«Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας “τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι’ αυτό, η έρευνά μας αρχίζει από την ανάλυση του εμπορεύματος».
Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, «Εμπόρευμα και Χρήμα», πρώτη σελίδα του Πρώτου Βιβλίου του Κεφαλαίου.
Τα δυτικά παπαγαλάκια και όσοι παρασύρονται από αυτά παρουσιάζουν τη Ρωσία σαν μια χώρα «παρία», μια αχανή χώρα με απόλυτα οικονομικά μεγέθη αντίστοιχα της Ιταλίας ή της Ισπανίας, αποτιμώντας το ΑΕΠ της σε δολάρια, σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού. Η πραγματικότητα, όσον αφορά το μέγεθος και το εύρος της παραγωγής των εμπορευμάτων της ρωσικής βιομηχανίας, συγκριτικά με το εύρος και το μέγεθος της παραγωγής των εμπορευμάτων των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών, είναι πολύ διαφορετική. Η συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχύ που διατηρεί το «πετροδολάριο» στις διεθνείς συναλλαγές.
Από τη δεκαετία του 70 το πετρέλαιο αγοράζεται και πουλιέται στο νόμισμα των ΗΠΑ, κατόπιν ιστορικής συμφωνίας της δυναστείας της Σαουδικής Αραβίας με την αμερικανική κυβέρνηση. Η Σαουδική Αραβία κυριαρχούσε στην παραγωγή και εξαγωγή πετρελαίου μέχρι την επίθεση των ρωσικών μονοπωλίων τη δεκαετία του 2000, που άρχισαν να υπονομεύουν τη στρατηγική των ΗΠΑ να ελέγχουν τη ροή του πετρελαίου προς την ενεργοβόρα Ευρώπη και Ανατολική Ασία. Τα ρωσικά μονοπώλια υπερκέρασαν τη Σαουδική Αραβία στην τροφοδοσία της Ευρώπης. Η αμερικανική κυβέρνηση καταβάλλει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο σε στρατιωτικές δαπάνες, στρατιωτικές βάσεις, αεροπλανοφόρα και κατέβαλε αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια δυο δεκαετίες τώρα σε αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις (Ιράκ, Αφγανιστάν), προκειμένου να διατηρήσει την ισχύ του πετροδολαρίου.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός εξασφαλίζει τεράστια ποσότητα κερδών από τις εξαγωγές κεφαλαίου που αθροιστικά -όχι ετήσια- αποτιμημένες ως απόθεμα των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) είναι οι μεγαλύτερες στον πλανήτη. Σύμφωνα με την πιο ολοκληρωμένη ανάλυση διεθνώς για το απόθεμα ΑΞΕ όλων των χωρών, που αποτυπώνει η περιοδική μελέτη της Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), το 2020 το απόθεμα ΑΞΕ των ΗΠΑ ανερχόταν σε 8,128 τρισεκατομμύρια δολάρια, όταν το αμερικανικό ΑΕΠ ήταν 20,94 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η Κίνα έπεται με απόθεμα ΑΞΕ 2,351 δισεκατομμύρια δολάρια. Με μια μάλλον μετριοπαθή προσέγγιση ετήσιας απόδοσης 5%, τα ετήσια εισοδήματα από το απόθεμα ΑΞΕ φτάνουν τα 406 δισεκατομμύρια δολάρια για τις ΗΠΑ και 117,5 δισεκατομμύρια δολάρια για την Κίνα. Αντιθέτως, οι εξαγωγές εμπορευμάτων των ΗΠΑ ανέρχονταν σε 2,123 τρισεκατομμύρια δολάρια, κατατάσσοντάς τες δεύτερες μετά την Κίνα (2,723 τρισεκατομμύρια). Τέλος, το άθροισμα των κερδών των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ ανερχόταν σε 2,243 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η χρηματιστική ολιγαρχία των ΗΠΑ λυμαίνεται τον πλανήτη με μια τεράστια ποσότητα πιστωτικού κεφαλαίου που έχει συσσωρεύσει εδώ και δεκαετίες, διογκώνοντας τον παρασιτισμό εντός των ΗΠΑ. Η αποβιομηχάνιση των ΗΠΑ συνεχώς επεκτείνεται και ένας από τους λόγους είναι και το ισχυρό δολάριο που αυξάνει το κόστος των εξαγωγών βιομηχανικών εμπορευμάτων.
Αυτή η στρατιωτική και κεφαλαιακή ισχύς των ΗΠΑ αναγκάζει τις βιομηχανικά αναπτυγμένες και ταχύτατα αναπτυσσόμενες βιομηχανικά χώρες να αποθεματοποιούν τα κέρδη τους σε ομόλογα αμερικανικού δημοσίου, «δανείζοντας» αναγκαστικά τις ΗΠΑ, ισχυροποιώντας συνεχώς το δολάριο, καλύπτοντας το κρατικό χρέος των ΗΠΑ και το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, που έχουν εκτιναχθεί.
Το βασικό συνάλλαγμα της Ρωσίας προκύπτει από την παραγωγή και εξαγωγή πετρελαίου που κάνουν τα πέντε ισχυρότερα ρωσικά μονοπώλια του ενεργειακού κλάδου: η Rosneft (με ενεργητικό 207,5 δισεκατομμύρια δολάρια), η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 6% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, η Surgutneftegas (με ενεργητικό 79,4 δισεκατομμύρια δολάρια), η Gazprom (με ενεργητικό 294,9 δισεκατομμύρια δολάρια), η Lukoil (με ενεργητικό 81,5 δισεκατομμύρια δολάρια) και η Transneft (με ενεργητικό 44,1 δισεκατομμύρια δολάρια). Αθροιστικά το ενεργητικό των πέντε αυτών μονοπωλίων ανέρχεται σε 706,9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στις κορυφαίες εξαγωγές της Ρωσίας συγκαταλέγονται το αργό πετρέλαιο (123 δισ. δολάρια), το διυλισμένο πετρέλαιο (66,2 δισ. δολάρια) και ακολουθούν το αέριο πετρελαίου (26,3 δισ. δολάρια), τα στερεά καύσιμα, κυρίως άνθρακας (17,6 δισ. δολάρια) και το σιτάρι (8,14 δισ. δολάρια). Το 60% περίπου του εξαγόμενου ρωσικού πετρελαίου κατευθύνεται στην Ευρώπη, το 35% στην Ασία. Η Ρωσία είναι η πρώτη χώρα σε εξαγωγή πετρελαίου στην Ευρώπη, έχοντας προ πολλού υπερκεράσει τη Σαουδική Αραβία.
