Τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες άλλης μιας εκδήλωσης… «κοινωνικής ευαισθησίας» της κυβέρνησης των α(χ)ρίστων και του περιβόητου… αξιακού της κώδικα. Δεν απολύει απλώς τους 1.200 εργάτες της ΛΑΡΚΟ, αλλά κυριολεκτικά κάνει έξωση σε αυτούς και τις οικογένειές τους από τα οικήματα που βρίσκονται στη Λάρυμνα και ανήκουν στην εταιρία!
Είναι τέτοια η ξεδιαντροπιά τους, που δεν έβαλαν καν κάποιον όρο, όπως πρώτα να βρουν δουλειά και κατοικία όσοι διαμένουν στα οικήματα της Λάρυμνας στη Φθιώτιδα και μετά να φύγουν απ’ αυτά. Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι το ξεσπίτωμα δεν αφορά μόνο όσους έμεναν στα οικήματα της ΛΑΡΚΟ τόσα χρόνια, αλλά ακόμα και τους εργαζόμενους που έχουν ιδιόκτητο σπίτι στα γύρω χωριά. Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε ότι βρίσκουν δουλειά σε άλλη πόλη, θα αναγκαστούν να μείνουν στο ενοίκιο, ενώ ταυτόχρονα δε θα μπορούν να νοικιάσουν εύκολα σε άλλους το δικό τους σπίτι, καθώς η περιοχή ούτε τουριστική είναι ούτε ζήτηση για κατοικία υπάρχει σ’ αυτήν. Ολα κινούνταν γύρω από τις δραστηριότητες της ΛΑΡΚΟ συν τον γεωργικό τομέα.
Ο καπιταλιστής που θα πάρει τη μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής σιδηρονικέλιου στην Ευρώπη, «ελεύθερη βαρών», τσάμπα και κλειστή, θα μπορεί να προσλάβει αυτούς που θέλει, ακόμα και αρκετούς από τους ίδιους, καθώς ξέρουν καλά τη δουλειά. Με μια διαφορά όμως: Δεν θα ισχύει τίποτα από τα μισθολογικά του παρελθόντος. Τα νέα αφεντικά θα μπορούν να προχωρήσουν σε ατομικές και εργοστασιακές συμβάσεις με πολύ χαμηλότερους μισθούς, καθώς θα ξεκινούν από το μηδέν, χωρίς να ισχύουν οι όροι των συλλογικών συμβάσεων και των διαιτητικών αποφάσεων, λόγω του κλεισίματος της ΛΑΡΚΟ.
Από τότε που ο Μποδοσάκης παράτησε τη ΛΑΡΚΟ καταχρεωμένη, η εταιρία, αν και κερδοφόρα, παρουσιαζόταν σαν ζημιογόνα, προκειμένου να κερδοσκοπούν οι τράπεζες – κυρίως η Εθνική. Με λίγα λόγια, οι εργάτες δούλευαν σκληρά για να πληρώνονται τα χρέη των Μποδοσάκηδων, που καμία αστική κυβέρνηση δεν τους κυνήγησε ποτέ, ενώ τα χρέη τους «παρκαρίστηκαν» σε άλλες καπιταλιστικές δραστηριότητες, κυρίως στο εξωτερικό.
Πριν από δυο χρόνια, τον Φλεβάρη του 2020, ο σούπερμαν του νεοφιλελευθερισμού Κωστής Χατζηδάκης, ως υπουργός Περιβάλλοντος, πέρασε μαζί με τον Σταϊκούρα το άρθρο 21 του ν. 4664/20 για την εκκαθάριση εν λειτουργία και την πώληση της ΛΑΡΚΟ με διαδικασίες fast track, εκβιάζοντας πως αν δεν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, θα μπει λουκέτο στην επιχείρηση που θα κηρύξει πτώχευση. Προβλέπει η νομοθετική ρύθμιση: «10. Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης τουλάχιστον του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία) εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από το πέρας της διαιτητικής διαδικασίας επίλυσης των διαφορών της παρ. 7 του παρόντος, τότε η ειδική διαχείριση θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης της επιχείρησης».
