Να τελειώνουμε καταρχάς με την απάτη των αριθμών. Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι 7,05% και όχι 9,4% όπως ισχυρίζεται ο απατεώνας Μητσοτάκης. Η αύξηση δεν δίνεται για όλο το χρόνο, αλλά από 1ης Απρίλη, δηλαδή για εννιά μήνες. Επομένως, σε ετήσια βάση η μέση αύξηση του κατώτατου μισθού είναι (9 Χ 9,4%)/12=7,05%. Δε θα ξεχάσουμε και την αριθμητική του δημοτικού σχολείου, επειδή αυτό βολεύει την προπαγάνδα του Μητσοτάκη.
Πριν από πολλά χρόνια, όταν γίνονταν συλλογικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές-καπιταλιστικές οργανώσεις, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθών, που συμφωνούνταν κάπου μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του χρόνου, συνοδεύονταν και από αναδρομικά για τους μήνες από την αρχή του χρόνου μέχρι την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Μετά άρχισαν τα κολπάκια με δύο αυξήσεις, την 1/1 και την 1/7, ώστε να χάνεται η ονομαστική αύξηση (άθροιζαν τα δύο ποσοστά, ενώ το ποσοστό της 1/7 έπρεπε να υπολογίζεται στο μισό), με διετείς συμβάσεις που περιλάμβαναν τρεις ή τέσσερις αυξήσεις, πάλι για τον ίδιο λόγο. Για να αποκρύβεται ότι η ονομαστική αύξηση είναι χαμηλότερη από το άθροισμα των επιμέρους ποσοστών.
Επίσης, πριν από πολλά χρόνια γινόταν λόγος για ονομαστική αύξηση και για πραγματική αύξηση μισθών, με την πραγματική αύξηση να υπολογίζεται αφού αφαιρούνταν ο πληθωρισμός. Ο επίσημος πληθωρισμός. Αυτός που είναι τεχνητά υποτιμημένος, χάρη στην κάλπικη Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών και στην κατάστρωση ενός κάλπικου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Εστω και με κάλπικο επίσημο πληθωρισμό, όλος ο κόσμος μπορούσε να διακρίνει πόση ήταν η πραγματική αύξηση στους μισθούς, αν από την ονομαστική αύξηση αφαιρούσε τον πληθωρισμό.
Πόσος ήταν ο επίσημος (κάλπικος) μέσος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή το 2022; Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ήταν 9,6%. Η μέση αύξηση του κατώτατου μισθού το 2022 ήταν 5%. Επομένως, η πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν αρνητική. Ο εργάτης και η εργάτρια που πληρώνονται με τον κατώτατο μισθό έχασαν 4,6% του μισθού τους! Επαναλαμβάνουμε ότι η πραγματική απώλεια εισοδήματος είναι μεγαλύτερη, διότι ο επίσημος πληθωρισμός είναι σκόπιμα υποτιμημένος.
Πόσος θα είναι ο επίσημος (κάλπικος) πληθωρισμός το 2023; Προβλέψεις έχουμε, οι οποίες αλλάζουν συνεχώς και κυμαίνονται από 6,5% μέχρι 4,5%. Τον Γενάρη 2023, πάντως, ο επίσημος (κάλπικος) μέσος ΔΤΚ δωδεκαμήνου «έτρεχε» με 9,7% και τον Φλεβάρη 2023 με 9,6%. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι η ονομαστική μέση αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,05%, δεν καλύπτει ούτε τις απώλειες που είχε ο πραγματικός μισθός το 2022, ούτε τον επίσημο (κάλπικο) πληθωρισμό του 2023.
Βάση υπολογισμού: Γιατί το 2019 και όχι το 2009;
Ο απατεώνας Μητσοτάκης είπε με θράσος ότι «από την 1η Απριλίου, αυτός [ο κατώτατος μισθός] θα φτάσει τα 780 ευρώ από τα 650 ευρώ -θυμίζω- που ήταν το 2019. Κάτι που σημαίνει ότι από τότε έχουν προστεθεί ετησίως σχεδόν τρεις επιπλέον μισθοί στο εισόδημα περίπου 600.000 εργαζομένων».
