Γράψαμε το περασμένο Σάββατο για τις νέες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, που προανήγγειλε ο Φλωρίδης:
Το δόγμα «νόμος και τάξη» σε νέες αναβαθμίσεις. Η μικροπαραβατικότητα (γιατί περί αυτής πρόκειται), ακόμα και αν οφείλεται σε αμέλεια, αναγορεύεται σε «εχθρό της κοινωνίας». Αντί να χτίσουν νοσοκομεία και σχολεία, αυτοί θέλουν να χτίσουν φυλακές για να εκτίουν ποινές μερικών μηνών άνθρωποι που θα έχουν καταδικαστεί σε 13-14 μήνες φυλάκιση και δε θα τους επιτρέπεται να εξαγοράσουν την ποινή (δεν ξέρουμε αν θα καταργήσουν και την αναστολή, δεν είπε κάτι σχετικό ο Φλωρίδης). Οι νομικοί μπορούν να αναλύσουν καλύτερα, από θεωρητική άποψη, τι σημαίνει αυτή η παραπέρα αντιδραστικοποίηση του Ποινικού Δικαίου στον τομέα της έκτισης της ποινής.
Ιδού, λοιπόν, μια εκτενής νομική ανάλυση από την άποψη της θεωρίας και της νομολογίας του ισχύοντος δικαίου, που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τη «μαυρίλα» που θέλει ν’ απλώσει πάνω από τη χώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου: Πανάκεια για κάθε νόσο
Χωρίς καμία έκπληξη, διαβάσαμε το από 03 Αυγούστου 2023 Κοινό Δελτίο Τύπου υπό τον τίτλο «Συνάντηση εργασίας του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδη με τον Υπουργό Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας κ. Κικίλια», και έτι μία φορά βρεθήκαμε στο ίδιο έργο θεατές. Ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης (και μάλιστα έχων μία ορισμένη σχέση με το αντικείμενο, όντας νομικός) Γ. Φλωρίδης, δήλωσε ότι «το Υπουργείο Δικαιοσύνης βρίσκεται σε μια διαδικασία αναθεώρησης των θεμελιωδών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα με βάση τις οποίες θα επιδιώξουμε όλο αυτό το αίσθημα ατιμωρησίας που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία να υποχωρήσει σαφέστατα. Και τι εννοώ; Οι ποινές οι οποίες θα επιβάλλονται θα πρέπει να εκτίονται. Με απλά λόγια, όπως είπα και στις προγραμματικές μου δηλώσεις στη Βουλή, όποιος σκέφτεται μετά τις αλλαγές να παρανομήσει θα πρέπει να το σκεφτεί δυο και τρεις φορές διότι το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στη φυλακή θα είναι πάρα πολύ σοβαρό. Με την έννοια αυτή θα αντιμετωπιστούν και τα εγκλήματα που αφορούν στους εμπρησμούς, είτε εξ αμελείας τελούμενα, είτε από πρόθεση. Τα από πρόθεση τελούμενα εγκλήματα του εμπρησμού ήδη τιμωρούνται με πολύ βαριές ποινές. Η θεμελιώδης αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα θα είναι ότι και τα εξ αμελείας εγκλήματα του εμπρησμού από μια ποινή και πάνω θα εκτίεται. Δηλαδή οι υπαίτιοι θα οδηγούνται στη φυλακή. Για να τελειώνει όλη αυτή η αίσθηση η οποία τυραννά την ελληνική κοινωνία ότι τελικά στην Ελλάδα ό,τι και να κάνει δεν έχει καμία συνέπεια. Από εδώ και πέρα θα υπάρχουν συνέπειες.» (οι εμφάσεις δικές μας).
Αρχικά ο υπουργός Δικαιοσύνης βρήκε τη λύση για την αποτροπή των εμπρησμών (στους οποίους σκοπίμως αποδίδει η εκάστοτε αστική κυβέρνηση το σύνολο των πυρκαγιών, επί σκοπού απόκρυψης των δικών της ευθυνών, καίτοι ουδαμώς προκύπτει η αιτία πρόκλησης εκάστης πυρκαγιάς). Και τι λύση; Πρωτότυπη και ιδίως αποτελεσματική: αυστηροποίηση της ποινικής καταστολής. Ασύλληπτο!
