Η πρώτη προεκλογική εβδομάδα κύλησε με την αντιπαράθεση των κομμάτων επί διακυβευμάτων… ζωής και θανάτου για τον ελληνικό λαό.
Το σημαντικότερο απ’ αυτά τα διακυβεύματα είναι αν οι εκλογές θα γίνουν στις 20 ή στις 27 Σεπτέμβρη. Γι’ αυτή τη μια βδομάδα σφάζονται στα ραδιοκάναλα και από τις στήλες των εφημερίδων τα στελέχη των αστικών κομμάτων. Ο Μεϊμαράκης και ο Λαφαζάνης, επικαλούμενοι τη θεσμική τάξη και τη θρησκευτική προσήλωσή τους στις συνταγματικές διαδικασίες, πήραν τη διερευνητική εντολή και την ξεφτίλισαν… συνταγματικότατα, μετατρέποντάς την σε εργαλείο τηλεοπτικής προβολής. Και χωρίς να είναι σίγουροι ότι θα κερδίσουν αυτή τη βδομάδα, αφού ο πρόεδρος Πάκης διαρρέει πως μάλλον θα «προκάνουμε» για τις 20 Σεπτέμβρη, όπως θέλει ο πρωθυπουργός, στον οποίο έχει και μια υποχρέωση βρ’ αδερφέ, διότι τον πήρε από τα αζήτητα και τον έκανε πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Δεύτερο σε σημαντικότητα διακύβευμα είναι αν η Βουλή πρέπει να μείνει ανοιχτή (μέχρι την τυπική διάλυσή της, αύριο-μεθαύριο, όταν θα προκηρυχτούν οι εκλογές) ή αν πρέπει να μείνει κλειστή, εν υπνώσει. Η πρόεδρος της Βουλής Ζωή, που κατηγορεί τον πρωθυπουργό Αλέξη και τον πρόεδρο Πάκη ότι έκαναν σουρωτήρι το σύνταγμα, κατάφερε να ξεφτιλίσει και το αστικό κοινοβούλιο και το δικό της αξίωμα, πρωταγωνιστώντας σε ένα γκροτέσκο one woman show, με κομπάρσους λιγοστούς βουλευτές της νεότευκτης ομάδας Λαφαζάνη, που κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία και τη συντροφεύουν στο καθημερινό της σόου, διότι τη θέλουν στους συνδυασμούς της Λαϊκής Ενότητας.
Ο Τσίπρας, βέβαια, «δεν δικαιούται για να ομιλεί». Δική του ήταν η «λάθος επιλογή», απότοκο της λογικής της παιδικής χαράς με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία. Γι’ αυτό και μετά τη γκάφα της κυβερνητικής εκπροσώπου, που μίλησε για «απελθούσα πρόεδρο της Βουλής», η εντολή από το Μαξίμου ήταν να αγνοούν την Κωνσταντοπούλου και να μην απαντούν στις προκλήσεις της, γιατί αυτό επιδιώκει. Η Γεροβασίλη δεν επέδειξε μόνον άγνοια πάνω σε στοιχειώδεις πολιτειακές λειτουργίες (ο πρόεδρος της Βουλής δεν απέρχεται, όπως ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί, αλλά παραμένει στο πόστο του, μέχρι να παραδώσει στον πρόεδρο που θα εκλέξει η επόμενη Βουλή), αλλά και άγνοια των ρηματικών χρόνων της ελληνικής γλώσσας (άλλο απελθούσα, άλλο απερχόμενη, κυρία Ολγα).
Μέσα στο καθημερινό παραλήρημά της, η απερχόμενη πρόεδρος της Βουλής λέει και αλήθειες (άλλο αν με τη συμπεριφορά της θυμίζει τη γελάδα που κλωτσάει την καρδάρα με το γάλα). Γιατί δε δίνονται στη δημοσιότητα τα πρακτικά της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 6 Ιούλη; Ο Τσίπρας είπε πως η εντολή που πήρε στις 25 Γενάρη εξαντλήθηκε, η τυπική έναρξη της εξάντλησης αυτής της εντολής έγινε σ’ εκείνη τη σύσκεψη στο προεδρικό μέγαρο, την επαύριο του δημοψηφίσματος, γι’ αυτό και οι ψηφοφόροι δικαιούνται να γνωρίζουν τι ακριβώς διαμείφθηκε γύρω από το οβάλ τραπέζι της προεδρίας. Μόνο στον Τσίπρα δεν συμφέρει αυτό και δικό του αίτημα ικανοποιεί ο Παυλόπουλος. Ας τα βλέπει αυτά ο Περισσός, που είχε συμφωνήσει τότε στην τήρηση εχεμύθειας.