Τα συμβόλαια που κλείνουν τα ρωσικά μονοπώλια στους ξένους πελάτες τους πληρώνονται ως τώρα σε δολάρια και όχι σε ρούβλια, επειδή οι ΗΠΑ αναγκάζουν διεθνώς τις χώρες να αγοράζουν πετρέλαιο σε δολάρια. Οι πληρωμές σε δολάριο για τις εξαγωγές που κάνει η Ρωσία αντισταθμίζουν το πλεόνασμα των εισαγωγών των ΗΠΑ από τη Ρωσία στην τελική έκβαση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίου-ρουβλιού. Οι εισαγωγές των ΗΠΑ από Ρωσία δεν είναι αμελητέες. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε διόγκωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίου-ρουβλιού προς όφελος των ΗΠΑ, παρότι στο ισοζύγιο πληρωμών ανάμεσα στις δυο χώρες, το όφελος είναι υπέρ της Ρωσίας τα τελευταία χρόνια.
Διαβάζουμε στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου [Κεφ. 35: Ευγενές μέταλλο και τιμή του συναλλάγματος, Ενότητα ΙΙ: Η τιμή του συναλλάγματος, σελ. 719, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή]: «Αν η Αγγλία έχει να κάνει μεγαλύτερες πληρωμές στη Γερμανία, απ’ ό,τι η Γερμανία στην Αγγλία, τότε στο Λονδίνο ανεβαίνει η τιμή του μάρκου, εκφρασμένη σε στερλίνες, στο δε Αμβούργο και στο Βερολίνο πέφτει η τιμή της στερλίνας, εκφρασμένη σε μάρκα».
Είναι ενδεικτικό ότι από τα οικονομικά στοιχεία που παραθέτουν οι ίδιες οι ΗΠΑ για το 2019, η Ρωσία έχει θετικό εμπορικό ισοζύγιο έναντι των ΗΠΑ και παρότι οι εξαγωγές κεφαλαίου των ΗΠΑ στη Ρωσία υπερτερούν έναντι των ρωσικών στις ΗΠΑ, από τα νούμερα φαίνεται ότι σε απόλυτο μέγεθος οι συνολικές πληρωμές (από εξαγωγή εμπορευμάτων-υπηρεσιών, εισοδήματα από άμεσες ξένες επενδύσεις και πωλήσεις εμπορευμάτων θυγατρικών εταιριών κάθε χώρας στο έδαφος της άλλης) συνεχίζουν να εμφανίζουν τη Ρωσία με ελαφρύ προβάδισμα σε θετικό ισοζύγιο έναντι των ΗΠΑ, αυξανόμενο μάλιστα προς όφελος της Ρωσίας. Και όλα αυτά συμβαίνουν πέντε χρόνια μετά το 2014, όταν εφαρμόστηκαν πρώτη φορά οι κυρώσεις (στο Παράρτημα Ι έχουμε τους αναλυτικούς υπολογισμούς). Αν δεν υπήρχε η ισχύς του «πετροδολάριου», η συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού θα έπρεπε να είναι πολύ πιο σταθερή και οι διακυμάνσεις προς όφελος της Ρωσίας.
Αρκεί λοιπόν να τσεκάρουμε τη συσχέτιση της τιμής του πετρελαίου με τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ρουβλιού-δολαρίου για να επιβεβαιώσουμε την ισχύ του «πετροδολαρίου».
Το ΑΕΠ της Ρωσίας, λοιπόν, αποτιμημένο στη συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο, κρύβει τα πραγματικά μεγέθη της ανάπτυξης της οικονομίας της Ρωσίας. Αντιθέτως, αποτιμημένο σε ρούβλια (σε τιμές του 2020), δείχνει την πραγματική εικόνα. Λόγω του ενεργειακού πολέμου με τη Σαουδική Αραβία τον Νοέμβρη του 2014 (αναλυτικά έχουμε γράψει εδώ) και των κυρώσεων μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, το ΑΕΠ της Ρωσίας αναπτύχθηκε αναιμικά από το 2014 έως το 2016, δεν μειώθηκε όμως μέχρι το 2020, μια μείωση που συνέβη σε όλες τις χώρες του πλανήτη λόγω της πανδημίας.
Αντιθέτως, αν εξετάσουμε το ΑΕΠ της Ρωσίας αποτιμημένο σε δολάρια, τότε το ΑΕΠ έφτασε το 2013 τα 2,202 τρισεκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας το ιταλικό ΑΕΠ (2,141 τρισεκατομμύρια) και ξεφούσκωσε στα 1,277 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2017, χάνοντας κάτι λιγότερο από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια! Δεν έφτασε μάλιστα ποτέ στο ύψος του 2013 ή του 2014!
Να σημειώσουμε ότι το 2013 το ΑΕΠ της Ρωσίας, αποτιμημένο σε συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου, ήταν στην όγδοη θέση στην παγκόσμια κατάταξη.
Προκειμένου να αντισταθμίσει την ισχύ του «πετροδολαρίου», το ρωσικό κράτος αναγκάζεται να διατηρεί τεράστια συναλλαγματικά διαθέσιμα, ύψους 623 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που σε αντίθετη περίπτωση, σημαντικό τμήμα τους θα διοχετευόταν σε επενδύσεις στην παραγωγή, παρεμβαίνοντας κατάλληλα στην εσωτερική και διεθνή αγορά προκειμένου να σταθεροποιήσει το ρούβλι, στις περιπτώσεις αποσταθεροποίησης, συνήθως όταν μειώνονται τα κέρδη των πωλήσεων πετρελαίου, πράγμα που συνέβη εκτεταμένα μετά το 2014 λόγω του ενεργειακού πολέμου με τη Σαουδική Αραβία και των κυρώσεων για την προσάρτηση της Κριμαίας.