Την ίδια στιγμή που έκανε αυτόν τον ωμό εκβιασμό, ο Χατζηδάκης παραδεχόταν ότι το νικέλιο, όπως και όλες οι δραστηριότητες στον εξορυκτικό τομέα, έχουν μια προστιθέμενη αξία, γι΄ αυτό δεν συμφέρει η πτώχευση. Τώρα περισσότερο, καθώς αυξάνεται η ζήτηση μπαταριών για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και μπορεί να παραχθεί και κοβάλτιο, το οποίο είναι πιο περιζήτητο στη σημερινή καπιταλιστική παραγωγή, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον των επενδυτών καπιταλιστών να είναι μεγαλύτερο.
Τώρα παραβιάζουν ακόμα και το δικό τους νόμο (πρώτη φορά είναι;), κλείνοντας την εταιρία προτού την πουλήσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παράγραφος 3α του άρθρυ 21 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η θέση της “ΛΑΡΚΟ” σε ειδική διαχείριση δεν αποτελεί λόγο λύσεως της εταιρείας, δεν συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας της και δεν επιφέρει τη λύση των πάσης φύσεως συμβάσεών της, ούτε αποτελεί λόγο λύσεως αυτών».
Ωστόσο, στην ίδια παράγραφο, φαινόταν η προσπάθειά τους να πετσοκόψουν μισθούς και συλλογικές συμβάσεις: «Η θέση της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση συνιστά πάντως σε κάθε περίπτωση, για τον διαχειριστή και μόνο, σπουδαίο λόγο για την καταγγελία οποιασδήποτε συμβάσεως της επιχείρησης. Ειδικά ως προς τις συμβάσεις του προσωπικού της επιχείρησης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005 (Α’ 314). Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να μειώσει το μισθολογικό κόστος κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) μεσοσταθμικά στις διαφορετικές κατηγορίες του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης επιδομάτων εορτών, αδείας, και παραγωγής (πριμ) που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ρήτρα ή όρο, συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας, συμφωνίας ή διαιτητικής απόφασης»!
Τότε ακριβώς εξαπέλυσαν μια βρώμικη προπαγάνδα για τους δήθεν υπερβολικά μεγάλους μισθούς των εργατών στη ΛΑΡΚΟ, χρησιμοποιώντας τη γνωστή αριθμητική των μέσων όρων, βάζοντας τους μισθούς των διευθυντικών στελεχών που διορίζονται από τις κυβερνήσεις δίπλα στους μισθούς των εργατών, ενώ στο ετήσιο «μισθολογικό κόστος» συμπεριελάμβαναν και τις «εργοδοτικές εισφορές», για να φαίνεται μεγαλύτερο.
Η πραγματικότητα όμως, ήταν τελείως διαφορετική. Οι μισθοί ξεκινούσαν από 1.200 ευρώ, και έφταναν τα 2.000 (ανάλογα με την ειδικότητα και την προϋπηρεσία). Αν σκεφτούμε, όμως, ότι πρόκειται για ειδικευμένους εργάτες βαριάς βιομηχανίας και πως το εργοστάσιο και οι φούρνοι της ΛΑΡΚΟ δεν σταματούν καθόλου, με τους εργάτες να δουλεύουν νυχτερινά, Κυριακές και αργίες, μετά από 10 ή και 20 χρόνια δουλειάς κάθε άλλο παρά υψηλόμισθους τους λες. Μάλλον για μεροκάματο του τρόμου θα ‘πρεπε να γίνεται λόγος, καθώς η εντατικοποίηση της δουλειάς, η εγκατάλειψη της συστηματικής συντήρησης και η έλλειψη στοιχειωδών μέσων προστασίας είχαν ως αποτέλεσμα σχεδόν κάθε χρόνο στη ΛΑΡΚΟ να πέφτουν νεκροί ή να σακατεύονται εργάτες, στα λεγόμενα εργατικά «δυστυχήματα» (έτσι τα αποκαλούν ακόμα και οι αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ).
