Με αφορμή την εισβολή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία οι δυο εμπόλεμες πλευρές χύνουν άφθονο το εθνικιστικό τους δηλητήριο ντοπάροντας τους εργαζόμενους Ρωσίας και Ουκρανίας. Πριν από την εισβολή στην Ουκρανία ο Πούτιν υποσχόταν σε διάγγελμά του ότι θα προσφέρει καλύτερη «αποκομμουνιστικοποίηση» της Ουκρανίας από τους ίδιους τους ουκρανούς εθνικιστές που κατεδαφίζουν τα αγάλματα του Λένιν και των ηρώων του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στην ουκρανική επικράτεια, υπερασπιζόμενοι την ίδια στιγμή τον Στεπάν Μπαντέρα, ηγέτη των ουκρανών δοσιλόγων και συνεργάτη των γερμανικών SS, ως απελευθερωτή και εθνάρχη.
Οι μεν ουκρανοί κυβερνώντες δανείζονται από το ναζιστικό οπλοστάσιο της πλαστογραφίας τα μυθεύματα για τον Χολοντόμορ, τον δήθεν εσκεμμένο λιμό που δήθεν πραγματοποίησε η σοβιετική ηγεσία το 1932-1933 για να καθυποτάξει το ουκρανικό έθνος. Δεν το έκαναν μόνοι τους. Τους βοήθησαν σε αυτή την κατεύθυνση οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές, δαπανώντας εκατομμύρια δολάρια σε εκδόσεις και συνέδρια επί Ρίγκαν τη δεκαετία του ‘80. Ως τότε η κυρίαρχη ιστορική ερμηνεία ακόμη και στις ΗΠΑ ήταν ότι η κολεκτιβοποίηση οδήγησε σε σημαντική αναβάθμιση της αγροτικής οικονομίας λόγω της εκμηχάνισής της. Μετά το Χολοντόμορ η κολεκτιβοποίηση παρουσιάζεται σαν «κατοχή των αγροτών» από τη «νομενκλατούρα» της Μόσχας.
Οι δε μεγαλορώσοι αντιμπολσεβίκοι εθνικιστές ισχυρίζονται ότι ναι, υπήρχε λιμός, αλλά ήταν διάχυτος σε όλη την ΕΣΣΔ, όχι μόνο στην Ουκρανία, και γι’ αυτό ευθύνονται αποκλειστικά οι μπολσεβίκοι που προώθησαν την κολεκτιβοποίηση, δηλαδή την εκμηχάνιση και συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγάλα αγροκτήματα με την απαλλοτρίωση των παρασίτων της υπαίθρου, των πλούσιων αγροτών που είχαν τεράστια αγροκτήματα και κεφάλαιο και καταδυνάστευαν τη φτωχή αγροτιά που κατανάλωνε μόνο ότι παρήγαγε στα μικροχώραφά της.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοβιετικοί ουκρανοί ηγέτες, τόσο του εμφυλίου όσο και του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, εξαφανίζονται από την ιστορική καταγραφή. Και εξαφανίζονται και από τις δυο πλευρές. Ο κοινός εχθρός του ρωσικού ιμπεριαλισμού και των ουκρανών εθνικιστών που κυβερνούν την Ουκρανία και μανιπουλάρονται από τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές είναι διαπιστωμένα το επαναστατικό, σοβιετικό και σοσιαλιστικό παρελθόν που ένωσε σε κοινή μοίρα τους δυο λαούς στο δρόμο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Ο μπαντερισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία
Οταν αναφερόμαστε στους ουκρανούς εθνικιστές και στην ανάδειξη του Στεπάν Μπαντέρα σε εθνικό ήρωα, δεν αναφερόμαστε στο νεοναζιστικό τάγμα Αζόφ, που ενεργεί κυρίως στη Μαριούπολη (το Αζόφ προέρχεται από την Αζοφική θάλασσα) ή τον Δεξιό Τομέα, τη ναζιστική συμμορία που εξοπλιζόταν και χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ και συνέβαλε στο πραξικόπημα του 2014 στο Κίεβο.
Επί προεδρίας του φιλοδυτικού Γιούσενκο, μετά από εκλογές που αναγνώρισε η Μόσχα, πολύ πριν από το αμερικανοκινούμενο πραξικόπημα του 2014, για την ακρίβεια τον Γενάρη του 2010, ο Στεπάν Μπαντέρα θεωρείτο επίσημα εθνικός ήρωας με προεδρική βούλα. Οι απόγονοι των λευκών Ουκρανών στον Καναδά (έχουν τεράστια παροικία εκεί) πίεσαν τότε τον απερχόμενο Γιούσενκο να ανακηρύξει εθνικό ήρωα τον συνεργάτη των SS, ηγέτη της Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών (έτσι λεγόταν η οργάνωσή του), τα μέλη της οποίας ήταν συνυπεύθυνα μαζί με τους Ναζί κατακτητές για μαζικές σφαγές και πογκρόμ εβραίων και πολωνών μειονοτικών στη Δυτική Ουκρανία κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής.
Αυτά δεν τα… υπαγορεύει κάποια «σταλινική προπαγάνδα», αλλά τα περιγράφει διεξοδικά ο αμερικανός ιστορικός Norman J.W. Goda, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ένας κατεξοχήν αντισοβιετικός συγγραφέας. Διαβάζουμε στο άρθρο του στο historynewnetwork (οι επισημάνεις παρακάτω παντού δικές μας):
«Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την επίθεση στην ΕΣΣΔ, οι Ναζί στρατολόγησαν τους οπαδούς του Μπαντέρα προκειμένου να δράσουν ως αστυνομικοί που μιλούσαν τα ουκρανικά και να υπηρετήσουν σε δύο τάγματα του εθελοντικού ουκρανικού στρατού (σ.σ.: εννοεί των δοσιλόγων). Δουλεύοντας με τους Ναζί, ο Μπαντέρα ήλπιζε να απελευθερώσει την Ουκρανία από τη σοβιετική εξουσία και να δημιουργήσει τη δική του κυβέρνηση εκεί. Μια ανεξάρτητη Ουκρανία θα παρέμενε φιλική προς τη Γερμανία, υποσχόταν ο Μπαντέρα.