Το τελευταίο διακύβευμα είναι αν ο πρόεδρος Πάκης θα πρέπει να καλέσει τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, για να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης απ’ όλα τα κόμματα ή από την πλειοψηφία τους, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, ή αν θα αρκεστεί σε τηλεφωνικές επικοινωνίες και θα «διαπιστώσει» ότι η σύσκεψη παρέλκει, καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα συγκρότησης κυβέρνησης, αφού ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ την αρνούνται. Προσανατολίζεται να κάνει το δεύτερο, πάλι κάνοντας το χατίρι στον Τσίπρα. Γιατί ο Τσίπρας είναι που δε θέλει να γίνει αυτή η σύσκεψη, καθώς θα υπάρξουν πρακτικά και σ’ αυτά θα καταγραφούν οι επιθέσεις όλων των άλλων πολιτικών αρχηγών για την εσπευσμένη προκήρυξη εκλογών, χωρίς προηγουμένως να διερευνηθεί η δυνατότητα του σχηματισμού μιας άλλης κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή, δεδομένου ότι από τον Ιούλη έχει διαμορφωθεί μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ΣΥΡΙΖΑ πλην Λαφαζανικών, ΝΔ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ, ΠΑΣΟΚ), η οποία ψηφίζει σταθερά όλο το μνημονιακό πλαίσιο.
Ο Τσίπρας δε θέλει να γίνει συζήτηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, γιατί πειστικά επιχειρήματα δεν έχει. Μια τέτοια συζήτηση θα του χάλαγε όλο το προεκλογικό «στήσιμο», που θέλει να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη μόνη αξιόπιστη πολιτική δύναμη, η οποία θα εφαρμόσει το Μνημόνιο-3, πασχίζοντας παράλληλα να προωθήσει ένα άλλο πολιτικό πρόγραμμα που θα ακυρώνει τις χειρότερες πλευρές του.
Μόλις προκηρυχτούν οι εκλογές (κατά πάσα πιθανότητα για τις 20 Σεπτέμβρη), θα τελειώσει ο σαματάς πάνω σ’ αυτά τα γελοία διακυβεύματα και θα πρέπει μέσα σε τρεις το πολύ βδομάδες οι παραζαλισμένοι ψηφοφόροι ν’ αποφασίσουν ποιο κόμμα θα επιλέξουν. Τα «στρατόπεδα» έχουν αλλάξει, όμως. Το «μνημονιακό» στρατόπεδο διαθέτει πλέον και την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, με τον Τσίπρα να έχει την απροκάλυπτη υποστήριξη των ιμπεριαλιστών δανειστών (δείτε και ). Και το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο διαθέτει τη ΛΕ των Λαφαζανικών, που από «παιδική χαρά της δραχμής» προσπαθούν να εμφανιστούν ως «ο γνήσιος ΣΥΡΙΖΑ» (δείτε ).
Το μιντιακό σύστημα θα προσπαθήσει να υποβαθμίσει την αντίθεση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», που καθόρισε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ 2012 και 2015. Θα προσπαθήσει να αναδείξει σε κυρίαρχο διακύβευμα το «ποιος είναι ο καλύτερος για να εφαρμόσει το νέο Μνημόνιο;». Και πάνω σ’ αυτό το ψευτο-διακύβευμα, το οποίο θα ενισχύεται από την προγραμματική αφασία, την ανούσια απεραντολογία και την αφόρητη μπουρδολογία των Λαφαζανικών, θα καταβληθεί προσπάθεια να διαμορφωθεί ήδη από την προεκλογική περίοδο ένα σκηνικό «οικουμενικής» κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, δεν το θέλει αυτό, γι’ αυτό και θα επιμένει στο σλόγκαν της αυτοδυναμίας, το μόνο που μπορεί να ανεβάσει τη συσπείρωσή του, να μειώσει τις διαρροές του προς τ’ αριστερά και να διευρύνει την επιρροή του προς το συντηρητικό κέντρο. Θα πρέπει, βέβαια, να συμμαζέψουν και το «μαγαζί», που δείχνει ετοιμόρροπο ακόμη και μετά την αποχώρηση των Λαφαζανικών. Μόλις όμως φτιάξουν τα ψηφοδέλτια, βολέψουν τον ένα και τον άλλο και ανταποκριθούν στα καπρίτσια διάφορων (ακόμη και ο Τσακαλώτος θέτει όρους, διότι δε θέλει να ξανακαθήσει στην ηλεκτρική καρέκλα του υπουργού Οικονομικών – «γιατί ο Σκουρλέτης και όχι εγώ;» είναι η απλή σκέψη του), θα έρθει η «ανάγκη» της εκλογικής μάχης να τους συσπειρώσει αναγκαστικά. Αλλιώς, θα κινδυνέψουν να δουν την πλάτη του Βαγγέλα.