Επιπρόσθετα, το εθνικό χρέος είναι πολύ μικρό ποσοστό του ΑΕΠ (περίπου 19,28% του ΑΕΠ το 2020), σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (π.χ. στις ΗΠΑ 134% του ΑΕΠ το 2020), αποκαλύπτοντας τα περιθώρια που δεν έχει εξαντλήσει ακόμη ο ρωσικός μονοπωλιακός καπιταλισμός για την ταχεία ανάπτυξή του.
Οι κραυγαλέες αυτές αντιφάσεις έχουν επισημανθεί ήδη από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς που έχουν αρχίσει πλέον να αποτιμούν το ΑΕΠ των βασικών οικονομιών του πλανήτη σε μια νέα ισοτιμία με το δολάριο, μια ισοτιμία που αντανακλά την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος εντός κάθε αγοράς. Ο υπολογισμός αυτής της ισοτιμίας, η λεγόμενη Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Parity) προκύπτει από τη μέτρηση της σχετικής ανταλλακτικής αξίας κάθε νομίσματος συγκριτικά με χιλιάδες εμπορεύματα στην εσωτερική αγορά κάθε χώρας.
Οταν, λοιπόν, το ΑΕΠ της Ρωσίας αποτιμάται με την Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης, προκύπτει ότι βρίσκεται στην έκτη θέση διεθνώς, με την πέμπτη θέση να καταλαμβάνεται από τη Γερμανία και την πρώτη από την Κίνα. Η εικόνα αυτή είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματική οικονομία της Ρωσίας, στην πραγματική παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών και βέβαια πολύ πιο κοντά στην κεφαλαιακή της ισχύ και την ιμπεριαλιστική της θέση στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Αντιθέτως, το ΑΕΠ της Ρωσίας αποτιμημένο στη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού βρίσκεται κάτω από αυτό της Ιταλίας, στην ενδέκατη θέση.
Αποτιμημένο στην Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης το ΑΕΠ της Κίνας κατατάσσεται πρώτο διεθνώς. Με μια προσεκτική ματιά θα δούμε ότι το ΑΕΠ των βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών δεν μεταβάλλεται σημαντικά αποτιμημένο στην Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης από τη συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο. Στην περίπτωση της Ρωσίας, η Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης αποκαλύπτει σημαντικό τμήμα της παραγωγής και της παραγωγικότητας που κρύβει το «πετροδολάριο». Στην περίπτωση της Κίνας αποκαλύπτεται η υποτίμηση του κινεζικού γουάν έναντι του δολαρίου, στην οποία καταφεύγει διαχρονικά το Πεκίνο προκειμένου να μειώνει το κόστος των εξαγωγών, αποθεματοποιώντας συνεχώς μεγάλο τμήμα του συναλλάγματος σε ομόλογα αμερικανικού δημοσίου. Κατά κανόνα, η σχετική αξία κάθε νομίσματος (που αντανακλάται στην Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης) μειώνεται στα βιομηχανικά αναπτυγμένα κράτη έναντι των αναπτυσσόμενων, λόγω της μικρότερης παραγωγικότητας της εργασίας των τελευταίων έναντι των πρώτων. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση της Ινδίας, της Ινδονησίας και του Μεξικού.
Ο Μαρξ σημείωνε στο Κεφάλαιο [τόμος πρώτο, κεφάλαιο εικοστό: Εθνικές Διαφορές στους Μισθούς Εργασίας, σελ. 579, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή]: «Στο μέτρο που είναι αναπτυγμένη σε μια χώρα η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, στο ίδιο μέτρο στη χώρα αυτή επίσης η εθνική εντατικότητα και παραγωγικότητα της εργασίας ξεπερνούν το διεθνές επίπεδο. Επομένως, οι διάφορες ποσότητες εμπορευμάτων του ίδιου είδους που σε διάφορες χώρες παράγονται στον ίδιο χρόνο εργασίας, έχουν άνισες διεθνείς αξίες που εκφράζονται σε διαφορετικές τιμές, δηλαδή σε διαφορετικά χρηματικά ποσά, ανάλογα με τις διεθνείς αξίες. Ετσι η σχετική αξία του χρήματος θα είναι μικρότερη στο έθνος με πιο αναπτυγμένο κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής».
Ο υπολογισμός των εξαγωγών εμπορευμάτων και της εξαγωγής κεφαλαίου του ρωσικού ιμπεριαλισμού δεν μπορεί αποτιμηθεί άμεσα με την Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης. Οσον αφορά το σκέλος των εξαγόμενων εμπορευμάτων θα αρκούσε η διεξοδική σύγκριση της ποσότητας των βασικών εξαγόμενων εμπορευμάτων με άλλες χώρες, πράγμα που έχουμε κάνει για το πετρέλαιο εδώ. Σύμφωνα με τη λίστα της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ρωσία κατατασσόταν στη 19η θέση σε εξαγωγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών το 2020, με τις τελευταίες να ανέρχονται σε 380 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με την ενδελεχή και διαχρονική στατιστική μελέτη των ρωσικών άμεσων ξένων επενδύσεων από τον ρώσο Αλεξέι Κουζνέτσοφ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας, η Ρωσία κατατασσόταν το 2020 εικοστή, με κάτι λιγότερο από 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), αποτιμημένο στη συναλλαγματική ισοτιμία. Τα νούμερα αυτά συνάδουν με την περιοδική αναφορά της Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD). Στην UNCTAD είναι ελαφρά υποτιμημένα. Η συναλλαγματική ισοτιμία, όμως, κρύβει την πραγματική εικόνα σήμερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το 2013 το απόθεμα ΑΞΕ είχε φτάσει τα 479,5 δισεκατομμύρια δολάρια, πράγμα που επισημαίνει και ο Κουζνέτσοφ σε δημοσίευσή του το 2016. Συγκεκριμένα γράφει: «Μέχρι το τέλος του 2013, αυτός ο δείκτης (σ.σ.: απόθεμα ΑΞΕ) για τη Ρωσία είχε φτάσει στο ρεκόρ των 479,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων (15η θέση – σ.σ. εννοεί στον πλανήτη). Ακόμη και μετά την επαναξιολόγηση προς την υποτίμηση (κατά κάτι περισσότερο από 145 δισεκατομμύρια δολάρια) και την πώληση το 2014 ορισμένων περιουσιακών στοιχείων που είχαν αγοράσει προηγουμένως ρωσικές πολυεθνικές, το ρωσικό απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων, σύμφωνα με τα δεδομένα του ιστότοπου της Κεντρικής Τράπεζας, ανήλθε σε 388,4 δισεκατομμύρια δολάρια λόγω νέων επενδύσεων κεφαλαίου».