[…] Οταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941 και κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Ανατολικής Γαλικίας, το Λβιβ, οι υπολοχαγοί του Μπαντέρα εξέδωσαν μια διακήρυξη ανεξαρτησίας στο όνομά του. Υποσχέθηκαν περαιτέρω ότι θα συνεργαστούν στενά με τον Χίτλερ και στη συνέχεια βοήθησαν να ξεκινήσει ένα πογκρόμ που σκότωσε τέσσερις χιλιάδες Εβραίους του Λβιβ μέσα σε λίγες μέρες, χρησιμοποιώντας όπλα που κυμαίνονταν από πιστόλια μέχρι μεταλλικούς στύλους. “Θα βάλουμε τα κεφάλια σας στα πόδια του Χίτλερ“, έλεγε ένα μπαντερικό φυλλάδιο στους ουκρανούς εβραίους.
Οι Γερμανοί σκόπευαν να κρατήσουν την Ουκρανία για τον εαυτό τους. Συνέλαβαν τον Μπαντέρα για την αδιαλλαξία του στο θέμα της ανεξαρτησίας, αλλά τον άφησαν ελεύθερο το 1944 όταν φάνηκε ότι η δημοτικότητά του στους Ουκρανούς θα μπορούσε να βοηθήσει στην αναχαίτιση της σοβιετικής προέλασης. Αλλά όποια κι αν ήταν η απογοήτευσή τους με τους Γερμανούς, οι Μπαντεριστές δεν διαφώνησαν ποτέ με την εβραϊκή πολιτική τους στην Ουκρανία, η οποία τελικά σκότωσε πάνω από 1,5 εκατομμύριο ουκρανούς εβραίους».
Δεν υπάρχει τίποτε περίεργο σε αυτή τη θεσμική ανάδειξη ενός δοσίλογου σε εθνικό ήρωα, αν θυμηθούμε ότι την περίοδο της επικράτησης του μοναρχοφασισμού στην Ελλάδα ως ήρωες της πατρίδας εξυμνούνταν οι δοσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών, επειδή υπερασπίστηκαν την αστική εξουσία και τη βρετανική και αργότερα την αμερικανική εισβολή ενάντια στο ΕΑΜ, τον ΔΣΕ, τις εθνικοαπελευθερωτικές και επαναστατικές δυνάμεις που καθοδηγούνταν από τους έλληνες κομμουνιστές.
Η ουκρανική αστική τάξη χρειάζεται ένα νέο εθνικιστικό αφήγημα για να περάσει στη λήθη η σοβιετική ιστορία του ουκρανικού λαού και δεν έχει κανένα πρόβλημα να βρει αυτό το αφήγημα στο βόθρο των ουκρανών δοσιλόγων. Βοήθησαν άλλωστε και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές σε αυτή την κατεύθυνση. Μη ξεχνάμε ότι οι πρώην Ναζί στελέχωσαν τις διοικητικές θέσεις της Δυτικής Γερμανίας μετά από ξέπλυμα από την αμερικανική κατοχή.
Για όποιον αναρωτιέται τι απέγινε ο Μπαντέρα, αναφέρουμε ότι ο τάφος του βρίσκεται στο Μόναχο της Γερμανίας. Διαβάζουμε στο αποκαλυπτικό άρθρο του αμερικανού ιστορικού Norman Goda:
«Μετά τον πόλεμο ο Μπαντέρα έζησε στο Μόναχο. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες τον χρησιμοποίησαν για να βοηθήσει στην ενεργοποίηση πρακτόρων στην Ουκρανία προκειμένου να συγκεντρώνουν πληροφορίες και να βοηθούν την παράνομη ουκρανική δράση ενάντια στους Σοβιετικούς. Η CIA χρησιμοποίησε μερικούς από τους πρώην φίλους του Μπαντέρα για παρόμοιους λόγους, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησε τον ίδιο τον Μπαντέρα, λόγω του ενθουσιασμού του Μπαντέρα με τον δικό του θρύλο.
[…] Λόγω της αυτοπροβολής του στα έντυπα και στο δυτικογερμανικό ραδιόφωνο, ο Μπαντέρα παρέμεινε δημοφιλής σε χιλιάδες ουκρανούς εμιγκρέδες στη Δυτική Γερμανία. Η επιφανειακή του αποτελεσματικότητα ώθησε τη Δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) να δημιουργήσει μαζί του επαφή το 1956. Μέχρι το 1959 η BND βοηθούσε τον Μπαντέρα να διευθύνει μια νέα γενιά ουκρανών πρακτόρων από τη Δυτική Γερμανία στην ΕΣΣΔ. Ο στρατηγός Reinhard Gehlen, ο επικεφαλής της BND, ήταν επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών του γερμανικού στρατού στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτός και οι υφιστάμενοί του ήταν σίγουρα εξοικειωμένοι με το ιστορικό του Μπαντέρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ηταν λιγότερο εξοικειωμένοι με το γεγονός ότι στην BND είχαν πλέον διεισδύσει σοβιετικοί πράκτορες. Στις 14 Οκτωβρίου 1959, ο Μπαντέρα γευμάτισε με ανώτερα στελέχη της BND για να συζητήσουν την επέκταση των επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Την επόμενη μέρα η KGB δολοφόνησε τον Μπαντέρα στην πολυκατοικία του».
Ο νεοτσαρισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία
Από την άλλη πλευρά, oι μεγαλορώσοι εθνικιστές εκμεταλλεύονται την αντιφασιστική μνήμη του μεγάλου πατριωτικού πολέμου, σβήνοντας όμως πλήρως τη σοσιαλιστική και σοβιετική σφραγίδα της ίδιας της νίκης. Δεν εξασφάλισε ο μεγαλορωσικός εθνικισμός τη νίκη εναντίον των γερμανών εισβολέων, παρότι οι ιστορικές παραδόσεις των μεγαλορώσων αξιοποιήθηκαν επιδέξια από την σοβιετική εξουσία, πάντα μέσα από ταξικό πρίσμα, προκειμένου να εξυψώσει το πατριωτικό φρόνημα του μεγαλύτερου πληθυσμιακά λαού της ΕΣΣΔ.