Αναφέρεται στο 2019, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ, για να ισχυριστεί ξεδιάντροπα ότι η δική του κυβέρνηση υπήρξε… γενναιόδωρη και η εργατική τάξη τής οφείλει θερμές ευχαριστίες (και ψήφο)! Γιατί, όμως, δεν κάνει σύγκριση με το 2009, όταν ο κατώτατος μισθός ήταν 751 ευρώ; Πόση είναι η αύξηση από τα 751 στα 780 ευρώ; Μόλις 3,86%!
Από το 2012, που η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων πετσόκοψε τον κατώτατο μισθό με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, κατεβάζοντάς τον στα 586 ευρώ (ταυτόχρονα, θέσπισε και υποκατώτατο μισθό στα 511 ευρώ για τους εργάτες ηλικίας κάτω των 25 ετών), πέρασαν εφτά χρόνια απροκάλυπτης ληστείας, με βίαιο τρόπο και με μετατροπή της κυβέρνησης σε γκαουλάιτερ των καπιταλιστών εργοδοτών.
Ολοκληρώνοντας το αντεργατικό πραξικόπημα του 2012, ο Βρούτσης (υπουργός Εργασίας τότε) εισηγήθηκε νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των Σαμαροβενιζέλων (Ν. 4172/2013), με το οποίο η ρύθμιση του κατώτατου μισθού έφυγε από το πεδίο των λεγόμενων συλλογικών διαπραγματεύσεων και έγινε αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης.
Ο σχετικός νόμος προβλέπει την εξέλιξη του κατώτατου μισθού με βάση τις ανάγκες των καπιταλιστών: «Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Πρέπει να σημειωθεί ότι εκμεταλλευόμενοι το μνημονιακό καθεστώς, με την ενθάρρυνση των κυβερνήσεων (π.χ. η περιβόητη εγκύκλιος Στρατινάκη), οι καπιταλιστές άρχισαν να πληρώνουν με τον κατώτατο μισθό και εργάτες που έπρεπε να πληρώνονται με βάση τους μισθούς των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ετσι, στον κοινό παρονομαστή του κατώτατου μισθού στριμώχνεται πλέον ένα σημαντικά υψηλότερο -σε σχέση με το παρελθόν- ποσοστό της εργατικής τάξης.
Με περίπου 2,5 εκατομμύρια μισθωτούς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, με πλήρη ή μερική απασχόληση, αν οι 600.000 πληρώνονται με τον κατώτατο μισθό, όπως ισχυρίστηκε ο Μητσοτάκης, έχουμε περίπου το 25% να αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, όταν παλαιότερα αυτό το ποσοστό κυμαινόταν γύρω στο 10%. Πέρυσι μιλούσαν για 700.000 εργαζόμενους με τον κατώτατο μισθό, οπότε το ποσοστό γίνεται μεγαλύτερο. Ακριβή αριθμό δεν γνωρίζουμε, όμως είναι προφανές ότι το ποσοστό των εργατών και εργατριών που στριμώχνονται στο επίπεδο του κατώτατου μισθού έχει υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το παρελθόν. Αντιλαμβάνεστε πόσο έχει αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, μόνο απ’ αυτή την υποβάθμιση του ειδικευμένου σε ανειδίκευτο.
Οι συριζαίοι, που είχαν καταδημαγωγήσει την εργατική τάξη και ιδιαίτερα τη νέα βάρδια της, με τη «δέσμευση» ότι θα επαναφέρουν άμεσα τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, διατήρησαν άθικτο το πραξικοπηματικό αντεργατικό πλαίσιο και στα δυο του σκέλη: και στο ύψος του κατώτατου μισθού και στην απόσπασή του από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Αφού συμπλήρωσαν τετραετία στην εξουσία κρατώντας τον κατώτατο μισθό στα 586 ευρώ (μεικτά) και διατηρώντας τον υποκατώτατο μισθό των 511 ευρώ (μεικτά), προχώρησαν σε αύξησή του στα 650 ευρώ (με παράλληλη κατάργηση του υποκατώτατου), το 2019, υπό τις ευλογίες της τρόικας και των καπιταλιστών. Η Αχτσιόγλου διατήρησε άθικτο το νόμο Βρούτση, ο οποίος έκτοτε φέρει και το δικό της όνομα (ως στίγμα). Ο ορισμός του κατώτατου μισθού δεν έγινε με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και τις καπιταλιστικές-εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, μετά από εισήγηση της τότε υπουργού Εργασίας (Αχτσιόγλου).