Η ΝΔ, με τη βοήθεια και του ΣΥΡΙΖΑ, θέλει την επιστροφή στον παλιό δικομματισμό. Θα φλερτάρει, βέβαια, με την ιδέα της «οικουμενικής», αλλά την ίδια στιγμή θα «κοπανάει» τον ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά τον Τσίπρα (το «δυνατό χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ), με στόχο να αυξήσει το ποσοστό της σε σχέση με αυτό του περασμένου Γενάρη. Αυτό είναι και το προσωπικό στοίχημα του Βαγγέλα και όχι η πρωτιά.
Το Ποτάμι θα λέει τα δικά του, αλλά η δυναμική του μοιάζει να εξαντλείται. Δεν κυβέρνησε μεν, όμως εμφανίστηκε ως το μνημονιακότερο όλων των αστικών κομμάτων, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τη μνημειώδη δήλωση «φέρτε όποιο Μνημόνιο θέλετε κι εμείς θα το ψηφίσουμε». Οπότε τι μένει; Μήπως η σύγκριση Θεοδωράκη-Τσίπρα; Σ’ αυτό το επίπεδο ο «επικεφαλής» του Ποταμιού είναι χαμένος από χέρι.
Το ΠΑΣΟΚ θα δώσει μάχη επιβίωσης. ‘Η θα μπει στη Βουλή ή θα μείνει απέξω και θα διαλυθεί. Για να μπει στη Βουλή, θα πρέπει να μαζέψει ό,τι κινείται αδέσποτο στο χώρο της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας. Από το ΚΙΔΗΣΟ του Γιωργάκη μέχρι τα ορφανά του κυρ-Φώτη, που περιφέρουν στα ΜΜΕ τη σφραγίδα της ΔΗΜΑΡ. Και βέβαια, το ΠΑΣΟΚ θα παίξει πολύ με το ζήτημα της «οικουμενικότητας», για να δείξει ότι η ψήφος στο όποιο εκλογικό μόρφωμα διαμορφώσει αξίζει τον κόπο.
Ο Περισσός, που περίμενε τη μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει καλύτερο ταμείο στις κάλπες, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τους Λαφαζανικούς. Ο,τι και να λέει η ηγετική του ομάδα, ο κύριος εχθρός του Περισσού είναι η ΛΕ και σ’ αυτή θα στρέψει τα βέλη του. Αλλιώς, κινδυνεύει να δει ακόμη και εκλογική μείωση, καθώς ο Λαφαζάνης και η παρέα του θα παίζουν δημαγωγικά το παιχνίδι της «ενότητας των πραγματικά αριστερών δυνάμεων».
Οσο για τους «κυριλέ» πλέον νεοναζί, αυτοί έχουν στοχοποιήσει τον Καμμένο (εξ ου και τα αυγά στην Κω), τον πιο συγγενή ιδεολογικό τους χώρο, από τον οποίο φιλοδοξούν να τσιμπήσουν κάνα ψηφαλάκι.
Και μετά τις εκλογές; Μετά τις εκλογές έρχεται το Μνημόνιο-3, με την εμπροσθοβαρή σχεδίαση και τη νομοθέτηση των πιο σκληρών μέτρων (Ασφαλιστικό, Εργασιακό, Αγροτικό κ.ά.) μέχρι τα τέλη του 2015! Μετά τις εκλογές έρχεται αυτό που… δε θ’ απασχολήσει τις εκλογές. Ρίξτε μια ματιά για να δείτε τι μας περιμένει.