Την ίδια περίοδο που ο Αϊζενστάιν έβγαζε την ταινία-σταθμό στο παγκόσμιο σινεμά για τον πρίγκιπα Αλεξάντρ Νιέφσκι που με έναν στρατό δουλοπάροικων νίκησε πριν από αιώνες τον στρατό των τευτόνων (γερμανικά φύλα) ιπποτών φεουδαρχών, διασώζοντας τα πρωταρχικά φύλα των Ρως από τον βίαιο εκγερμανισμό, ο Ουκρανός Αλεξάντρ Ντοβζένκο έβγαζε ταινία για τον ουκρανό μπολσεβίκο διοικητή Μίκολα Σορς που τσάκισε στον εμφύλιο με τον στρατό του, στρατό ουκρανών φτωχών εργατών και αγροτών, τον στρατό του ουκρανού εθνικιστή Πετλιούρα. Και βέβαια, οι Κοζίντσεφ και Τράουμπεργκ έβγαζαν την τριλογία του Μαξίμ, που αναφέρεται στην εποποιία του μπολσεβίκικου κόμματος μέχρι την προλεταριακή επανάσταση του 1917.
Η ηθικοπολιτική ενότητα των εργαζομένων όλων των λαών της ΕΣΣΔ ήταν που έφερε τη νίκη. Σε μια γροθιά οι λαοί της ΕΣΣΔ, υπό τη καθοδήγηση των μπολσεβίκων, με την εξαίρεση ενός και μοναδικού πεμπτοφαλαγγίτη ανώτατου αξιωματικού, του στρατηγού Βλασόφ (όταν σε Γαλλία και Ισπανία οι πεμπτοφαλαγγίτες «έκαναν πάρτι» στα γενικά επιτελεία), τσάκισαν τις στρατιές της Βέρμαχτ. Και η ηθικοπολιτική ενότητα υπήρχε γιατί ο πλούτος που παρήγαγαν οι εργαζόμενοι της ΕΣΣΔ, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη, τους ανήκε.
Η έκβαση της πολεμικής αναμέτρησης ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και την ΕΣΣΔ κρίθηκε στην αποτελεσματικότητα της βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας των μετόπισθεν, που εφοδίαζαν τους δυο στρατούς με όπλα και τρόφιμα. Η ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος παραγωγής έκρινε την αναμέτρηση. Οταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ, μετά από παρατεταμένη μάχη εξάντλησης αποδεκάτισαν τη σοβιετική αεροπορία, λόγω της υπεροχής τους σε βομβαρδιστικά που κατέστρεφαν τα σοβιετικά καταδιωκτικά κατά τον ανεφοδιασμό τους. Οταν, όμως, οι Γερμανοί υποχωρούσαν, δεν είχαν αεροπορία. Αντιθέτως οι σοβιετικοί είχαν.
Από το 1938 οι Ναζί είχαν εξαντλήσει όλα τα αποθέματα της Γερμανίας σε συνάλλαγμα προκειμένου να στρατιωτικοποιηθούν γρήγορα. Το εθνικό χρέος της Γερμανίας είχε εκτιναχτεί. Οι ηγέτες της Γηραιάς Αλβιόνας μαζί με τους κυβερνώντες ριζοσπάστες του Νταλαντιέ στη Γαλλία προτίμησαν να τους χαρίσουν την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και την Ισπανία (στον σύμμαχο Φράνκο), προκειμένου να τους στρέψουν ενάντια στην ΕΣΣΔ. Μετά το Μόναχο, οι σοβιετικοί άρχισαν βαθμιαία να ανεβάζουν τις στρατιωτικές δαπάνες στον προϋπολογισμό, δεν μπορούσαν όμως να φτάσουν τους Γερμανούς που λεηλατούσαν όλη την Ευρώπη. Η αρχική υποχώρηση του Κόκκινου Στρατού, λοιπόν, κατά την εισβολή της Βέρμαχτ ήταν αναπόφευκτη.
Κάθε Ρώσος έχει νεκρούς προγόνους στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Γι’ αυτό το βοναπαρτικό καθεστώς του Κρεμλίνου, εντελώς δημαγωγικά, βγάζει τα σφυροδρέπανα κάθε 9 του Μάη και κρατά την τελετουργία της αντιφασιστικής στρατιωτικής παρέλασης στην Κόκκινη Πλατεία (φροντίζοντας να κρύψει το Μαυσωλείο του Λένιν). Αυτό το κάνει μια μέρα το χρόνο. Τις υπόλοιπες 364 μέρες σκυλοβρίζει τους μπολσεβίκους και εξυψώνει την ορθοδοξία και τον τσαρισμό, τους λευκούς στρατηγούς του εμφυλίου πολέμου, τα τσιράκια των ιμπεριαλιστών Ντενίκιν και Κολτσάκ και όλη την εθνικιστική σαβούρα που πολέμησαν με πάθος οι μπολσεβίκοι. Την ίδια στιγμή ο Πούτιν και το εθνικιστικό του επιτελείο χαριεντίζονται με τη φασίστρια Λεπέν και με κάθε φασίστα ηγέτη στην Αυστρία, όπου τα τελευταία χρόνια τα νεοφασιστικά κόμματα ακμάζουν στο κοινοβούλιο. Ακόμη και με τον Φάρατζ διατηρούσαν σχέσεις, αλλά τώρα, λόγω της εισβολής, τα έσπασαν.
