδιανέμουν το εθνικό εισόδημα συγκεντρώνοντας χρήμα μέσω των φορολογικών εσόδων, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των οποίων πληρώνει η εργαζόμενη πλειοψηφία, η εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα.
Αρκούν και μόνο οι δηλώσεις του Μπάιντεν για να καταλάβει κανείς πού οδηγείται το όλο πράγμα. Η αφετηρία είναι το γεγονός πως η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) των ΗΠΑ μπορούσε να εγγυηθεί για καταθέσεις μέχρι 250 χιλιάδες δολάρια. Υποτίθεται ότι αυτό το όριο ήταν ιδανική δικλίδα ασφαλείας για το τραπεζικό σύστημα. Στη συνέχεια, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε πως θα υπάρξουν εγγυήσεις για όλες τις καταθέσεις, αλλά δεν θα προστατευτούν οι επενδυτές, γιατί έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός και απλά «έχασαν». Οσο πέρναγαν οι μέρες και τα χρηματιστήρια «κοκκίνιζαν», έκανε μια πιο υποχωρητική δήλωση: πως η κάλυψη των καταθέσεων δεν θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους. Σε άλλη δήλωσή του τόνισε πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για την επιβίωση του τραπεζικού συστήματος. Σε ερώτηση δημοσιογράφων για το αν έχει υποχωρήσει η κρίση, απάντησε μονολεκτικά «ναι». Με λίγα λόγια πανικός.
Σήμερα θα γίνει συνάντηση των κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Ελβετίας, με σκοπό την συντονισμένη δράση για τη διάσωση των τραπεζών. Προηγήθηκε η συγχώνευση των τραπεζικών κολοσσών της Ελβετίας Credit Suisse και UBS με εγγυήσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας που φτάνουν τα 10 δισ. δολάρια. Ο… γερο-Μαρξ το έχει αναλύσει και αυτό: συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ονομάζεται.
Συνεχίζεται