Το 2014 άρχισε η πτώση του ρουβλιού σε σχέση με το δολάριο, λόγω της μείωσης των κερδών του πετρελαίου από τον ενεργειακό πόλεμο με τη Σαουδική Αραβία και βέβαια με τις κυρώσεις μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Η καταμέτρηση των εξαγωγών στη νέα ισοτιμία ρουβλιού-δολαρίου αποτιμούσε τις εξαγωγές από 497,5 σε 388,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Η διακύμανση αυτή δεν αποτυπώνεται ρητά στα νούμερα της τελικής αναφοράς της UNCTAD (2021), παρά μόνο αναπροσαρμόζονται τα νούμερα προς τα κάτω, αποτυπώνοντας την υποτίμηση του 2014 και αργότερα, μετά το 2015, την επανάκαμψη του αποθέματος ΑΞΕ. Η αύξηση του αποθέματος ΑΞΕ, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, από το 2010 μέχρι το 2013 ήταν 32,7%. Oπως φαίνεται και στο σχήμα που παραθέσαμε παραπάνω, η UNCTAD δείχνει ελαφρώς μικρότερα νούμερα. Για να είμαστε συνεπείς στις συγκρίσεις με την εξαγωγή κεφαλαίου των άλλων χωρών με στοιχεία που αντλούμε από την UNCTAD, υπολογίζουμε το απόθεμα ΑΞΕ του 2013, με σημείο αναφοράς την τιμή του 2010 της UNCTAD (336 δισεκατομμύρια δολάρια), σε 446 δισεκατομμύρια δολάρια (αντί για 479,5 δισεκατομμύρια δολάρια που παρουσιάζει η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσικής Ομοσπονδίας).
Το απόθεμα ΑΞΕ Γαλλίας και Γερμανίας το 2013 ήταν 1,325 και 1,506 τρισεκατομμύρια αντίστοιχα. Το ΑΕΠ της Γαλλίας ήταν 2,811 τρισεκατομμύρια δολάρια, της Γερμανίας 3,373 τρισεκατομμύρια δολάρια και της Ρωσίας 2,292 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσοστό του αποθέματος ΑΞΕ ως προς το ΑΕΠ τους ήταν για Γαλλία 47%, Γερμανία 44% και Ρωσία 19,4%. Η απόκλιση από το ποσοστό των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης εξηγείται από το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές προηγούνταν ήδη πάνω από 19 φορές σε απόθεμα ΑΞΕ το 2000, όταν άρχισε ξανά η ανοδική πορεία ανάπτυξης του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Συγκεκριμένα, το 2000 η Γαλλία είχε απόθεμα ΑΞΕ 365,871 δισεκατομμύρια δολάρια, η Γερμανία 483,946 δισεκατομμύρια δολάρια και η Ρωσία μόλις 19,211 δισεκατομμύρια δολάρια. Οπως βλέπουμε, λοιπόν, το φανερό ρωσικό απόθεμα ΑΞΕ, αποτιμημένο σε συναλλαγματική ισοτιμία σήμερα, δεν είναι καθόλου μικρό, δηλώνει το περίσσευμα κεφαλαίου που σχηματίστηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μέσα σε 12 χρόνια από το 2000 και διοχετεύτηκε σε εξαγωγή κεφαλαίου.
Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός βρέθηκε συνεχώς αντιμέτωπος με πολιτικά εμπόδια για την επέκταση της εξαγωγής κεφαλαίου, εμπόδια που ισχυροποιήθηκαν μετά το 2014 από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές που είχαν ήδη προηγηθεί σε εξαγωγή κεφαλαίου σε εξαρτημένες χώρες της Ευρώπης, ανατολικής και νότιας, όχι βέβαια επενδύοντας κυρίως σε σταθερό κεφάλαιο, σε νέες επενδύσεις, αλλά εξαγοράζοντας ήδη στημένες επιχειρήσεις που βρίσκονταν νωρίτερα υπό κρατικό έλεγχο και αργότερα εισήχθησαν στο χρηματιστήριο, ή μεταφέροντας μηχανές και αναζητώντας εργάτες με χαμηλότερα μεροκάματα. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Ουκρανία είχαν ήδη σημαντική βιομηχανία από την εποχή του κρατικού καπιταλισμού. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός απαιτεί την εξασφάλιση ισότιμων όρων στη μοιρασιά των κερδών από την εξαγορά πακέτου ελέγχου του μετοχικού κεφαλαίου των βιομηχανικών επιχειρήσεων των εξαρτημένων χωρών της Ευρώπης. Ο σημερινός πόλεμος είναι αποτέλεσμα και αυτής της σύγκρουσης που αφορά το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής.
Ο σημερινός ρωσικός ιμπεριαλισμός είναι η εξέλιξη του σοσιαλιμπεριαλισμού της κρατικοκαπιταλιστικής «ΕΣΣΔ». Αναμφίβολα δεν έχει τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ των σοσιαλιμπεριαλιστών του Χρουτσόφ και του Μπρέζνιεφ. Παραμένει, όμως, ακόμη και σήμερα μια κορυφαία δύναμη στο διαμοιρασμό των σφαιρών επιρροής και των αγορών σε Ευρώπη, Ασία και Μέση Ανατολή.
Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός του Πούτιν παρέλαβε άθικτο το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα της «Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ρωσικής Ομοσπονδίας» και κατόρθωσε, εξελίσσοντάς το, να συγκροτήσει τη δεύτερη ισχυρότερη σύγχρονη στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη. Η τεράστια έκταση της Ρωσίας που μαζί με τις σφαίρες επιρροής σε Ευρώπη και Ασία συνιστούν κάτι λιγότερο από το 1/6 της επιφάνειας του πλανήτη, της προσδίδουν ένα ισχυρότατο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της στον διαμοιρασμό των αγορών πρώτων υλών και ενέργειας.