Οι μεγαλορώσοι εθνικιστές δεν σβήνουν μόνο το σοβιετικό, σοσιαλιστικό περιεχόμενο της αντιφασιστικής νίκης. Παρουσιάζουν τους Ουκρανούς σαν τεχνητό δημιούργημα των μπολσεβίκων και ζητούν την εγκαθίδρυση της Νοβοροσίγια (ή Νοβορώσια στο εξελληνισμένο), μιας διοικητικής περιφέρειας της τσαρικής αυτοκρατορίας που σχηματίστηκε με διαδοχικούς πολέμους ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία στα τέλη του 18ου αιώνα και επεκτεινόταν από το σημερινό ρωσικό Ροστόφ μέχρι τη Μολδαβία, περιλαμβάνοντας το Ντονμπάς. Ξεχνούν, βέβαια, ότι η περιοχή αυτή, που αρχικά ήταν αραιοκατοικημένη, εποικίστηκε από την τσαρική αυτοκρατορία τόσο με Ουκρανούς όσο και με Ρώσους.
Διαβάζουμε στη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» (εκδόσεις Ακάδημος, 1981):
«Νοβορώσια (Νέα Ρωσία). Ακραία περιοχή του Νοβοροσίσκ, ιστορική περιοχή στη Νότια Ουκρανία και εν μέρει στη Νότια Ρωσία (Βόρεια περιοχή στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας). Συμπεριελήφθη στην επικράτεια της Ρωσίας στο 18ο – αρχές 19ου αιώνα κατά τμήματα, σύμφωνα με τέσσερις συνθήκες ειρήνης με την Τουρκία (1739, 1774, 1791 και 1812).
Η ονομασία “Nοβορώσια” εξηγείται όχι τόσο από την καθυστερημένη ενσωμάτωση της περιοχής της στη σύνθεση της Ρωσίας, όσο για την σχετικά αργή οικονομική αξιοποίηση της αραιοκατοικημένης νέας ακραίας περιοχής. Ο αποικισμός της Νοβορώσιας πραγματοποιούνταν βασικά από Ουκρανούς και Ρώσους μετανάστες
[…] Το 18ο αιώνα στη Νοβορώσια δημιουργήθηκαν οι πόλεις Αικατερίνοσλαφ, Νικολάγεφ, Χερσώνα και Οδησσός. Στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα η Νοβορώσια είναι περιοχή με αναπτυγμένες καπιταλιστικές σχέσεις στην αγροτική οικονομία και βιομηχανία».
Ας προσέξουμε την κατακλείδα του λήμματος: «Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 η ονομασία “Νοβορώσια” έπαψε να χρησιμοποιείται».
Μέσα στον ατομισμό και την ιδεολογικοπολιτική υποχώρηση και θεωρητική ένδεια, έχουμε και κάποιους «δικούς μας» αριστερούς που υποτάσσονται πλήρως στο μεγαλορωσικό σωβινισμό, να υποστηρίζουν την εγκαθίδρυση της τσαρικής Νοβοροσίγια ως δίκαιο απελευθερωτικό αίτημα (!), ξεχνώντας ακόμη και τις θέσεις και την πολιτική των μπολσεβίκων, που δεν στήριξαν απλώς την αυτοδιάθεση του ουκρανικού έθνους, αλλά για πρώτη φορά οι Ουκρανοί αποκτούσαν τη δυνατότητα να ελέγχουν πλήρως τις υποθέσεις τους στην ουκρανική γλώσσα και για πρώτη φορά στην ιστορία τους ο ουκρανικός πολιτισμός άνθισε με αξιοσημείωτα επιτεύγματα.
Θυμίζουμε μόνο δυο ονόματα επιφανών σοβιετικών Ουκρανών: τον μεγάλο σκηνοθέτη Αλεξάντρ Ντοβζένκο και τον μεγάλο συγγραφέα Νικολάι Οστρόφσκι, τον συγγραφέα του «Πως δενότανε τ’ ατσάλι», με κεντρικό ήρωα έναν ουκρανό μπολσεβίκο. Ενα βιβλίο που διάβασαν εκατομμύρια κομμουνιστές στον πλανήτη. Ενα χρονικό που διαπερνά την ιστορία της οικοδόμησης της σοβιετικής Ουκρανίας και ανασυνθέτει με τα πιο απλά λεκτικά σχήματα τις πιο σύνθετες εικόνες για το πώς οι φτωχοί γιοι της ουκρανικής γης ταυτίστηκαν με τη σοβιετική εξουσία και αναμετρήθηκαν με τους Γερμανούς, τους λευκούς και τους πολωνούς εισβολείς. Η πλήρης χειραφέτηση των Ουκρανών πραγματοποιήθηκε εντός της ΕΣΣΔ.
Η ηθικοπολιτική ενότητα των λαών της ΕΣΣΔ διερράγη από την παλινόρθωση του καπιταλισμού δεκαετίες πριν από την Περεστρόικα
Ποιος είναι, όμως, ο λόγος που ο εθνικισμός κυριαρχεί στους λαούς της πρώην Σοβιετικής Ενωσης; Ποιος είναι ο λόγος που τόσο εύκολα ο ίδιος ο Ζελένσκι ισχυρίζεται δημόσια ότι ο Στεπάν Μπαντέρα ήταν εθνικοαπελευθερωτικός ήρωας και δεν ακούγεται κιχ; Φταίνε οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές γι’ αυτό; Φταίει μήπως ο «προδότης» Γκορμπατσόφ που δεν έστειλε τα άρματα το ’89 για να τσακίσει τους Ανατολικογερμανούς, Πολωνούς, Ρουμάνους, Ούγγρους, Τσέχους που δεν ήθελαν άλλο κρατικό καπιταλισμό; Φταίει ο «προδότης» Γιέλτσιν που διέλυσε την «ΕΣΣΔ» από κοινού με τους κυβερνώντες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, αφού πρώτα εξελέγη πανηγυρικά πρόεδρος της «Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ρωσικής Ομοσπονδίας» κόντρα στο «ΚΚΣΕ», τον «Κόκκινο Στρατό» και το Κρεμλίνο; Προφανώς και όχι.