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εφαρμόζοντας το ίδιο αντεργατικό καθεστώς, άφησε να περάσει το 2020 χωρίς καμιά αύξηση στον κατώτατο μισθό και αποφάσισε να δώσει αύξηση για το 2021. Η οποία, όμως, δεν δόθηκε μέσα στο 2021, αλλά άρχισε να ισχύει από 1.1.2022! Αρα, δύο χρόνια (2020 και 2021) πήγαν… υπέρ πίστεως και πατρίδος, δηλαδή υπέρ του κεφαλαίου.
Και πόση ήταν η αύξηση από 1.1.2022; Ούτε ένα κουλούρι την ημέρα: 2% ή αλλιώς 13 ευρώ το μήνα! Ο κατώτατος μισθός διαμορφώθηκε στο… δυσθεώρητο ύψος των 663 ευρώ το μήνα, όταν το 2009 (πριν από 13 χρόνια δηλαδή) ήταν 751 ευρώ!
Είναι μια «συνετή αύξηση η οποία στηρίζει όσο γίνεται την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας», δήλωνε τότε ο Χατζηδάκης. Πρόκειται για τη γνωστή παπαρολογία που ακούγεται εδώ και δεκαετίες από όλες τις κυβερνήσεις-οργανέτα των καπιταλιστών. Ομως, μισθοί και κέρδη είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο,τι προστίθεται στους μισθούς αφαιρείται από τα κέρδη και αντίστροφα. Αυτή είναι η μία και μοναδική αλήθεια. Επομένως, μια αύξηση των μισθών που θα τους πλησίαζε στην αξία της εργατικής δύναμης (είναι σταθερά κάτω απ’ αυτή), δε θα οδηγούσε τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις σε κλείσιμο, αλλά απλά θα μείωνε τα κέρδη των καπιταλιστών.
Η «συνετή αύξηση» του 2% στηριζόταν στην πρόβλεψη για ανάπτυξη το 2021 μεταξύ 3,3% και 4,3%. Ελα, όμως, που η ανάπτυξη αναθεωρήθηκε μια φορά και πήγε στο 6,9% και αναθεωρήθηκε δεύτερη φορά και πήγε στο 8%+ (μετά την ύφεση 9% του 2020). Και οι προβλέψεις για το 2022 μιλούσαν για ανάπτυξη πάνω από 5% (ο Μητσοτάκης την ανέβασε στο 8%). Και ταυτόχρονα, η ακρίβεια σάρωνε, με ρυθμό διαρκώς επιταχυνόμενο.
Το κυβερνητικό παραμύθι περί έμμεσης αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων, δεν έπιασε. Το επανέλαβε πολλές φορές ο Χατζηδάκης, λέγοντας με το γνωστό του θράσος ότι με την αύξηση του 2% «αλλά και χάρη στην ευρύτερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (μείωση ασφαλιστικών εισφορών, φορολογικά μέτρα κλπ.), οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα έχουν συνολική ετήσια αύξηση του εισοδήματός τους από 305 έως 533 ευρώ»! Ο εργατόκοσμος στέναζε και με τα γελοία και προκλητικά παραμύθια του Χατζηδάκη (που δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του) δε γέμιζε το καλάθι στο σούπερ μάρκετ.