Παρέλαβε την τεχνογνωσία και τη βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου, που τη δεκαετία του ‘80 αξιοποιούσαν οι ηγέτες της «ΕΣΣΔ» προκειμένου να εξασφαλίζουν πολύτιμο συνάλλαγμα. Αυτή είναι η κύρια πηγή συναλλάγματος για τη Ρωσία σήμερα. Παρέλαβε τη βιομηχανία εξόρυξης φυσικού αερίου, με την οποία οι ηγέτες της «ΕΣΣΔ» εφοδίαζαν τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» με φτηνή ενέργεια προκειμένου να διατηρούν την πολιτική συνοχή του ανατολικού μπλοκ. Η Ρωσική Ομοσπονδία εξέλιξε και επέκτεινε το παλιό δίκτυο και την τεχνική εξόρυξης φυσικού αερίου και σήμερα εφοδιάζει με αέριο όλη την Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει πολιτική και οικονομική επιρροή σήμερα. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε τα άρθρα μας εδώ και εδώ.
Ταυτόχρονα, η εξορυκτική βιομηχανία της Ρωσίας επεκτείνεται σε πληθώρα πρώτων υλών αναγκαίων για τη βιομηχανία, που έχει σε τεράστια αποθέματα το υπέδαφός της. Νικέλιο, χαλκός, σιδηρομετάλλευμα και πολύτιμα μέταλλα όπως ο χρυσός είναι ορισμένα από αυτά που παράγει και εξάγει σε σημαντικές ποσότητες, εξασφαλίζοντας αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετήσια.
Η ρωσική βιομηχανία δεν παράγει μόνο πρώτες ύλες της βιομηχανίας σε τεράστιες ποσότητες, αναγκαίες για τη διεθνή βιομηχανική παραγωγή, παράγει και όλο το φάσμα των βιομηχανικών εμπορευμάτων στη βαριά και την ελαφριά βιομηχανία, με το οποίο καλύπτει πρωτίστως τις ανάγκες της εσωτερικής της αγοράς.
Διαβάζουμε από το σχετικό λήμμα της Μπριτάνικα για τη ρωσική βιομηχανία:
«Η μηχανουργική βιομηχανία της Ρωσίας καλύπτει τις περισσότερες από τις ανάγκες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων ατμολεβήτων και στροβίλων, ηλεκτρικών γεννητριών, κομπίνες για σιτηρά, αυτοκινήτων και ηλεκτρικών ατμομηχανών, και καλύπτει μεγάλο μέρος της ζήτησης για ναυπηγικό εξοπλισμό, εξοπλισμό παραγωγής και μετάδοσης ηλεκτρικής ενέργειας, διαρκή καταναλωτικά αγαθά, εργαλειομηχανές, όργανα και εξαρτήματα αυτοματισμού. Τα εργοστάσια της Ρωσίας παράγουν επίσης οπλισμό, συμπεριλαμβανομένων αρμάτων μάχης, αεροσκαφών και πυραύλων, τα οποία πωλούνται σε πολλές χώρες και συμβάλλουν σημαντικά στα εισοδήματα της Ρωσίας από τις εξαγωγές. Παλαιότερα εργοστάσια αυτοκινήτων βρίσκονται στη Μόσχα και στο Νίζνι Νόβγκοροντ. Τα μεγαλύτερα εργοστάσια είναι αυτά στο Τολιάτι (κοντά στη Σαμάρα) και στο Naberezhnye Chelny (στο Ταταρστάν, ένα εργοστάσιο βαρέων φορτηγών). Μικρότεροι παραγωγοί οδικών οχημάτων βρίσκονται στο Miass, το Ulyanovsk και το Izhevsk. […]
Η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας είναι συγκεντρωμένη σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή Ρωσία, ειδικά στην κεντρική περιοχή (σ.σ.: έτσι προσδιορίζεται η ευρύτερη περιοχή γύρω από την Μόσχα), η οποία παράγει μεγάλο μερίδιο των ειδών ένδυσης και υπόδησης της χώρας. Τα βαμβακερά υφάσματα κυριαρχούν, με το ακατέργαστο βαμβάκι να προέρχεται κυρίως από χώρες της Κεντρικής Ασίας. Στη ζώνη μεταξύ των ποταμών Βόλγα και Οκα, ανατολικά της Μόσχας, υπάρχουν πολυάριθμες πόλεις βαμβακοκλωστοϋφαντουργίας, οι μεγαλύτερες από τις οποίες είναι το Ιβάνοβο, η Κόστρομα και το Γιαροσλάβλ. Τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά (π.χ. ψυγεία, πλυντήρια ρούχων, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις) παράγονται κυρίως σε περιοχές με παράδοση εξειδικευμένης βιομηχανίας, ιδίως στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη και γύρω από αυτήν».
Για να έχουμε μια εικόνα για τη βιομηχανική παραγωγή της Ρωσίας, αρκεί να κοιτάξουμε την αυτοκινητοβιομηχανία της. Τα επιβατικά αυτοκίνητα που παρήγαγε το 2020 ανέρχονταν σε 1,52 εκατομμύρια. Τον ίδιο χρόνο, η αντίστοιχη παραγωγή στις ΗΠΑ ήταν 2,51 και στη Γερμανία 4,55 εκατομμύρια.
Πρέπει να εξετάσουμε την περίπτωση της Ρωσίας σύμφωνα με τα λενινιστικά κριτήρια: α) τη συγκρότηση και κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομία, πάνω στο έδαφος της συσσώρευσης και της συγκέντρωσης του κεφαλαίου σε βιομηχανικά συγκροτήματα κολοσσούς, που είχε πραγματοποιηθεί ήδη στη σοσιαλιμπεριαλιστική «ΕΣΣΔ» πριν από την κατάρρευση του κρατικού περιβλήματος του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού β) τη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με τα βιομηχανικά μονοπώλια και την ισχύ του χρηματιστικού κεφαλαίου που προκύπτει απ’ αυτή τη συγχώνευση γ) την εξαγωγή κεφαλαίου ως ξεχωριστή και ιδιαίτερη δραστηριότητα για τη συγκρότηση και ισχύ του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων δ) τη συμμετοχή της Ρωσίας στο διαμοιρασμό σφαιρών επιρροής και αγορών. Σύμφωνα μ’ αυτά τα κριτήρια, η Ρωσία κατατάσσεται αναμφίβολα σε μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα που πλέον είναι σε θέση να διεκδικεί με όλα τα μέσα (πολεμικά και οικονομικά) τις σφαίρες επιρροής της που αντιστοιχούν στη κεφαλαιακή της δύναμη.