Μόνο αφελείς μπορούν να πιστεύουν αυτά τα παραμύθια, παρότι σήμερα τα αναπαράγουν εμμέσως πλην σαφώς, όταν ισχυρίζονται ότι οι πρώην σοβιετικοί λαοί απειλούνται από την αμερικανική επιβουλή. Οχι, οι πρώην σοβιετικοί λαοί έπαψαν να είναι σοβιετικοί πολλές δεκαετίες προτού αναλάβει καθήκοντα γενικού γραμματέα ο Γκορμπατσόφ ή αναδειχτεί σε πρόεδρο του «ανώτατου σοβιέτ» της «Σοβιετικής Σοσιαλιστικης Ρωσικής Ομοσπονδίας» ο Γιέλτσιν. Η καπιταλιστική παλινόρθωση πραγματοποιήθηκε τη χρουτσοφική περίοδο με σάρωμα των σοσιαλιστικών κατακτήσεων. Εμεινε μόνο το σφυροδρέπανο να κυματίζει υψωμένο στο Κρεμλίνο, που πλέον δεν συμβόλιζε την εργατοαγροτική συμμαχία αλλά την ισχύ της κομματικής γραφειοκρατίας που έλεγχε μια νέα αυτοκρατορία λαών, ένα νέο ιμπεριαλισμό.
Η «ΕΣΣΔ» του Γκορμπατσόφ και του Μπρέζνιεφ δεν ήταν ούτε σοβιετική ούτε σοσιαλιστική, ήταν μια σοσιαλιμπεριαλιστική χώρα, σοσιαλιστική στα λόγια, ιμπεριαλιστική στην πράξη. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, η ταχεία εκβιομηχάνιση, οι θυελλώδεις ρυθμοί ανάπτυξης της παραγωγής, η συνεχής βελτίωση της τεχνικής της παραγωγής σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, το κίνημα της άμιλλας, ήταν παιδιά της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης του 1917. Η παλινόρθωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με κρατικό μανδύα είχε πραγματοποιηθεί ήδη από την εποχή του Χρουτσόφ, με λήψη απανωτών αντιδραστικών μέτρων που ξεθεμελίωναν τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η ανάδειξη του μέγιστου κέρδους σε βασικό κριτήριο στο σχεδιασμό και τον έλεγχο της παραγωγής και του εμπορίου, τόσο με την αποκέντρωση του σχεδιασμού των επενδύσεων της βιομηχανίας όσο και με την πώληση των βασικών μέσων παραγωγής της αγροτικής οικονομίας (τρακτέρ, κομπίνες) στις αγροτικές κολεκτίβες.
Το 1956 ήταν η χρονιά-ορόσημο για την έναρξη της αντεπανάστασης, η χρονιά που η αντεπανάσταση έλαβε τον επίσημο χαρακτήρα επίθεσης από τις ηγετικές θέσεις του Κρεμλίνου, στο περίφημο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που σήμανε την «αποσταλινοποίηση», τον «ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» και τη στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης» (οι αντεπαναστατικές μεταρρυθμίσεις είχαν αρχίσει ήδη από τα μέσα του 1953). Η αντεπαναστατική θύελλα κλόνισε όλα τα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα σε Δύση και Ανατολή. Βαθμιαία μετατράπηκαν σε σοσιαλδημοκρατικές παραφυάδες του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης στον καπιταλιστικό κόσμο.
Από το 1956 έως το 1964, οι ρυθμοί ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής άρχισαν να μειώνονται αισθητά συγκριτικά με το σοσιαλιστικό παρελθόν και η αγροτική οικονομία να δέχεται ανεπανόρθωτες βλάβες που οδήγησαν την «ΕΣΣΔ» το 1963 να προμηθεύεται σημαντική ποσότητα σε σιτηρά από το εξωτερικό για να καλύψει θεμελιώδεις ανάγκες του πληθυσμού της. Η οικονομική κατάρρευση της αγροτικής οικονομίας έθεσε τον Χρουτσόφ σε ανυποληψία. Την ηγεσία του Κρεμλίνου ανέλαβαν οι παλιοί υπαρχηγοί του που το 1957 τον βοήθησαν απέναντι στην παλιά ηγετική φρουρά του κόμματος (Μολότοφ, Βοροσίλοφ, Καγκάνοβιτς), όταν η τελευταία επιχείρησε ανεπιτυχώς να τον διαγράψει και να σταματήσει την αντεπανάσταση. Η διάδοχη κυβέρνηση του Μπρέζνιεφ βάθυνε τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις (μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν) και τα αποτελέσματα ήταν ακόμη χειρότερα τη δεκαετία του ‘70, όταν η ανάπτυξη πάγωσε. Ο λόγος ήταν και πάλι ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης.
Από την εποχή της χρουτσοφικής επικράτησης, το κριτήριο του μέγιστου κέρδους καθόριζε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρξουν σημαντικές επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες στη βιομηχανία, γιατί αυτές δεν ήταν επικερδείς. Την εποχή, λοιπόν, που η ηλεκτρονική και η αυτοματοποίηση έκανε πάταγο στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, η ηγεσία των αναθεωρητών προσανατολιζόταν στην επέκταση της παραγωγής βασικών πρώτων υλών της βιομηχανίας (ατσάλι, πετρέλαιο) χτίζοντας εργοστάσια και επενδύοντας σε εργοστασιακές μηχανές παρελθούσας τεχνολογίας, που δεν μπορούσαν καν να αντικατασταθούν στο μέλλον.
Τη σοσιαλιστική εποχή, αρκετές βιομηχανίες παραγωγής μέσων παραγωγής, στην έναρξή τους, όχι μόνο δεν είχαν σημαντικά κέρδη, αλλά ήταν και ζημιογόνες. Κονδύλια σε ετήσια βάση μεταφέρονταν από τα πλεονάσματα ολόκληρης της λαϊκής οικονομίας προκειμένου να σταθεροποιηθούν και να ορθοποδήσουν. Αυτές οι θυσίες ωφελούσαν τους εργαζόμενους μακροπρόθεσμα, όπως ακριβώς έγινε στα τέλη του ‘30 μετά την ολοκλήρωση των δυο πρώτων πεντάχρονων. Το πραγματικό εισόδημα όλης της εργατικής τάξης και της κολχόζνικης αγροτιάς το 1938, παρά τις τεράστιες δυσκολίες των πρώτων χρόνων της εκβιομηχάνισης και της κολεκτιβοποίησης, αυξήθηκε -συνολικά για όλα τα χρόνια- αισθητά σε σύγκριση με το 1929, όταν στο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο, λόγω της κρίσης, μειώθηκε αισθητά και δεν επανήλθε σε ανοδικά μονοπάτια παρά μόνο μετά τον πόλεμο.