Ωστόσο, δεν πρόκειται για άλλη μία επανάληψη των τετριμμένων μεγαλοστομιών, τις οποίες αρέσκονται να εκστομίζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες μετά από κάθε καταστροφή, προκειμένου να απεκδυθούν τις ευθύνες τους. Ο υπουργός Δικαιοσύνης -σε μία ύστατη προσπάθεια να μεταθέσει την ευθύνη για τις μεγάλες πυρκαγιές αλλού-, προέβη σε μία ιδιαίτερη καινοτομία: αντί να προτείνει την αύξηση του πλαισίου ποινών (κατά τα ειωθότα), πρότεινε την υποχρεωτική έκτιση μέρους της τυχόν επιβληθείσας ποινής από ένα όριο και πάνω. Σημειωτέον ότι στις δηλώσεις του, ο υπουργός Δικαιοσύνης έθεσε το όριο της υποχρεωτικής έκτισης μέρους της ποινής στο ένα (1) ή στα δύο (2) έτη! Επομένως, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο καταδικασθείς ακόμα και για ήσσονος κοινωνικοπολιτικής απαξίας πλημμελήματα, και δη ακόμα και για εξ αμελείας τελεσθέντα πλημμελήματα, θα εκτίει υποχρεωτικά μέρος της ποινής του, εφόσον αυτή υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
Η ως άνω πρόταση καταλαμβάνει τη συντριπτική πλειονότητα των αδικημάτων, όπως τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. Για να καταστεί σαφές το τι ακριβώς προτείνει και επιθυμεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, πρέπει να αναφερθεί ότι -λόγου χάριν- σε ένα τροχαίο ατύχημα, το οποίο προκλήθηκε εξ αμελείας και στο οποίο υφίστανται ήσσονος σημασίας τραυματισμοί, ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγηθεί ο υπαίτιος στη φυλακή για μέρος της ποινής, δοθέντος ότι ακόμα και σε αυτό το ήσσονος απαξίας αδίκημα, το πλαίσιο ποινής δυνητικά υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
Ως εκ τούτου, καθίσταται πασίδηλο το πόσο ανατριχιαστική είναι η πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τι επιπτώσεις θα έχει η πρότασή του, ακόμα και σε περιπτώσεις αδικημάτων ήσσονος κοινωνικοπολιτικής απαξίας. Δηλαδή, σε συνέχεια των από 07 Ιουλίου 2023 προγραμματικών δηλώσεών του, ο υπουργός Δικαιοσύνης επιβεβαιώνει με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι πολιτική επιλογή της κυβέρνησης είναι η κατά το δυνατόν περισσότερη έκτιση των επιβληθησόμενων ποινών, για λόγους δήθεν πρόληψης!
Ωστόσο, η τρέχουσα κυβέρνηση, όπως προκύπτει από τις εξαγγελίες του υπουργού Δικαιοσύνης, θέτει εκποδών την ειδική πρόληψη (ήτοι τον ενδεχόμενο σωφρονισμό και βελτίωση του καταδικασθέντος και συνακολούθως την πρόληψη τέλεσης έτερων αδικημάτων εκ μέρους του) και έχοντας ως εφαλτήριο μία καθ’ όλα στρεβλή αντίληψη, εστιάζει αποκλειστικά στην γενική πρόληψη, δηλαδή στην πρόληψη τέλεσης αδικημάτων από τρίτους-υποψήφιους δράστες. Με ύφος και όρους που βρίσκονται στις παρυφές του τραμπουκισμού («Από εδώ και πέρα θα υπάρχουν συνέπειες»), το υπουργείο Δικαιοσύνης προωθεί ένα μοντέλο, το οποίο με όρους ψυχολογικού καταναγκασμού δήθεν θα αποτρέψει τους υποψήφιους δράστες από την τέλεση αδικημάτων, καθώς θα αναλογίζονται τις συνέπειες των πράξεών τους και θα τις παραλείπουν (sic)! Δεν θα αναλωθούμε σε μακροσκελείς αναλύσεις για τη δριμεία κριτική που έχει δεχθεί η αμιγής θεωρία περί γενικής πρόληψης, που φαίνεται ότι υιοθετεί ο υπουργός Δικαιοσύνης, θα σημειώσουμε μόνο ότι έχουν απορριφθεί πλήρως από την ποινική δογματική.