Η ασθενέστερη οικονομική της ισχύ σε σχέση με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και την ιμπεριαλιστική Κίνα αντισταθμίζεται από την τεράστια έκταση της χώρας (λιγότερο από 1/6 του πλανήτη μαζί με τις σφαίρες επιρροής της στην Κεντρική Ασία και στην Ευρώπη), το συγκριτικό πλεονέκτημα της εξορυκτικής βιομηχανίας έναντι των αναπτυγμένων ανταγωνιστών της σε Ευρώπη και ανατολική Ασία και τη στρατιωτική της ισχύ που είναι δεύτερη στον πλανήτη. Η Ρωσία είχε πάντα έναν ιδιαίτερο ρόλο στα τεκταινόμενα της ευρωπαϊκής ηπείρου, της Κεντρικής Ασίας και της Ανατολικής Ασίας, ακριβώς λόγω της στρατιωτικής της ισχύος από την εποχή του τσαρισμού. Ο τρόμος και ο φόβος των ευρωπαϊκών δυναστειών ήταν ο τσάρος τον 19ο αιώνα, την εύνοια του οποίου αναζητούσαν όλες οι ευρωπαϊκές αυλές. Στην Κεντρική Ασία για πάνω από έναν αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία αναμετριόταν στρατιωτικά με χώρες όμορες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας για τη σταθεροποίηση της αποικίας της στην Ινδία, μπροστά στο φόβο της ρωσικής επιβουλής. Αρχές του εικοστού αιώνα, όταν ο κόσμος είχε μοιραστεί σε σφαίρες επιρροής των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η τσαρική αυτοκρατορία παρέμενε μια ισχυρή δύναμη του πλανήτη, όχι πρωτίστως λόγω οικονομικής ισχύος, αλλά στρατιωτικής.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Λένιν διέκρινε και κατέγραψε τα χαρακτηριστικά του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού στο βιβλίο του «Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο το καπιταλισμού» και στα «Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό». Ακριβώς λόγω της οικονομικής καθυστέρησης της τσαρικής αυτοκρατορίας έναντι των δυτικών ιμπεριαλιστών και των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής, που ήταν μια από τις σημαντικότερες πηγές εισοδήματος για την κραταιά άρχουσα τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων στην επικράτεια της αυτοκρατορίας, ο Λένιν χαρακτήριζε ως δεσπόζουσα μορφή του ρωσικού ιμπεριαλισμού τον στρατιωτικοφεουδαρχικό ιμπεριαλισμό.
Παραθέτουμε απόσπασμα από το «Σοσιαλισμός και πόλεμος (Η Στάση του ΣΔΕΚΡ απέναντι στον πόλεμο» [Ενότητα: «Γιατί πολεμάει η Ρωσία;», Λένιν, Απαντα, τ. 26, σελ. 324]:
«Στη Ρωσία ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός νεότατου τύπου βρήκε την ολοκληρωτική έκφρασή του στην πολιτική του τσαρισμού απέναντι στην Περσία, τη Μαντζουρία και τη Μογγολία, γενικά όμως στη Ρωσία δεσπόζει ο στρατιωτικός και φεουδαρχικός ιμπεριαλισμός. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει τέτοια καταπίεση της πλειονότητας του πληθυσμού της χώρας, όπως στη Ρωσία: οι μεγαλορώσοι αποτελούν μόνο τα 43% του πληθυσμού, δηλαδή λιγότερο από το μισό, ενώ όλοι οι άλλοι είναι χωρίς δικαιώματα σαν αλλογενείς. Από τα 170 εκατομμύρια του πληθυσμού της Ρωσίας τα 100 περίπου εκατομμύρια είναι καταπιεζόμενοι και χωρίς δικαιώματα. Ο τσαρισμός διεξάγει τον πόλεμο για την κατάκτηση της Γαλικίας και την οριστική κατάπνιξη της ελευθερίας των Ουκρανών, για την κατάληψη της Αρμενίας, της Κωνσταντινούπολης κτλ. [..]
Στη Ρωσία σε κάθε δυο μεγαλορώσους αναλογούν δυο ως τρεις “αλλογενείς” χωρίς δικαιώματα. Με τον πόλεμο ο τσαρισμός επιδιώκει να αυξήσει τον αριθμό των εθνών που καταπιέζονται από τη Ρωσία, να εξασφαλίσει την υποταγή τους και έτσι να υπονομεύσει τον αγώνα για ελευθερία, που διεξάγουν οι ίδιοι οι μεγαλορώσοι. Η δυνατότητα καταπίεσης και καταλήστευσης ξένων λαών ενισχύσει την οικονομική στασιμότητα, γιατί πολύ συχνά πηγή των εσόδων δεν είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά η μισοφεουδαρχική εκμετάλλευση των “αλλογενών“. Ετσι από την πλευρά της Ρωσίας ο πόλεμος διακρίνεται για τον εντελώς αντιδραστικό και αντιαπελευθερωτικό του χαρaκτήρα».