Δεκάδες εκατομμύρια ανειδίκευτων εργατών άρχισαν να πιάνουν δουλειά στις βιομηχανικές πόλεις που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στην ΕΣΣΔ, απομακρυνόμενοι από την εν πολλοίς φυσική οικονομία που επικρατούσε στην ύπαιθρο στα μικροχώραφα των γονιών τους πριν από την κολεκτιβοποίηση (τα μεσαία και φτωχά νοικοκυριά κατανάλωναν το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγή τους χωρίς να το εμπορεύονται), αυξάνοντας αμέσως το εισόδημά τους, αποκτώντας πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν διανοηθεί. Η πλειοψηφία των εργατών του 1929 έγιναν ειδικευμένοι εργάτες, απέκτησαν μεγαλύτερους μισθούς και πρόσβαση σε αναβαθμισμένες υπηρεσίες πρόνοιας και κοινής ωφέλειας.
Οι φτωχοί αγρότες του 1929 αναβαθμίστηκαν αμέσως στο επίπεδο των μεσαίων αγροτών και όλοι πλην των πλούσιων αγροτών, των οποίων το κεφάλαιο απαλλοτριώθηκε για τις κολεκτίβες, αύξησαν την κατανάλωσή τους, ανταλλάσσοντας την παραγωγή τους με εμπορεύματα από τη βιομηχανία. Η εμπορεύσιμη παραγωγή δημητριακών το 1939 είχε ξεπεράσει την προπολεμική, καλύπτοντας σταθερά τον εφοδιασμό όλης της ΕΣΣΔ. Η συγκέντρωση της εμπορεύσιμης αγροτικής παραγωγής στις πόλεις γινόταν σε κρατικές τιμές σε ένα σταθερό ρούβλι που το 1936 είχε αδιαμφισβήτητη αξία στις διεθνείς συναλλαγές. Σύμφωνα με τον κατεξοχήν αντικομμουνιστή ιστορικό βρετανό συγγραφέα Αντονι Μπίβορ, στο πόνημά του «Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος» (σελ. 251), η συναλλαγματική ισοτιμία ανάμεσα στο ρούβλι και το δολάριο είχε σταθεροποιηθεί σε 5,3 προς 1 το 1936.
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τμήμα των κερδών που σωρεύονται σε βάθος δεκαετίας στη βιομηχανία παραγωγής ειδών κατανάλωσης τοποθετούνται σε νέες επενδύσεις στη βιομηχανία μέσων παραγωγής, για την παραγωγή καινοτόμων μηχανών που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Η κρατικοκαπιταλιστική «ΕΣΣΔ» σε βάθος δεκαετίας δεν μπορούσε να σωρεύσει την απαιτούμενη ποσότητα των κερδών για εισροές σε επενδύσεις νέων τεχνολογιών για τη βαριά βιομηχανία. Στη μάχη του μέγιστου κέρδους ηττήθηκε κατά κράτος από τους προηγμένους καπιταλιστές της Δύσης.
Στην τελευταία εφταετία της χρουτσοφικής εποχής, όταν μαινόταν πόλεμος ανάμεσα στα καπιταλιστικά μεγαθήρια για την ένταξη της αυτοματοποίησης στην παραγωγή καινοτόμων μηχανών, οι «σοβιετικοί» κοιτούσαν ακόμη τις μηχανές αριθμητικού ελέγχου (NC) στα εργαστήρια και τις αξιοποιούσαν αποκλειστικά για το στρατιωτικοβιομηχανικό τους σύμπλεγμα που ανταγωνιζόταν τις ΗΠΑ σε μέγεθος και απόδοση. Στη βιομηχανία κυριαρχούσαν απλουστευμένα συστήματα αυτοματοποιημένου ελέγχου χωρίς ανάδραση. Από την εποχή του Χρουτσόφ η στρατιωτικοποίηση της παραγωγής είχε βαρέσει κόκκινο, απορροφώντας τεράστιο τμήμα όχι απλώς του προϋπολογισμού αλλά του εθνικού εισοδήματος, όπως συνέβαινε και συμβαίνει ακόμη και σήμερα στις ΗΠΑ και σε όλες τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες.
Μόνο που οι ΗΠΑ υπερείχαν σταθερά έναντι της κρατικοκαπιταλιστικής «ΕΣΣΔ» σε οικονομική ισχύ μέχρι το 1991. Oταν το ‘80 η Ιαπωνία προπορευόταν σταθερά στην παραγωγή μηχανών σε απόλυτα μεγέθη στον πλανήτη, εντάσσοντας πλέον τους μικροϋπολογιστές στην αυτοματοποίηση των μηχανών (CNC), με τη Δυτική Γερμανία να την ακολουθεί, οι παραγόμενες σύνθετες μηχανές στην «ΕΣΣΔ» (τότε σε διάφορες στατιστικές παρουσιαζόταν τρίτη διεθνώς χώρα σε παραγωγή μηχανών) σε σημαντικό ποσοστό δεν ήταν NC. Από τη δεκαετία του ‘70 η «ΕΣΣΔ» προέβαινε σε μαζικές εισαγωγές μηχανών νέας τεχνολογίας από τη Δύση προκειμένου να αναπληρώσει το σταθερό κεφάλαιο της βαριάς βιομηχανίας της. Οσο για την ανάπτυξη των μικροϋπολογιστών, στην «ΕΣΣΔ» η ποσότητά τους ήταν σημαντικά μικρότερη συγκριτικά με τη Δύση, πιστοποιώντας τις αμελητέες επενδύσεις σε ηλεκτρονική και μικροηλεκτρονική στη βιομηχανία τη δεκαετία του ‘70.