Συνοπτικά και συμπυκνώνοντας το σύνολο της κριτικής που έχει δεχθεί η εν λόγω θεωρία, θα σημειώσουμε μόνο ότι εύστοχα έχει παρατηρηθεί ότι «εκτός αυτού πάντως η θεωρία της γενικής πρόληψης, στον βαθμό που απευθύνεται στους τρίτους τιμωρώντας τον υπαίτιο, φαίνεται να υποβαθμίζει το μέγεθος «ενοχή» και να εγείρει έτσι ζήτημα εναρμόνισης της περί ενοχής κρίσης με την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την απορρέουσα από αυτή απαγόρευση της μεταχείρισης ενός προσώπου ως μέσου προς σκοπό. Αδυνατώντας, τέλος, να θέσει κάποιο όριο σχετικά με το ύψος, στο οποίο θα πρέπει να φτάνει η ποινή, προκειμένου να ασκεί την επιθυμητή αποτρεπτική της λειτουργία απέναντι στους τρίτους, θα μπορούσε κάλλιστα να νομιμοποιήσει μια ενδεχόμενη «κρατική τρομοκρατία» ή να οδηγήσει, εξαιτίας των υπερβολών της κατασταλτικής λογικής σε ελλιπή εφαρμογή των ποινών και σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, σε ακύρωση με άλλα λόγια της γενικοπροληπτικής της λειτουργίας. Δύσκολα εξάλλου μια μη δίκαιη ποινή μπορεί να ασκεί αποτρεπτική λειτουργία. Επιπλέον μάλιστα, μια θεωρία, η οποία δεν θα εστίαζε το ενδιαφέρον της στον συγκεκριμένο δράστη και στην προσωπικότητά του, θα ήταν μάλλον φτωχή σε προτάσεις αναφορικά με τον τρόπο έκτισης της ποινής» (Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων», Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, 3η έκδοση, σελ. 16).
Προκύπτει επομένως ανενδοίαστα ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης προωθεί μία μεταρρύθμιση στον Ποινικό Κώδικα, η οποία θα αλλάξει εκ βάθρων (καίτοι ο υπουργός Δικαιοσύνης δηλώνει υπέρ των «σημειακών παρεμβάσεων» και όχι των εκ βάθρων αλλαγών) και καταφανώς επί τα χείρω το σύστημα επιβολής και εκτέλεσης ποινών, συνακολούθως δε και τις συνθήκες διαβίωσης για τους κρατουμένους στις φυλακές. Ευλόγως αναμένεται ότι η προτεινόμενη και προωθούμενη από την κυβέρνηση μεταρρύθμιση, πρόκειται να δημιουργήσει υπερπληθυσμό στις φυλακές και συνακολούθως αβίωτες συνθήκες διαβίωσης εντός αυτών. Αλλωστε, προς αποφυγή τέτοιων προβλημάτων και των τυχόν διαμαρτυριών που ενδεχομένως προκληθούν -και όχι φυσικά από ενδιαφέρον για τους κρατούμενους στις φυλακές-, συχνά οι τελευταίες κυβερνήσεις εξέδιδαν νόμους που είχαν ως αποτέλεσμα την παραγραφή και την παύση της ποινικής δίωξης για συγκεκριμένες υποθέσεις και την παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο (λ.χ. ο Ν. 4689/2020, ο Ν. 4411/2016 κ.λπ.). Εντούτοις, μάλλον είναι συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ να αδιαφορήσει έτι περαιτέρω για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων εντός των φυλακών. Μάλιστα, αν ληφθεί υπ’ όψιν ο ήδη υφιστάμενος υπερπληθυσμός στις ελληνικές φυλακές, τότε ευλόγως δημιουργείται ανησυχία για τις επιπτώσεις της προωθούμενης μεταρρύθμισης.
Σημειωτέον ότι η φαεινή ιδέα της κυβέρνησης, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την παγκόσμια τάση για την εύρεση και θεμελίωση εναλλακτικών τρόπων έκτισης της ποινής, καθώς -όπως δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης- «…όποιος σκέφτεται μετά τις αλλαγές να παρανομήσει θα πρέπει να το σκεφτεί δυο και τρεις φορές διότι το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στη φυλακή θα είναι πάρα πολύ σοβαρό.». Εύστοχα έχει παρατηρηθεί ότι «συνεπώς, παρατηρείται ότι η αυστηροποίηση του νομοθέτη συναντήθηκε με την αυστηροποίηση της στάσης του κοινού και των ποινικών δικαστηρίων. Η τάση επιβολής αυστηρότερων ποινών διαχρονικά, αποδεικνύεται από τον τριπλασιασμό των επιβαλλόμενων ποινών κάθειρξης σε μια δεκαετία (1998-2009) με σαφή αύξηση των κρατουμένων και ουσιαστική αύξηση των επιβαλλόμενων ποινών που εκτίονται στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα (τριπλασιασμός των ποινών καθείρξεως ιδίως στις περιπτώσεις επιβολής ποινής άνω των 15 ετών, διπλασιασμός στην επιβολή προσωρινής κράτησης ως μέτρου δικονομικού καταναγκασμού και επιβολή ισόβιας κάθειρξης), με συνακόλουθες συνθήκες υπερπληθυσμού στα καταστήματα κράτησης της χώρας: στοιχεία που σπάνια συναντώνται σε χώρα της Ευρώπης. Οπως εύστοχα επισημαίνεται «Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ποινών μεγάλης διάρκειας από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2015, το ύψος του 77,3% των εκτιόμενων στερητικών της ελευθερίας ποινών στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο των 5 ετών όταν η διάμεσος (median) των ποινών αυτών μεταξύ του συνόλου των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι 33,4%. Στην Ελλάδα το 47,8% των ποινών είναι μεταξύ 10 και 20 ετών σε σύγκριση με το 11,8% της διαμέσου των ανωτέρω χωρών, ενώ οι ποινές ισόβιας κάθειρξης αποτελούν στην Ελλάδα το 13,1% έναντι του 1,7% της διαμέσου των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης». …
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κρατούμενοι με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης στην Πορτογαλία, την Τσεχία, την Αυστρία και τη Σουηδία δεν υπερβαίνουν τους 40, ενώ στη Γερμανία αγγίζουν τους 140, όταν στη χώρα μας ξεπερνούν τους 1.000 κρατουμένους. Οι μεταβολές λοιπόν αυτές στο πεδίο των ποινών μπορούν επίσης να συμβάλλουν ουσιαστικά στην ορθολογικοποίηση του παραπάνω φαινομένου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει εμφανής διαφοροποίηση στους δείκτες εγκληματικότητας στην χώρα μας και στην λοιπή Ευρώπη» (Σ. Παύλου – Γ. Δημήτραινας – Κ. Κοσμάτος, «Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2023, 2η έκδοση, σελ. 17-18 και σελ. 32-33).