Οι βασικές σφαίρες επιρροής του ρωσικού ιμπεριαλισμού
Σήμερα ασφαλώς οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής έχουν αντικατασταθεί πλήρως από καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. H άρχουσα τάξη της χώρας κυριαρχείται αποκλειστικά από καπιταλιστές, μεγιστάνες του κεφαλαίου που συγκροτούν ισχυρά μονοπώλια σε όλες τις σφαίρες της καπιταλιστικής οικονομίας. Η πολιτική του «καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού νεότατου τύπου» που περιέγραφε ο Λένιν στο παραπάνω απόσπασμα, δηλαδή η πολιτική της εξασφάλισης σφαιρών επιρροής, ζωνών επικερδούς τοποθέτησης κεφαλαίου και αγορών για τους μονοπωλιακούς καπιταλιστές της Ρωσίας σε αντίθεση με την φεουδαρχική καταλήστευση των «αλλογενών» πληβείων της ρωσικής αυτοκρατορίας, είναι η αποκλειστική πολιτική του ρωσικού ιμπεριαλισμού, του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Η πολιτική αυτή εφαρμόζεται (και δεν εξαντλείται) σε βασικές χώρες που συνιστούν τις σφαίρες επιρροής της Ρωσίας, τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, στις χώρες που άλλοτε καταπιέζονταν από τον μισοφεουδαρχικό ζυγό οι «αλλογενείς» πληβείοι της τσαρικής αυτοκρατοτορίας. Στην Κεντρική Ασία, το Κιργιζιστάν, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και σε μικρότερο βαθμό το Ουζμπεκιστάν είναι οι βασικές σφαίρες επιρροής του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Οι τρεις πρώτες χώρες ανήκουν στον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας, τη στρατιωτική ομπρέλα της Ρωσίας, που παρόμοια με το ΝΑΤΟ θέτει τα υπουργεία Εσωτερικών, Εξωτερικών και τον εξοπλιστικό προϋπολογισμό των χωρών μελών υπό την αυστηρή επίβλεψη του ρωσικού ιμπεριαλισμού. To Ουζμπεκιστάν ήταν στον Οργανισμό αλλά αποχώρησε το 2012. Τον Αύγουστο το 2021 ο πρωθυπουργός του συμμετείχε σε κοινή συνεδρίαση του Οργανισμού κατά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και την προέλαση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Η Ρωσία διαθέτει στρατιωτικές βάσεις στο Κιργιζιστάν και το Τατζικιστάν και βέβαια δεν δίστασε να εισβάλει πολύ πρόσφατα στο Καζακστάν, διασώζοντας το καταρρέον καθεστώς με αιματηρή καταστολή της εργατικής εξέγερσης, την οποία τα δυτικά ΜΜΕ -σε αντίθεση με την εισβολή στην Ουκρανία- έθαψαν σε εκκωφαντική σιωπή, γιατί αφενός δεν αφορά άμεσα τη σφαίρα επιρροής δυτικών ιμπεριαλιστών και αφετέρου η εργατική εξέγερση απειλούσε και την εύρυθμη λειτουργία εργοστασίων αμερικανικών συμφερόντων στη χώρα. Τον καιρό της ειρήνης οι «πολιτισμένοι» δυτικοί ιμπεριαλιστές μια χαρά συνεργάζονται με τους ρώσους «βαρβάρους» ιμπεριαλιστές, όταν πρόκειται για την καταπίεση και καταλήστευση των εργαζομένων.
Το Καζακστάν είναι μια σημαντικά αναπτυσσόμενη βιομηχανικά, πλην εξαρτημένη χώρα στην Κεντρική Ασία, με τεράστιες εξαγωγές εμπορευμάτων που κατά κεφαλήν ξεπερνούσαν ακόμη και αυτές της Ρωσίας το 2015. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της είναι ανεκτίμητες, αλλά την αφρόκρεμα των κερδών της βιομηχανίας εξόρυξής της την απολαμβάνουν τα ξένα μονοπώλια, εντείνοντας την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης, λεηλατώντας τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός προσανατολίζεται στην εξαγωγή κεφαλαίου για άντληση των πολύτιμων ενεργειακών πόρων της χώρας, προκειμένου να στηρίξει τους ενεργειακούς κολοσσούς του. Το Καζακστάν παρέχει το 90% του πετρελαίου και το 40% του αερίου που παράγει στο εξωτερικό το ρωσικό ενεργειακό μονοπώλιο Lukoil. Επιπρόσθετα ο ρωσικός τραπεζικός κολοσσός Sberbank έχει κάνει σημαντικές επενδύσεις. Από το 2019 εως το 2020 το Καζακστάν ήταν ο σημαντικότερος προορισμός εξαγωγής κεφαλαίου στην Κεντρική Ασία για τη Ρωσία. Ακολουθούσε το Ουζμπεκιστάν. Στο Τατζικιστάν, η Ρωσία πουλάει βιομηχανικά εμπορεύματα και αγοράζει φρούτα, βαμβάκι και λαχανικά. Στην Κεντρική Ασία ενεργό ρόλο πια έχει και η Κίνα που συμμετέχει σημαντικά σε εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίου υπό την ανοχή και εποπτεία της Ρωσίας.
Από την Κεντρική Ασία θα πρέπει να πάμε στη Μέση Ανατολή και ειδικά στη Συρία. Η Ρωσία παρέλαβε τη σφαίρα επιρροής της από την κρατικοκαπιταλιστική «ΕΣΣΔ», τουλάχιστον στο σκέλος της πώλησης όπλων. Η στρατιωτική ναυτική βάση της Ταρτούς ήταν η μοναδική ναυτική βάση που διέθετε το ρωσικό πολεμικό ναυτικό για ανεφοδιασμό και επισκευή των πλοίων του που βρίσκονται στη Μεσόγειο προτού χρειαστούν να φτάσουν στη Μαύρη Θάλασσα, διασχίζοντας τα Δαρδανέλια. Παρά την «κεντρίστικη» στάση που κρατάει το καθεστώς του Ερντογάν σήμερα, η Τουρκία είναι μια νατοϊκή χώρα και θα παραμείνει μια νατοϊκή χώρα. Οι Αμερικανοί αξιοποιούσαν την Τουρκία αφενός εναντίον της κρατικοκαπιταλιστικής «ΕΣΣΔ», αφετέρου ως στρατιωτική αποτρεπτική δύναμη για τους αραβικούς λαούς που ήθελαν να ξεσηκωθούν εναντίον του ζυγού των αμερικανόδουλων καθεστώτων στη Μέση Ανατολή.
