Ολο αυτό το διάστημα, από τη στιγμή που ΔΟΕ και ΟΛΜΕ πρόδωσαν με πραξικοπηματικό τρόπο τον μεγαλειώδη αγώνα των εκπαιδευτικών και τη συμμετοχή τους στην απεργία-αποχή από την αξιολόγηση με συντριπτικά ποσοστά, καταβάλλεται προσπάθεια από πολλούς Συλλόγους Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΕΠΕ) και ΕΛΜΕ – παράλληλα με την κήρυξη στάσεων εργασίας ώστε να καλυφθούν τα μέλη τους στις περιπτώσεις που διευθυντές σχολείων πιέζουν για ειδικές συνεδριάσεις για συμμετοχή στην αξιολόγηση-, για συντονισμό από τα κάτω, με στόχο την επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής από τα πρωτοβάθμια σωματεία.
Οι κινήσεις αυτές, έχουν επίσης στόχο, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των ίδιων των σωματείων, την άσκηση πίεσης στις ΔΟΕ-ΟΛΜΕ για επαναπροκήρυξη αυτής της πολύ επιτυχημένης για τις σημερινές συνθήκες του κινήματος, μορφής αγώνα, που συσπείρωσε τη συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, και εκφράστηκε με χαρακτηριστικό τρόπο στην Ολομέλεια των Προέδρων των ΕΛΜΕ στις 25/9 (σε σύνολο 78 ΕΛΜΕ, 72 ψήφισαν θετικά -ποσοστό επί των ψήφων των ΕΛΜΕ 92,3%- και 6 ψήφισαν λευκό), στην Ολομέλεια των Προέδρων της ΔΟΕ στις 23/10 (η συντριπτική πλειοψηφία των Προέδρων των ΔΣ των Συλλόγων απαιτούσε επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής), και στη συμμετοχή στην 24ωρη απεργία και την τεράστια συγκέντρωση μπροστά στο Εφετείο (12/10), την ημέρα εκδίκασης της έφεσης των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών ενάντια στην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, που έκρινε την απεργία-αποχή παράνομη, και την «αντέφεση» του υπουργείου Παιδείας, που απαιτούσε από την σε διατεταγμένη υπηρεσία αστική Δικαιοσύνη να την απορρίψει.
Ολο αυτό το διάστημα επίσης εκκωφαντική είναι η σιωπή των εργατοπατέρων των ΔΟΕ-ΟΛΜΕ, που παριστάνουν πως δεν ακούν την αγωνία των εκπαιδευτικών, γεγονός που τροφοδοτεί τη σύγχυση, την απογοήτευση, υποσκάπτει τις διαθέσεις για συνέχιση του αγώνα και εν τέλει ρίχνει νερό στο μύλο των επιδιώξεων του υπουργείου Παιδείας για επιστροφή του επιθεωρητισμού, για την κατηγοριοποίηση εκπαιδευτικών, μαθητών και σχολείων.
Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη. Γεγονός πάντως είναι ότι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για ένα ηχηρό ράπισμα στην κυβερνητική πολιτική και το υπουργείο Παιδείας, για στραπατσάρισμα των επιδιώξεών τους, πράγμα που θα ήταν ενθαρρυντικό και ελπιδοφόρο για όλη την εργαζόμενη κοινωνία.
Η επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής ήταν και είναι η μόνη μορφή αγώνα που θα οδηγούσε σε αδιέξοδο την κυβέρνηση Μητσοτάκη και το υπουργείο Παιδείας. Το οποίο θα ήταν υποχρεωμένο να καταφεύγει σε συνεχείς προσφυγές στα δικαστήρια για να την μπλοκάρει, έχοντας μεγάλο πολιτικό κόστος, ενώ αντίθετα οι εκπαιδευτικοί θα κέρδιζαν χρόνο και δεν θα είχε εφαρμογή ο κατάπτυστος νόμος της αξιολόγησης. Γιατί, με βάση την απόφαση του Εφετείου, απαγορευόταν η συνέχιση της συγκεκριμένης απεργίας-αποχής που είχε κηρυχθεί τον Σεπτέμβρη βάσει των εξωδίκων που είχαν αποστείλει στο υπουργείο οι εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες και όχι η επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής σε άλλες ημερομηνίες.
Ακόμη και ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη (άρθρο 95, παράγ.6) αναφέρεται στην απαγόρευση κήρυξης της απεργίας «με ίδια ημερομηνία έναρξης» και όχι στην επαναπροκήρυξη σε άλλες ημερομηνίες: «Εάν απεργία ή στάση εργασίας που έχει κηρυχθεί από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση κριθεί παράνομη σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 4, δεν επιτρέπεται, μετά την έκδοση της απόφασης, η κήρυξη απεργίας κατά του ίδιου εργοδότη και με ίδια ημερομηνία έναρξης από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση».