Επρεπε, λοιπόν, κάτι να κάνουν και για τον κατώτατο μισθό, για να κατασιγάσουν την αγανάκτηση του εργατόκοσμου. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε σε συνέντευξή του στον Χατζηνικολάου τον Γενάρη του 2022, ότι θα υπάρξει και «δεύτερη αύξηση» του κατώτατου μισθού, η οποία θα αρχίσει να ισχύει από την 1η Μάη του 2022. Ψέμα στο ψέμα. Αφού το 2% ήταν για το 2021 και απλά ετεροχρονίστηκε, για ποια δεύτερη αύξηση μιλούσαν οι ψευταράδες;
Η φιλολογία του φιλοκυβερνητικού Τύπου μιλούσε για αύξηση 6%, ώστε ο κατώτατος μισθός να φτάσει τα 703 ευρώ. Πώς είχε προκύψει το 703; Από μια παλιά δήλωση που είχε κάνει ο Πέτσας, όταν ήταν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είχε πει, ότι μέχρι το τέλος της τρέχουσας τριετίας (μέχρι το 2022 δηλαδή), ο κατώτατος μισθός θα φτάσει τα 703 ευρώ μεικτά, από 650 ευρώ που ήταν τότε. Το σενάριο αυτό «κάηκε» από την ίδια τη ζωή, από την ακρίβεια που κάλπαζε και τον κόσμο που στέναζε. Ετσι, αναγκάστηκαν να «τσοντάρουν» ένα δεκάρικο ακόμα, φτάνοντας στα 713 ευρώ.
Η αύξηση, όπως είδαμε, ήταν σε ετήσια βάση 5%, όταν ο επίσημος (υποτιμημένος) πληθωρισμός «έτρεχε» με 8,9%. Δηλαδή, για μια τριετία, για το 2020, το 2021 και το 2022, είχαμε αύξηση 63 ευρώ! Απ’ αυτά, τα 13 δόθηκαν μετά το τέλος της διετίας και τα 50 στα μισά του τρίτου χρόνου!
Το πενηντάρικο, που με καμάρι ανακοίνωνε ο Μητσοτάκης, παριστάνοντας ξεδιάντροπα τον προστάτη των εργατών, ισοδυναμούσε με 1,6 ευρώ την ημέρα. Αν η αύξηση για το 2021 (που δόθηκε το 2022) ισοδυναμούσε με κάτι λιγότερο από ένα κουλούρι την ημέρα, αυτή που δόθηκε το 2022 ισοδυναμούσε με κάτι λιγότερο από έναν καφέ την ημέρα (για σουβλάκι δεν το συζητάμε, είχε ήδη ξεφύγει πάνω από τα 3 ευρώ). Ο κατώτατος μισθός παρέμεινε σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που βρισκόταν πριν από 13 χρόνια, το 2009. Στα 713 ευρώ το 2022 και με τον πληθωρισμό (ακόμη και τον κάλπικο επίσημο πληθωρισμό) να καλπάζει, όταν το 2009 ήταν 751 ευρώ.
Η «ανάπτυξη για όλους» της ΝΔ, ισοδύναμο της «δίκαιης ανάπτυξης» του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξε και πάλι τα δόντια της στην εργατική τάξη. Ακόμα και η πιο αναιμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, που άρχισε να εμφανίζεται μετά από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης, στη διάρκεια της οποίας χάθηκε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας, είχε ως προϋπόθεση το πετσόκομμα του εργατικού μισθού. Αυτό σημαίνει «χώρα φιλική στις επενδύσεις».
Στο ίδιο έργο θεατές
Για το 2023 (από Απρίλη, όχι από την αρχή του έτους), η κυβέρνηση Μητσοτάκη δε θα έδινε στον κατώτατο μισθό ονομαστική αύξηση μεγαλύτερη από το 7,75% που έδωσε στις συντάξεις. Μεσολάβησε, όμως, το έγκλημα στα Τέμπη και το ξέσπασμα της οργής του ελληνικού λαού, ιδιαίτερα της νεολαίας, και καθώς βρισκόμαστε στην τελική φάση της προεκλογικής περιόδου, ο σχεδιασμός άλλαξε.