Επομένως το αφήγημα της κυβέρνησης περί δήθεν ατιμωρησίας, η οποία άγει σε αύξηση της εγκληματικότητας, καταρρίπτεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Η κυβέρνηση ποντάρει στο συντηρητικό και ακροδεξιό της ακροατήριο, το οποίο ταΐζει ασφάλεια και τάξη, επιχειρεί δε ήδη να δικαιολογήσει τόσο τις ήδη παρελθούσες αποτυχίες της αλλά και όσες πρόκειται να λάβουν χώρα στο μέλλον.
Αλλωστε, όπως προελέχθη, οι σύγχρονες τάσεις στο πεδίο εκτέλεσης των ποινών κατευθύνονται στην αντικατάσταση της στερητικής της ελευθερίας ποινής από εναλλακτικές μορφές έκτισης της ποινής, λόγου χάριν από κοινωφελή εργασία. Εντούτοις, η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε ήδη από τις 09 Αυγούστου 2019 να αναστείλει την εφαρμογή του θεσμού, δυνάμει του άρθρου 98 του Ν. 4623/2019, απαγορεύοντας κατ’ ουσίαν την αξιοποίηση του θεσμού. Παραγνωρίζεται επομένως έτι μία φορά η δυσμενής επίπτωση που μπορεί να έχει η παραμονή σε καταστήματα κράτησης, με υψηλή πρόγνωση τέλεσης και έτερων αδικημάτων, μόλις απολυθεί. Ωστόσο, η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο να πουλήσει δόγμα ασφάλειας στο ακροατήριό της και δη με δημαγωγικούς όρους, εξ ου και ουδαμώς συναξιολογεί τους ανωτέρω παράγοντες.
Αρχή της αναλογικότητας και δικαστική επιμέτρηση
Ηδη με τον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα δίδεται η δυνατότητα στον δικάζοντα δικαστή να διατάξει την εκτέλεση μέρους της ποινής, εφόσον κατά την κρίση του η εκτέλεσή της παρίσταται επιβεβλημένη για την αποτροπή του καταδικασθέντα να τελέσει έτερες αξιόποινες πράξεις. Δυνάμει του άρθρου 99 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι:
«1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα δόλου σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από τρία (3) έτη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη. Αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, εφαρμόζει το άρθρο 104Α ΠΚ, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής. Το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε (5) έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή».
Δυνάμει δε του άρθρου 100 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι:
«1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α ΠΚ δεν θα είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι απολύτως αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα (10) ημερών ούτε ανώτερη των τριών (3) μηνών, και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου. Στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 105Β ΠΚ. Ο χρόνος δοκιμασίας για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της ποινής που δεν ανεστάλη».