Στις «Λαϊκές Δημοκρατίες» το ξεχαρβάλωμα είχε πραγματοποιηθεί πολύ νωρίτερα. Γι’ αυτό άλλωστε τα «αδελφά» κόμματα, όπως το τσεχοσλοβάκικο, απαιτούσαν ραγδαίες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις τύπου περεστρόικα από το ‘68 και υφίσταντο την ισχύ του τρόμου του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η εισβολή του «κόκκινου στρατού» στην Τσεχοσλοβακία το 1968 πραγματοποιήθηκε προκειμένου να μην υπάρξει το ντόμινο της κατάρρευσης που επήλθε σαν σίφουνας το 1989. Για αντίστοιχους λόγους εισέβαλε και στο Αφγανιστάν, αλλά εκεί το πλήρωσε με έναν ιδιαίτερο αιματηρό πόλεμο και τεράστια χρέη που επιβάρυναν την οικονομία και επιτάχυναν την κατάρρευση.
Από την εποχή του Χρουτσόφ το Κρεμλίνο είχε προσανατολιστεί στην εξαγωγή πετρελαίου για συνάλλαγμα. Η μπρεζνιεφική «ΕΣΣΔ» συνέχισε την επέκταση της παραγωγής, χωρίς να διαθέτει βέβαια τις απαραίτητες εφεδρείες σε κεφάλαια για βελτίωση μηχανών εξόρυξης και την απαιτούμενη τεχνολογία. Οταν άρχισε η ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του ’70, η τιμή του πετρελαίου πολλαπλασιάστηκε και ξαφνικά η «ΕΣΣΔ» βρέθηκε με συνάλλαγμα από το πουθενά προκειμένου να καλύψει όλο το φάσμα των αναγκών της. Αυτό το πολύτιμο συνάλλαγμα έδωσε μια τελευταία ανάσα στο κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς.
Οταν αρχές της δεκαετίας του 1980 η τιμή του πετρελαίου έπεσε απότομα, η βασική αυτή πηγή συναλλάγματος εξανεμίστηκε. Η οικονομία άρχισε να καταρρέει. Στην ακμή της παραγωγής πετρελαίου η «ΕΣΣΔ» παρήγαγε περίπου όσο και σήμερα. Γρήγορα όμως εξάντλησε τα πηγάδια και δεν υπήρχε κεφάλαιο για νέες επενδύσεις. Η περεστρόικα ήταν μονόδρομος.
Η δική μας ιστορία που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού
Το κίνημα της σοσιαλιστικής άμιλλας που ξεκίνησε στη βιομηχανία της σοσιαλιστικής Ουκρανίας, στο Ντονμπάς, το 1935, με πρωτοπόρο τον εργάτη Αλεξέι Σταχάνοφ που με την καινοτόμα τεχνική που εισήγαγε ξεπέρασε την τεχνική της παραγωγής εξόρυξης της προπορευόμενης γερμανικής βιομηχανίας του Ρουρ, δυο χρόνια μετά τον υποτιθέμενο λιμό που δήθεν κόστισε εκατομμύρια θύματα, ο ενθουσιασμός για την εκβιομηχάνιση, όλα αυτά ήταν μια παλιά ιστορία, ενταφιασμένη με τόνους λάσπης από το νέο καθεστώς των αναθεωρητών του Κρεμλίνου, που συνεχώς σφύριζαν «αποσταλινοποίηση» και υπόσχονταν δήθεν «καλύτερη ζωή».
Η ταξική ενότητα που ένωσε το προλεταριάτο και τη φτωχή αγροτιά των λαών της ΕΣΣΔ σε μια ατσάλινη δύναμη στον εμφύλιο του 1918-1922 και αργότερα η ηθικοπολιτική ενότητα των εργατών, κολχόζνικων αγροτών και διανοούμενων των λαών της ΕΣΣΔ στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο είχαν πάει περίπατο.
Το 1919, ο ουκρανός μπολσεβίκος Μίκολα Σορς συγκροτούσε την πρώτη ουκρανική σοβιετική ταξιαρχία φτωχών αγροτών και εργατών, που σάρωσε στο πέρασμά της τα απομεινάρια των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, το καθεστώς των γερμανόδουλων τσαρικών Ουκρανών και τέλος το καθεστώς του ουκρανού εθνικιστή Πετλιούρα, κατανικώντας το στρατό των ουκρανών φεουδαρχών και καπιταλιστών μέχρι το Κίεβο. Προκειμένου να διασωθεί, ο Πετλιούρα ζήτησε ενισχύσεις από την Πολωνία. Στη συνέχεια ο στρατός του Σορς αντιμετώπισε σθεναρά την προέλαση των πολωνικών λεγεώνων στο ουκρανικό έδαφος (στις μάχες αυτές σκοτώθηκε ο Σορς, στα 24 χρόνια του), διατηρώντας αλώβητες τις δυνάμεις του ουκρανικού Κόκκινου Στρατού, μέχρι το Κόκκινο Ιππικό του Μπουντιόνι να τσακίσει τις πολωνικές λεγεώνες. Την εποποιία του Σορς αποτύπωσε στη μεγάλη οθόνη ο σπουδαίος ουκρανός σοβιετικός σκηνοθέτης Αλεξάντρ Ντοβζένκο το 1939 (Σορς – Ο ξεσηκωμός ενός λαού).
Το 1941, ο ουκρανικός Κόκκινος Στρατός αντιμετώπισε γενναία την υπέρτερη εξοπλιστικά στρατιά της Βέρμαχτ, προκειμένου να καθυστερήσει την προέλαση της ναζιστικής πολεμικής μηχανής στην ΕΣΣΔ. Και το κατάφερε. Στην πρώτη φάση της ναζιστικής εισβολής δόθηκε για μέρες μια τιτάνια μάχη εξάντλησης στους αιθέρες. Η σοβιετική αεροπορία, όπως είπαμε και παραπάνω, είχε αποδεκατιστεί από την υπεροχή των γερμανικών βομβαρδιστικών που βομβάρδιζαν ανηλεώς τα σοβιετικά καταδιωκτικά κατά τον ανεφοδιασμό τους. Χωρίς τη σοβιετική αεροπορία και με την τεχνολογική υπεροχή των γερμανικών πάντσερ ο Κόκκινος Στρατός στα ουκρανικά εδάφη μπορούσε μόνο να καθυστερήσει την προέλαση. Παρότι η εισβολή είχε προωθηθεί στο σοβιετικό έδαφος, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Βέρμαχτ σταμάτησε την προέλαση προς τη Μόσχα προκειμένου να καθαρίσει τους ενεργούς θύλακες αντίστασης στα μετόπισθεν και να θωρακίσει τις σιδηροδρομικές γραμμές τροφοδοσίας.