Ο ελληνικός λαός καλείται στις κάλπες για να επιλέξει (ανούσια κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, σε ρόλο ντεκόρ του συστήματος).
Θα κλείσουμε μ’ ένα απόσπασμα από το τετρασέλιδο με το οποίο η «Κόντρα» διεξήγαγε μια πολιτική καμπάνια στους χώρους δουλειάς τον περασμένο Ιούλη (ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε ). Αν και γράφτηκε στις 14 Ιούλη, το κείμενο γίνεται σήμερα, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, περισσότερο επίκαιρο.
Αυτό είναι υπόθεση του μέλλοντος, απαντούν πολλοί (άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι κουτοπόνηρα). Τώρα τι κάνουμε; συμπληρώνουν. Κανένα μέλλον, όμως, δεν πρόκειται να γίνει πράξη, αν δεν το οραματιστείς, δεν το σχεδιάσεις και δεν αγωνιστείς γι’ αυτό. Οι ανάγκες του παρόντος δεν πρέπει να μας μετατρέπουν σε πολιτικά απαθείς, που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε μεσσίες, για να τις δουν να διαψεύδονται όταν οι μεσσίες αναρριχηθούν στην κυβερνητική εξουσία.
Η πείρα της τελευταίας πενταετίας δείχνει πεντακάθαρα πού οδηγούν οι «ρεαλιστικές λύσεις», που αρχίζουν και τελειώνουν στο έδαφος του καπιταλισμού. Πέντε διαδοχικές κυβερνήσεις και συγκυβερνήσεις (Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη, Σαμαρά-Βενιζέλου, Τσίπρα-Καμμένου) δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να διαχειριστούν τη μνημονιακή πολιτική, την οποία απαιτούν και επιβάλλουν όχι μόνο οι ιμπεριαλιστές δανειστές, αλλά και η ελληνική κεφαλαιοκρατία. Ολες αυτές υπήρξαν κυβερνήσεις που αναδείχτηκαν με την ψήφο του ελληνικού λαού.
Να που οδηγεί ο «ρεαλισμός» και η θεωρία πως «η ψήφος έχει αξία». Αποδείχτηκε στις εκλογές του 2009, του 2012, του 2015, αποδείχτηκε και στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Γιατί ψήφος σημαίνει ανάθεση. Η ψήφος υποβιβάζει τον πολίτη της αστικής κοινωνίας σε υπήκοο της δυναστείας του κεφαλαίου.
Αυτό το καθήκον όχι μόνο δεν ξεστρατίζει από την οργάνωση των άμεσων διεκδικητικών αγώνων, αλλά αντίθετα τους εφοδιάζει με γνώση, με όραμα, με οργάνωση.
. Οχι με αγώνες που θα μετατρέπονται σε καύσιμο για να ενισχύσουν κάποια αστικά κόμματα -παλιά και νέα- τη θέση τους στο κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά με αγώνες που θα βάζουν σα στόχο τους τη νίκη. Ακόμη και όταν αφορούν «μικρά», καθημερινά προβλήματα της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της. Ακόμη και όταν δεν καταφέρνουν να νικήσουν, οι πραγματικοί ταξικοί αγώνες αφήνουν πίσω τους παρακαταθήκες, εφοδιάζουν τους αγωνιζόμενους με την πείρα που είναι απαραίτητη για να επανέλθουν με περισσότερη γνώση, με καλύτερη οργάνωση, με αυξημένο δυναμισμό.
Αντίθετα, όλοι αυτοί που επαναλαμβάνουν πονηρά το «και τώρα τι κάνουμε;» έχουν στο μυαλό τους μόνο τον κοινοβουλευτικό αγώνα. Φαλκιδεύουν τους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες χρησιμοποιώντας τους ως δεξαμενή άντλησης ψήφων. Τους υποτάσσουν στην αστική νομιμότητα. Σπέρνουν μόνιμα την ηττοπάθεια, καλλιεργούν τη σύγχυση και τη διάλυση. Οδηγούν μεθοδευμένα στην ήττα. Στους αγώνες που θα έρθουν, το δίλημμα θα τεθεί και πάλι: μάχες οπισθοφυλακών με σίγουρη την τελική ήττα ή αγώνες πραγματικά ταξικοί, έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας, με προοπτική έστω και μικρές νίκες;