Ως εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι -εφόσον κατά την κρίση του δικάζοντος δικαστή παρίσταται επιβεβλημένο- δύναται να εκτιθεί μέρος της επιβληθείσας ποινής. Ωστόσο, η κρίση αυτή, όπως και οιαδήποτε έτερη κρίση των δικαστηρίων, τελεί υπό την επιφύλαξη της αναλογικότητας, ως ορίζεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος, ήτοι πρέπει η έκτιση μέρους της ποινής να είναι πρόσφορη, αναγκαία και stricto sensu αναλογική για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Οπως έχει εύστοχα νομολογηθεί εν σχέσει με την αρχή της αναλογικότητας στην ποινική δίκη, «Με την διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος εισάγεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αναφέρεται σε όλα τα πεδία του δικαίου, και ως γενική αρχή του δικαίου, διέπει την όλη δημόσια δράση και δεσμεύει τον νομοθέτη, τον δικαστή και τη διοίκηση. Ολα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήριά της, να είναι δηλαδή (α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, (β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν ελάχιστον δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος (γ) εν στενή εννοία ανάλογα, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Συγκεκριμένα στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Ολα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Εξάλλου στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Συντάγματος ορίζεται «Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών». Συναφώς στην παρ. 2 εδ. α του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται «Ολοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων». Ετσι με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η «αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου», η οποία τελεί, κατά την εν λόγω διάταξη, «υπό την εγγύηση του Κράτους». Η αρχή αυτή κατοχυρωθείσα με την αναθεώρηση του 2001 (αναγνωριζόμενη και προγενέστερα από την νομολογία Ολ. ΣτΕ 2112/1984) λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητά κατοχυρωμένα κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη και δημιουργώντας κλίμα ασφαλείας στον πολίτη ότι η πολιτεία λαμβάνει πρόνοια μεταξύ άλλων και για την μη προσβολή του κοινού περί δικαίου αισθήματος κατ’ αναλογία με την λειτουργία την οποία επιτελεί το αρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς τα ατομικά δικαιώματα (Ολ. ΣτΕ 1286/12). Στο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής αυτής, που έχει κοινή αναγωγή στις παραδόσεις των δημοκρατιών δυτικού τύπου (rule of law), βρίσκεται η εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας που όλες οι κρατικές λειτουργίες οφείλουν τα παρέχουν. Μέσο δε κατά της αυθαιρεσίας είναι ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας, που υπό την έννοια αυτή ως συστατικό στοιχεία της ιδέας του κράτους δικαίου, επιβάλλει γενικώς σε κάθε εκδήλωση εξουσίας όπως αυτή ασκείται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού.
Από τη διατύπωση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στους «κάθε είδους περιορισμούς» που μπορεί να επιβληθούν στα δικαιώματα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος αυτή. Τέτοια δικαιώματα, όπως προσδιορίζονται στη διάταξη είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ιδίως δε αυτά που το ίδιο το Σύνταγμα αποκαλεί «ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» όπως αυτό της απόλυτης προστασίας της ζωής χωρίς πάντως να αποκλείονται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και τα συναφή προς αυτά δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε άλλη διάταξη του Συντάγματος όπως αυτή του αρ. 2 αλλά και σε άλλες διατάξεις νόμων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η εν λόγω συνταγματική αρχήν επιταγή έχει εφαρμογή και στη δικαστική εξουσία και ειδικότερα στο πεδίο του ποινικού δικαίου συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκπλήρωση του σκοπού του συνιστάμενου στην γενική και ειδική προστασία από την τέλεση αξιόποινων πράξεων με την ύπαρξη αναλογίας-ισορροπίας μεταξύ της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην περί ενοχής του δικαστική πεποίθηση και της ποινής που του επιβλήθηκε γι’ αυτήν χάριν της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας ως και της δημιουργίας διατήρησης κλίματος εμπιστοσύνης του πολίτη όσον αφορά στην αποτελεσματική προστασία των αγαθών του που πλήττονται από αξιόποινη πράξη. Έτσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση της κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη), με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια η ποινή επιβάλλεται χάριν της πρόληψης όχι όμως πέραν ή κάτω των ορίων που χαράσσει η ιδέα της Δικαιοσύνης.
Ετσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται.» (Β΄ Τακτική Ποινική Ολομέλεια Αρείου Πάγου 2/2022, Τ.Ν.Π. Νόμος).
Η ως άνω απόφαση επιβεβαιώνει ότι η επιμέτρηση και η εκτέλεση ή μη της ποινής αποτελούν αποκλειστικά έργο του δικάζοντος Δικαστή, ο οποίος αποφασίζει ad hoc έχοντας το σύνολο των δεδομένων της εκάστοτε υπόθεσης, ενώ η κρίση του διέρχεται υποχρεωτικά τον τριπλό έλεγχο που επιβάλλει η αρχή της αναλογικότητας (δηλαδή της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και της stricto sensu αναλογικότητας). Αντιθέτως καθίσταται πασίδηλο πως μία νομοθετική επιλογή που επιβάλλει την άνευ ετέρου και άνευ οιασδήποτε έννοιας εξατομίκευσης έκτιση έστω μέρους της ποινής, αντιστρατεύεται πλήρως την αρχή της αναλογικότητας.