Ο κατάλογος είναι μακρύς. Το 2020 οι νεκροί είχαν φτάσει τους 72. Το πρώτο μαζικό εργατικό «δυστύχημα»-έγκλημα είχε γίνει στη ΛΑΡΚΟ στις 2 Νοέμβρη του 1979 και στοίχισε τη ζωή σε έξι εργάτες, ενώ τραυματίστηκαν δεκάδες. Τον Ιούλη και τον Νοέμβρη του 2019, αντίστοιχα, δύο ακόμη εργάτες, ένας 36χρονος και ένας 55χρονος πατέρας δύο παιδιών, έπεφταν νεκροί από εκρήξεις στη ΛΑΡΚΟ, ενώ τα ακριβή αίτια απλώς… «διερευνούνταν». Υπάρχουν ελλείψεις στη χορήγηση μέσων ατομικών προστασίας, αλλά και όταν δίνονται είναι κακής ποιότητας. Ολόκληρες εγκαταστάσεις και μηχανήματα έπρεπε να επισκευαστούν, δεν λειτουργούσαν οι αυτοματισμοί ασφαλείας, καθώς είχε σαπίσει μεγάλο μέρος τους κ.ά. Και έρχεται τώρα το αστικό κράτος, απευθυνόμενο στους «τυχερούς» εργάτες που έμειναν αρτιμελείς, να τους πει πως πρέπει να τα μαζεύουν, μέχρι να κάνουν τα κουμάντα τους οι νέοι… Μποδοσάκηδες!
Χρόνια ολόκληρα οι αστικές κυβερνήσεις και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία εγκλώβιζαν τον κόσμο στη ΛΑΡΚΟ στη λογική της «βιωσιμότητας», με αποτέλεσμα να μην μπαίνει σε πρώτη μοίρα το δικαίωμα στη δουλειά και οι υπόλοιπες ταξικές διεκδικήσεις, ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τα σκαμπανεβάσματα της τιμής του νικελίου. Τώρα που οι απολύσεις και το ξεσπίτωμα δεν είναι απειλή, αλλά πραγματικότητα, δεν έμεινε άλλος δρόμος από τον ανυποχώρητο ταξικό αγώνα.
Στις 13 Φλεβάρη έχει προγραμματιστεί σύσκεψη συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων και άλλων οργανώσεων στο χώρο του εργοστασίου της ΛΑΡΚΟ, ενώ αναμένεται να πραγματοποιηθούν συλλαλητήρια στην Αθήνα.
ΥΓ. Την περασμένη Δευτέρα, είχε συνάντηση με τα σωματεία της ΛΑΡΚΟ και ο Τσίπρας, ο οποίος μίλησε για «κόκκινη γραμμή απέναντι στο κλείσιμο της εταιρίας και τις απολύσεις». Ας θυμηθούμε, όμως, τι έλεγε ο υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Σταθάκης στις 12 Δεκέμβρη του 2018: «Η λύση που προσπαθούμε να προωθήσουμε, από την πλευρά του υπουργείου, κινείται σε τρεις άξονες. Πρώτον, να προχωρήσουν οι διαδικασίες για την υπογραφή νέας σύμβασης μεταξύ ΔΕΗ και ΛΑΡΚΟ. Δεύτερον, η ΛΑΡΚΟ να προσαρμόσει το επίπεδο παραγωγής σε χαμηλότερα επίπεδα που υπαγορεύουν οι χαμηλές τιμές του νικελίου, να μεταβιβάσει πρόσθετες χρηματοροές της στη ΔΕΗ και να προχωρήσει σε εξορθολογισμό του μισθολογικού κόστους…». Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε τι σημαίνει «εξορθολογισμός του μισθολογικού κόστους». Οι συριζαίοι πρότειναν μειώσεις μισθών, αναπαράγοντας την ίδια πρόστυχη επιχειρηματολογία με τους σημερινούς διαχειριστές του συστήματος.