Οταν ανασυγκροτήθηκε η Βέρμαχτ για να αντεπιτεθεί, υπέστη την πρώτη μεγάλη ήττα στην ιστορία της έξω από τη Μόσχα. Νέες ενισχύσεις με σοβιετικές μεραρχίες είχαν φτάσει από ανατολικά και τα νέα υπέρτερα τεχνολογικά αντιαρματικά και όλμοι από τη σοβιετική παραγωγή στα Ουράλια πετσόκοβαν τα επιτιθέμενα πάντσερ στη γραμμή άμυνας. Λίγο αργότερα σχηματιζόταν ένα από τα μεγαλύτερα παρτιζάνικα της ιστορίας στις κατεχόμενες περιοχές. Στην κορύφωση του παρτιζάνικου αγώνα, όταν ο Κόκκινος Στρατός αναμετρώταν στη μεγαλύτερη μάχη εξάντλησης με τεθωρακισμένα που δόθηκε ποτέ στον πλανήτη, στο μέτωπο του Κουρσκ τον Ιούνη του 1943 (τα θρυλικά σοβιετικά Τ-34 σάρωσαν τα πάντσερ), οι παρτιζάνοι, Λευκορώσοι, Ουκρανοί και Ρώσοι, διέλυσαν σημαντικό ποσοστό των σιδηροδρομικών γραμμών του εφοδιασμού των Γερμανών.
Επικεφαλής του ουκρανικού παρτιζάνικου ήταν ο ουκρανός σοβιετικός Σιντόρ Αρτέμεβιτς Κόβπακ. Ο μπολσεβίκος Κόβπακ ήταν βετεράνος διοικητής στον εμφύλιο. Συμμετείχε σε μάχες τόσο εναντίον των Γερμανών όσο και των δυνάμεων του Ντενίκιν. Οταν ξεκίνησε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος ήταν 54 χρόνων. Ανέλαβε την ηγεσία του ουκρανικού αντάρτικου και μετέτρεψε τη δύναμη των ανταρτών σε φόβο και τρόμο των Γερμανών. Εχθροί του ήταν τόσο οι μπαντερικοί δοσίλογοι συνεργάτες των SS, που σήμερα επευφημούν οι κυβερνώντες του Κιεβου ως «απελευθερωτές», όσο και ο ίδιος ο ναζιστικός στρατός κατοχής.
Διαβάζουμε στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια:
«Η αντάρτικη μονάδα του Κόβπακ κάλυψε μια απόσταση πάνω από 10 χιλιάδες χιλιόμετρα, πολεμώντας στα μετόπισθεν των γερμανικών φασιστικών στρατευμάτων και κατατρόπωσε εχθρικές φρουρές σε 39 κατοικημένες περιοχές. Οι επιδρομές του Κόβπακ συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος κατά των γερμανικών φασιστικών δυνάμεων κατοχής».
Μια από τις σημαντικότερες δράσεις των ανταρτών του Κόβπακ ήταν η επιδρομή στα Καρπάθια στη Ρουμανία, τον Ιούνη του 1943. Κατά τη διάρκεια της επιδρομής, οι αντάρτες κάλυψαν περίπου 2.000 χιλιόμετρα. Σχεδόν 4.000 Γερμανοί τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν, 19 τρένα, πάνω από 50 γέφυρες και αποθήκες ανατινάχθηκαν.
Οσο για τον ίδιο, που προερχόταν από οικογένεια φτωχών αγροτών, έγραφε για την κολεκτιβοποίηση τον καιρό της ειρήνης:
«Στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, η περιοχή Πουτίβλ, από περιοχή των εποχικών εργατών που ταξίδευαν την άνοιξη αναζητώντας μεροκάματα σε όλη την Ουκρανία και τη Ρωσία, από επαρχιακά τέλματα όπου ζούσαν τις μέρες τους συνταξιούχοι αξιωματούχοι και χήρες αξιωματικών, μετατράπηκε σε μια περιοχή παραγωγής, διάσημη για τα συλλογικά αγροκτήματα […] συλλογικά αγροκτήματα με πολλά αυτοκίνητα, δικούς τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, κλαμπ, σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ιατρεία. Εχουμε πετύχει σοδειές που δεν μπορούσαμε ούτε να ονειρευόμαστε εδώ προηγουμένως. […]
Ναι, η Ουκρανία άκμασε υπό τη σοβιετική εξουσία, υπήρξε κάτι για το οποίο πρέπει να είμαστε περήφανοι για εμάς, τους γιους της, τους ουκρανούς μπολσεβίκους, που χτίσαμε μια ελεύθερη και ευτυχισμένη ζωή στην πατρίδα μας».
Ο,τι δεν πέτυχε ο ναζισμός, μολονότι δούλεψε εντατικά για να το πετύχει, τη διάσπαση της ηθικοπολιτικής ενότητας των λαών της ΕΣΣΔ, με την αναβίωση των παλαιών εθνικισμών, το πέτυχαν οι ρεβιζιονιστές Χρουτσόφ και σία με την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Η ηθικοπολιτική ενότητα μπορούσε να αναπτυχθεί και αναπτύχθηκε μόνο πάνω στο έδαφος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Οταν αυτό το έδαφος αποσαθρώθηκε, οι παλιοί εθνικισμοί αναβίωσαν. Και βέβαια, οι ευθύνες όσων σε όλο τον κόσμο αποδέχτηκαν και υπηρέτησαν τον χρουτσοφισμό είναι τεράστιες.