Με άλλα λόγια, η επιβολή και η υποχρέωση έκτισης ποινής συνιστούν καταφανώς περιορισμό επί ατομικών δικαιωμάτων (λ.χ. του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας κ.λπ.). Εξ ου και πριν την επιβολή του εν λόγω περιορισμού (και ανεξαρτήτως του ύψους και του είδους) πρέπει να διέλθει τον έλεγχο των τριών (3) σταδίων της αναλογικότητας, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο δ΄ του Συντάγματος, δυνάμει του οποίου ορίζεται ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Ο δικαστής κατά την εκφορά κρίσης περί εκτέλεσης ποινής, επομένως, σταθμίζει κατά πόσο η εκτέλεση της ποινής είναι πρόσφορο, αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό μέτρο για τους επιδιωκόμενους σκοπούς (όπως αναλύθηκαν ανωτέρω).
Επομένως, με αφορμή την τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ, η οποία επέφερε την απαγόρευση του ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου, έχει εύστοχα επισημανθεί, ο τυχόν αποκλεισμός των δικαστών με νομοθετική πράξη από την εκφορά κρίσης σχετικά με την αναλογικότητα των περιορισμών επί ατομικών δικαιωμάτων, εγείρει ζητήματα διάκριση των λειτουργιών (κατ’ άρθρο 26 Συντάγματος), ενώ αποστεώνεται έως αποκλείεται η δυνατότητα συνταγματικού ελέγχου των δικαστηρίων. Και τίθεται ζήτημα διάκρισης των λειτουργιών, καθώς ο νομοθέτης παρεμβαίνει και αποστερεί από τον δικαστή αρμοδιότητα που του έχει ανατεθεί κατά το Σύνταγμα, ενώ καθιστά κενό νοήματος το διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας, που προβλέπεται από το άρθρο 93 παράγραφος 4 Συντάγματος. Απαντα τα προαναφερθέντα ισχύουν και εν περιπτώσει κατά την οποία ο νομοθέτης αποκλείσει τη δικαστική κρίση εν σχέσει με την αναστολή της ποινής, καθώς η έκτιση της ποινής και δη η παραμονή σε κατάστημα κράτησης είναι μη πρόσφορη και ιδίως μη αναγκαία και stricto sensu αναλογική για αδικήματα ήσσονος κοινωνικοπολιτικής απαξίας.
Ούτε τα προσχήματα
Λεκτέον ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης εξήγγειλε -μεταξύ άλλων- και την επαναφορά του θεσμού της μετατροπής της τυχόν επιβληθείσας ποινής σε χρήμα, ενός θεσμού που υπήρχε στον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα και εξαλείφθηκε με τον νυν ισχύοντα. Εντούτοις, η ομολογουμένως ευμενέστερη της έκτισης σε κατάστημα κράτησης απότιση της ποινής διά της καταβολής χρηματικού ποσού δημιουργεί κατ’ ουσίαν δύο κατηγορίες καταδικασθέντων: αφενός τους έχοντες την οικονομική δυνατότητα να μετατρέψουν και να αποτίσουν την ποινή σε χρήμα, αφετέρου τους μη έχοντες, οι οποίοι -βάσει της προωθούμενης μεταρρύθμισης- θα καταλήγουν εν πάση περιπτώσει στη φυλακή, έστω και για μέρος της ποινής τους. Εναργώς σκιαγραφείται ότι η δήθεν ανεξάρτητη και αμερόληπτη αστική δικαιοσύνη είναι μόνο κατ’ επίφαση δικαιοσύνη και χαρακτηρίζεται από δύο ταχύτητες: μία ευμενή που άγει στην απαλλαγή ή έστω στον όλως ελαφρό καταναγκασμό (διά της καταβολής χρημάτων) των εχόντων και σε μία δυσμενή που άγει εν πάση περιπτώσει σε καταστήματα κράτησης για τους μη έχοντες.
Εν πλήρει διαστάσει με τα ως άνω αναλυθέντα (και προς κατάδειξη των συνειδητών επιλογών των κυβερνήσεων Μητσοτάκη), η κυβέρνηση έχει επιλέξει σε μία πρωτοφανή και ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, τόσο από άποψη πολιτικής όσο και από άποψη ποινικής δογματικής, να καταστήσει κατ’ έγκληση διωκόμενο ένα κακούργημα, ήτοι το αδίκημα της απιστίας, εφόσον στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δηλαδή σε κακουργήματα ιδιάζουσας απαξίας και με επιπτώσεις σε πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών, η πολιτεία εκχωρεί το δικαίωμα επιλογής για το αν θα ασκηθεί δίωξη σε ιδιωτικούς φορείς.