Σε αυτές τις συνθήκες, δεν είχαν και δεν έχουν νόημα η εμμονή στην καταφυγή των γενικών συνελεύσεων προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις από τους εκπαιδευτικούς. Η αστική δικαιοσύνη, στην οποία θα κατέφευγε το υπουργείο Παιδείας, θα έβρισκε πάντα τα τερτίπια για να βγάλει την απεργία-αποχή παράνομη. Το απέδειξε ήδη στην ΟΛΜΕ, που η απόφαση πάρθηκε από την Ολομέλεια Προέδρων και το αστικό δικαστήριο επικαλέστηκε τη μη προσφυγή στον ΟΜΕΔ ή στην ΟΙΕΛΕ, με τον ισχυρισμό ότι η απεργία είναι πολιτική «αφού επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί και υπερβαίνει τα όρια».
Για την κυβέρνηση, το σύστημα και τους μηχανισμούς τους θα εφευρίσκονται τρόποι (ακόμη και παραβιάζοντας τους δικούς τους νόμους) για να χτυπηθούν οι αγώνες των εργαζόμενων. Συνεπώς καμιά επίκληση της νομιμότητας, όπως κάνουν οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, δεν έχει νόημα από την πλευρά των εργαζόμενων, προκειμένου αυτοί να προχωρήσουν στην ανατροπή των αντεργατικών νόμων. Αρκεί η πίστη και η συσπείρωση γύρω από το στόχο, ο οποίος επιτυγχάνεται με το σπάσιμο της αστικής νομιμότητας. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Η τροπή, λοιπόν, που πήραν τα πράγματα με το ξεπούλημα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, έβαλε αέρα στα πανιά της Κεραμέως.
Το υπουργείο Παιδείας, αισθάνεται πλέον ότι μπορεί να μεγεθύνει την πίεση, ώστε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο και να υποχρεώσει τους εκπαιδευτικούς σε πλήρη υποταγή. Γι’ αυτό απορρίπτει ακόμη και τα ενιαία κείμενα, συμμετοχής στις διαδικασίες εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης, που επέλεξε η ΔΟΕ (με τις ψήφους των συνδικαλιστικών παρατάξεων των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ενός μέλους των Παρεμβάσεων και την ουσιαστική αποδοχή του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) και εντείνει το κλίμα τρομοκρατίας.
Με «φασόν» έγγραφο, στις 26/10/2021, που αποστέλλεται σε κάθε σχολείο ξεχωριστά, που επέλεξε να ανεβάσει στις σχετικές πλατφόρμες αξιολόγησης του ΙΕΠ τα «φασόν» κείμενα της ΔΟΕ, όπως τα χαρακτήρισε η προκλητική Κεραμέως, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου, Κόπτσης, τρομοκρατεί τους εκπαιδευτικούς με ανυπόστατα ψεύδη και απαιτεί να πάρουν πίσω τα ενιαία κείμενα και να συμμετέχουν στην αξιολόγηση με «εξατομικευμένες εκθέσεις».
Η απαίτηση αυτή από μόνη της, εκτός του ότι παραβιάζει την ελεύθερη βούληση του συλλόγου διδασκόντων, αποκαλύπτει και έναν εκ των λόγων της αξιολόγησης, την κατηγοριοποίηση εκπαιδευτικών, μαθητών και σχολικών μονάδων.
Ιδού το περιεχόμενο του κατάπτυστου εγγράφου Κόπτση:
«Α. Η ανάρτησή σας στην πλατφόρμα του ΙΕΠ του προδιαμορφωμένου κειμένου αξιολόγησης , το οποίο δεν περιέχει εξατομικευμένα στοιχεία ανά κατηγορία κατά τα προβλεπόμενα στις ισχύουσες διατάξεις και δεν έχει λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της σχολικής μονάδας, δεν πληροί τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θέτει το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, συνεπώς δεν είναι σύννομη και θεωρείται μη γενομένη.
Β. Ως εκ τούτου οφείλετε να αναρτήσετε στην ηλεκτρονική εφαρμογή του ΙΕΠ την εξατομικευμένη έκθεση αξιολόγησης της σχολικής σας μονάδας, σε πλήρη συμμόρφωση με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο (νόμος και υπουργική απόφαση) έως τις 12 Νοεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία θα ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της αξιολόγησης».
Γιούλα Γκεσούλη