Ο Χατζηδάκης έλεγε ότι η αύξηση που θα εισηγηθεί «θα έχει μπροστά το 7». Ο Μητσοτάκης άφηνε τον Χατζηδάκη να «εκτίθεται» και εμφανίστηκε σήμερα, σε ένα ακόμη άθλιο τηλεοπτικό σόου, ως… αυτοκράτειρα Σίσυ, για να ανακοινώσει ονομαστική αύξηση 9,40% (όπως είπαμε, η ονομαστική αύξηση είναι 7,05%, ενώ η πραγματική αύξηση είναι αρνητική). Τοποθέτησε γύρω του σαν γλάστρες τον Χατζηδάκη, τον Σκέρτσο, τον Μπρατάκο, τη Στρατινάκη, τον Πατέλη και δύο του Γραφείου Προπαγάνδας του Μαξίμου (Τσιόδρα και Κάπη) και έκανε ο ίδιος την ανακοίνωση, ως αυτοκρατορίσκος. Ο νόμος λέει πως την απόφαση παίρνει το υπουργικό συμβούλιο, όμως ο Κούλης είχε ανάγκη από μια αυτοκρατορική μεταμφίεση: πήρε ο ίδιος την απόφαση και οι υπουργοί θα την υπογράψουν διά περιφοράς. Είναι κι αυτή μια λεπτομέρεια που δείχνει πόσο στριμωγμένος είναι.
Εκτός από… γενναιόδωρος, ο Κούλης εμφανίστηκε και σαν… συμπάσχων με τους εργάτες: «Δεν έχω αυταπάτες. Ξέρω, ξέρουμε ότι στη χώρα μας οι αμοιβές είναι ακόμα χαμηλές, ενώ πιέζονται ακόμα περισσότερο από τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Είναι κάτι το οποίο το ακούω συνέχεια, ειδικά από νέες και νέους οι οποίοι δύσκολα τα βγάζουν πέρα. Η νέα αυτή αύξηση, προφανώς και δεν λύνει το πρόβλημα. Σίγουρα, όμως, προσφέρει μία πολύ σημαντική ανακούφιση και κυρίως δηλώνει την πρόθεσή μας να αναβαθμίσουμε τους μισθούς, τόσο στον Δημόσιο όσο και στον Ιδιωτικό τομέα»!
«Θέλω να τονίσω ότι το τελικό ποσό το οποίο έχει συμφωνηθεί, βρίσκεται στο ανώτατο όριο των δυνατοτήτων μας. Είναι, ωστόσο, μέσα στις αντοχές των επιχειρήσεων που -θέλω να θυμίσω- τόσο πολύ στηρίχθηκαν από την ελληνική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας», συνέχισε ο αυτοκρατορίσκος, με διπλή απεύθυνση. Από τη μια προς τους εργάτες, ως στοργικός… πατέρας του έθνους, που… εξάντλησε τα περιθώρια, και από την άλλη στους καπιταλιστές. Οχι τόσο για να μην αρχίσουν τίποτα γκρίνιες όσο για να τους υπενθυμίσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε κατώτατο μισθό 850 ευρώ και η ΓΣΕΕ 824 ευρώ, ενώ αυτός, παρά την ασφυκτική προεκλογική πίεση, ιδιαίτερα μετά το έγκλημα στα Τέμπη, έμεινε στα 780.
Αλήθεια, μπορεί μια τετραμελής οικογένεια, που εργάζονται και οι δυο γονείς, να ζήσει με 1.100 ευρώ το μήνα καθαρά; Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα διάφοροι αστοί δημοσιολόγοι μιλούσαν με δέος για τη «γενιά των 800 ευρώ». Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας, η «γενιά των 550 ευρώ» καλείται να αναπέμψει ευχαριστήριους ύμνους στον Μητσοτάκη! Μαζί της και η «γενιά των 390 ευρώ», οι εργάτες της μερικής απασχόλησης. Με τον επίσημο (κάλπικο) πληθωρισμό να καλπάζει. Με τον πραγματικό πληθωρισμό σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα, και στα ενοίκια να έχει αφηνιάσει.
Τις απαντήσεις δεν πρόκειται να τις δώσει η ποικιλόχρωμη αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή μια χαρά έχει βολευτεί: λίγη γκρίνια, καμιά 24ωρη απεργία που και που και τέλος. Τις απαντήσεις καλείται να τις δώσει η ίδια η εργατική τάξη, ανασυγκροτώντας σε ταξική βάση το συνδικαλιστικό της κίνημα, παύοντας να ακολουθεί τις σημαίες του εχθρού, σηκώνοντας και πάλι τις δικές της κατακόκκινες σημαίες. Αυτή είναι η αλήθεια και πρέπει να την κοιτάξουμε κατάματα. Αλλιώς… πάμε εκλογές…