Σημειωτέον ότι παγίως γίνεται δεκτό ότι η κατ’ έγκληση δίωξη αδικημάτων είναι συνυφασμένη με την μικρή τους κοινωνικοηθική απαξία, εξ ου και είναι αξιοσημείωτη η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη (δυνάμει του άρθρου 5 του Ν. 4637/2019). Αμνηστεύονται επομένως δυνητικά τα golden boys των τραπεζών και λοιπών ευαγών ιδρυμάτων, καθώς είναι στη διακριτική ευχέρειά τους το αν θα επιλέξουν να στραφούν κατά του ανθού της κοινωνίας (sic). Συνάγεται αυτόθροα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βάζει στο στόχαστρο τη λεγόμενη «μικροπαραβατικότητα», η οποία στατιστικά συναρτάται με τα πιο εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα.
Αντί επιλόγου
Σημειωτέον ότι άπαντα τα ανωτέρω επιβεβαίωσε στις 08 Αυγούστου 2023 και ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ι. Μπουγάς, ο οποίος μάλιστα συγκεκριμενοποίησε τη μεταρρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση. Επανέλαβε αρχικά ότι το όριο για την υποχρεωτική έκτιση μέρους της ποινής πρόκειται να τεθεί στο ένα (1) έτος (χωρίς να αφήσει περιθώρια για μεγαλύτερο όριο όπως ο υπουργός), ενώ ανέφερε ότι το μέσο για την επίτευξη της προωθούμενης μεταρρύθμισης είναι η αυστηροποίηση των όρων υπό τους οποίους θα χορηγείται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Αλλωστε, η ΝΔ έχει εγνωσμένη εμπειρία από μεταρρυθμίσεις, που άγουν στην απαγόρευση της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής, καθώς έχει ήδη προωθήσει με παταγώδη αποτυχία μία μεταρρύθμιση στο πεδίο αυτό. Ειδικότερα, η προηγούμενη κυβέρνησης, δυνάμει του άρθρου 72 του Ν. 4908/2022 προσέθεσε στο άρθρο 187 Ποινικού Κώδικα την παράγραφο 6, η οποία έχει ως ακολούθως: «Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ».
Πρόκειται για μία συγκλονιστική επιτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία έχει καταφέρει να δεχθεί κριτική για πολλές και διάφορες αιτίες και από πλείστους φορείς (λ.χ. από την Ενωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων κ.ο.κ.), όλως ενδεικτικώς για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, για απενεργοποίηση θεμελιωδών διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας, για αντίθεση στο Σύνταγμα κ.λπ. Μάλιστα είναι τέτοια η αποτυχία της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής, καταδείχθηκε με τον πλέον εμφατικό τρόπο και από τα ποινικά δικαστήρια, καθώς εύστοχα έχει νομολογηθεί ότι «Ομως, με την επίμαχη εισαγωγή πλήρους αποκλεισμού του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης και μάλιστα για λόγους τιμωρίας και ειδικής πρόληψης, η νέα νομοθετική ρύθμιση αντιβαίνει στην προστασία δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφού μεταχειρίζεται τον κατηγορούμενο ως ένοχο πριν την αμετάκλητη καταδίκη του, κατά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Επιπλέον, το νέο άρθρο 187 παρ. 6 ΠΚ, όσον αφορά τον αποκλεισμό του ανασταλτικού αποτελέσματος της άσκησης έφεσης, αντιστρατεύεται στην αρχή της αναλογικότητας, ως θεωρητικού θεμελίου και κατευθυντήριας αρχής, αφού αποκλείει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης ειδικά για το πλημμέλημα της συμμορίας, που απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών στην περίπτωση οργάνωσης για διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 187 παρ. 3α ΠΚ), ενώ αντίθετα, η ποινική δικονομική νομοθεσία (άρθρο 497 παρ. 7, 8 ΚΠΔ) επιτρέπει με προϋποθέσεις τη χορήγηση ανασταλτικής δύναμης στην έφεση στην περίπτωση καταδίκης για κακουργηματικές πράξεις με επιβληθείσα ποινή συχνά πολυετή κάθειρξη.
Επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η νέα διάταξη του άρθρου 187 παρ. 6 ΠΚ, όσον αφορά την απαγόρευσης ανασταλτικής δύναμης της έφεσης, αντίκεται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος), αλλά και στο θεμελιώδες δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας, που απαγορεύει την μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου έως την αμετάκλητη καταδίκη του και κατοχυρώνεται ρητά με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και οι οποίες υπερισχύουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 Συντάγματος, κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, με αποτέλεσμα η ένδικη διάταξη να μην εφαρμοστεί.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 497 παρ. 4 ΚΠΔ ορίζεται ότι «αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε, το οποίο με ειδική αιτιολογία, εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8 του ίδιου άρθρου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της αποφάσεως, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. Κατά τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου, στην έφεση δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξεως, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ. 5 του ιδίου άρθρου, το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς όρους.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο, για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, εφαρμόζει το άρθρο 497 ΚΠΔ και όχι το άρθρο 187 παρ. 6 ΠΚ, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αντίκεται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος), αλλά και στο θεμελιώδες δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας, που απαγορεύει την μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου έως την αμετάκλητη καταδίκη του, όπως ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναλύεται. Επομένως, για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης αποφαίνεται τα ακόλουθα: Για τους κατηγορούμενους […] κρίνει ότι δεν πρέπει η έφεση, που ενδεχομένως ασκήσουν κατά της παρούσης αποφάσεως, να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξεως, που συνιστούν την προαναφερθείσα εγκληματική του συμπεριφορά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχουν ήδη προηγούμενες καταδίκες για άλλες αξιόποινες πράξεις, κρίνεται ότι αν αφεθούν ελεύθεροι, είναι πιθανόν να διαπράξουν και άλλα αδικήματα», ενώ εν σχέσει με την ως άνω απόφαση έχει εύστοχα παρατηρηθεί ότι «Προστίθεται, έτσι, σε μία σειρά ιδιαίτερα σπάνιων νομολογιακών παραδειγμάτων που κρίνουν αντισυνταγματικές διατάξεις ποινικού δικαίου (ουσιαστικού ή δικονομικού) με επίκληση της αρχής της αναλογικότητας. Τέτοιες δικαστικές αποφάσεις αποτελούν σημείο αναφοράς αφού κωλύουν τον νομοθετικό «υπερβατισμό» που κλονίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο τα δικαιοκρατικά θεμέλια της ποινικής νομοθεσίας και ενίοτε οδηγούν στην τροποποίηση της επίμαχης διάταξης.
Ειδικότερα, η σχολιαζόμενη απόφαση αξιοποιεί την επιμέρους αρχή της stricto sensu αναλογικότητας, που επιβάλλει να υπάρχει ανάλογη σχέση της ποινής (ή των δικονομικών μέτρων που έχουν τον χαρακτήρα οιονεί «προ-ποινής») με τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης. Τούτη ενδεχομένως είναι ως ένα σημείο ευχερέστερα διαγνώσιμη, στο μέτρο που προϋποθέτει την ύπαρξη και μίας συγκριτικής αναλογίας, μίας αρμονίας δηλαδή ως προς τις ποινικές συνέπειες μεταξύ ισοβαρών ή αντίστοιχων ομοειδών (που προσβάλλουν το ίδιο ή συναφές έννομο αγαθό) αξιόποινων πράξεων, η οποία δεν διαταράσσει την σχέση απαξίας μεταξύ τους. Ετσι, όταν για ένα χαμηλότερης βαρύτητας έγκλημα προβλέπονται σε αφηρημένο επίπεδο επαχθέστερες ποινικές συνέπειες από άλλα καταφανώς βαρύτερα, η ενεργοποίηση της αρχής της αναλογικότητας οφείλει να έρχεται στο ρυθμιστικό προσκήνιο» (ΤριμΕφΚακΠειρ 393/2022 με σχολιασμό Χ. Λαμπάκη, Αρμενόπουλος, 2022, Τεύχος 10, σελ. 1.665-1.671).
Τούτων δοθέντων, καθίσταται πασίδηλος ο αντιδραστικός χαρακτήρας της προωθούμενης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ρύθμισης, η οποία πρόκειται να δυσχεράνει ουσιωδώς τη διαβίωση των κρατουμένων εντός των φυλακών. Αλλωστε, καταδείχθηκε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ νομοθετεί κατά βάση με δημαγωγικούς όρους, απευθυνόμενη στο συντηρητικό της ακροατήριο και το ταΐζει ασφάλεια, ώστε να στρέψει τη συζήτηση αλλού και να μη φαίνονται οι παταγώδεις αποτυχίες της σε όλους τους τομείς.
Πρόκειται για μία ρύθμιση βαθύτατα αντιδραστική και αναχρονιστική, η οποία σκοπεί σε μία ιδιότυπη κρατική τρομοκρατία, μέσω της οποία ελπίζουν στην πειθάρχηση και στην καταπολέμηση της μικροπαραβατικότητας (άλλωστε με τους καταχραστές εκατομμυρίων και λοιπούς πετυχημένους ανθρώπους, ουδέν ζήτημα υπάρχει). Δεν έχουμε ιδιαίτερες απαιτήσεις από μία αστική τάξη, ωστόσο η συγκεκριμένη ρύθμιση αποτελεί ενδείκτη για την κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης, αιχμή του δόρατος της οποίας φαίνεται να αποτελεί η υποχρεωτική έκτιση μέρους των επιβαλλόμενων ποινών, ενώ εγείρονται ιδιαζούσης σημασίας ζητήματα συμβατότητας της ρύθμισης με την έννομη τάξη τους.