Στον εμφύλιο που ξέσπασε το 2011 στη Συρία οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές αξιοποίησαν την Τουρκία προκειμένου να εφοδιάζει τους σύριους αντικαθεστωτικούς με όπλα και ενισχύσεις. Τουρκία, Κατάρ και Σαουδική Αραβία χρηματοδοτούσαν τον εξοπλισμό τους. Η Ρωσία στήριξε ενεργά το καθεστώς του Ασαντ με το αζημίωτο, πουλώντας του σύγχρονα αντιεροπορικά συστήματα, αεροπορική κάλυψη και τανκς και συνέβαλε αναμφίβολα στην επικράτησή του μετά το 2015. Εκτοτε η Ρωσία διατηρεί σημαντική αεροπορική βάση κοντά στη Λατάκια, αξιοποιώντας την για αεροπορικές και κοινές ασκήσεις με το ναυτικό της στην ανατολική Μεσόγειο. Στις 15 Φλεβάρη ο ρώσος υπουργός άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού βρέθηκε στη Συρία προκειμένου να επιβλέψει τις στρατιωτικές ασκήσεις που ξεκινούσαν στην ανατολική Μεσόγειο και υπό το φως των κατοπινών εξελίξεων, της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, συνδέονται με τη δημιουργία αποτρεπτικής δύναμης έναντι του στόλου των δυτικών ιμπεριαλιστών στην περιοχή.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Αλ-Τζαζίρα: «Το υπουργείο Αμυνας είπε ότι η άσκηση στην ανατολική Μεσόγειο, στην οποία συμμετέχουν 15 πολεμικά πλοία και περίπου 30 αεροσκάφη, είναι μέρος μιας σειράς ναυτικών ασκήσεων που ξεκίνησαν τον περασμένο μήνα εν μέσω της αντιπαράθεσης για την Ουκρανία. Ανέφερε ότι οι ελιγμοί είχαν σκοπό να εκπαιδεύσουν για δράση για την “προστασία των εθνικών συμφερόντων” και την “αποτροπή στρατιωτικών απειλών κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας”».
Επιπρόσθετα, η νίκη της Ρωσίας στο πλευρό του Ασαντ έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Ρωσία, προκειμένου να επηρεάζει πολιτικά και οικονομικά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Ο βασικός ανταγωνιστής της Ρωσίας στην εξαγωγή πετρελαίου είναι η Σαουδική Αραβία. Η στρατιωτική επικράτηση του Ασαντ με την ενίσχυση της Ρωσίας και οι απανωτές ήττες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή (βλέπε αποχώρηση από Ιράκ, Αφγανιστάν και Συρία) αναγκάζει τους Σαουδάραβες να ανοίγουν δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία και με την Κίνα. H Σαουδική Αραβία δεν έχει καταδικάσει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Στις 10 Μάρτη ο Λαβρόφ επισκέφτηκε το Ριάντ, με το αρμόδιο σαουδαραβικό υπουργείο να ανακοινώνει ότι οι συνομιλίες «επιβεβαιώνουν τις διμερείς σχέσεις των χωρών και τους τρόπους ενίσχυσης και εδραίωσής τους». Πέραν όλων των άλλων, η Σαουδική Αραβία διαπραγματεύεται να πουλήσει για πρώτη φορά πετρέλαιο στη Κίνα σε γουάν, δυναμιτίζοντας την ιστορική συμφωνία με τις ΗΠΑ που βασίζεται στο «πετροδολάριο». Το παρασκήνιο της διαπραγμάτευσης βγήκε στη φόρα από τη Wall Street Journal στις 15 Μάρτη, αλλά τα μεγάλα δυτικά ειδησεογραφικά το έθαψαν. Την ίδια περίοδο, στις 18 Μάρτη, ο Ασαντ συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο Ντουμπάι. Η συνάντηση αυτή δείχνει ότι η Συρία, ως σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, βγαίνει από τη διπλωματική απομόνωση και πλέον θα αρχίσει να ανακτά τις οικονομικές της σχέσεις με τις χώρες του Κόλπου.
Στην Ανατολική Ευρώπη η Λευκορωσία μαζί με την Ουκρανία συνιστούσαν τις βασικές σφαίρες οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Ρωσίας μέχρι το 2014. Σύμφωνα με τον Κουζνέτσοφ, το ρωσικό απόθεμα ΑΞΕ το 2015 στην Ουκρανία ήταν περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια (ακόμη και μετά τις κυρώσεις και τον πόλεμο στο Ντονμπάς) και στη Λευκορωσία πάνω από 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Το λευκορωσικό καθεστώς είναι ο βασικός σύμμαχος της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, και υπάγεται στον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας.
Στην Αφρική, η Ρωσία έχει αρχίσει να εμφανίζεται δυναμικά σε πολιτική επιρροή, στηρίζοντας στρατιωτικά μια σειρά από καθεστώτα. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές δυσανασχετούν εδώ και καιρό αλλά δεν μπορούν να αναχαιτίσουν την προέλαση της Ρωσίας. Ενας από τους μεγαλύτερους «πονοκεφάλους» τους είναι η ναυτική βάση που χτίζει η Ρωσία στο Σουδάν, στην Ερυθρά Θάλασσα, ακριβώς δίπλα από το βασικό ναυτικό εμπορικό δίκτυο που έρχεται από την ανατολική Ασία και διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα προτού φτάσει στη Διώρυγα του Σουέζ και καταλήξει στη Μεσόγειο, στη βιομηχανική αγορά της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τη γερμανική Deutsche Welle, σε άρθρο της στις 9 Μάρτη του 2022 με χαρακτηριστικό τίτλο «Η επανασύνδεση της Ρωσίας με την Αφρική αποδίδει καρπούς», η Ρωσία το 2020 ήταν πρώτη στην πώληση όπλων στην Αφρική. Παραθέτουμε σύντομα αποσπάσματα του άρθρου (σ.σ.: οι επισημάνσεις δικές μας):
«Σύμφωνα με ανάλυση του 2020 από το Ινστιτούτο Ερευνας για την Ειρήνη SIPRI, μεταξύ 2016 και 2020 περίπου το 30% όλων των όπλων που εξήχθησαν σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής προέρχονταν από τη Ρωσία. Αυτό επισκιάζει σε μεγάλο βαθμό τις προμήθειες όπλων από άλλες χώρες όπως η Κίνα (20%), η Γαλλία (9,5%) και οι ΗΠΑ (5,4%). Αυτό αύξησε τον όγκο των ρωσικών αποστολών όπλων κατά 23% κατά την προηγούμενη πενταετία.
»Στις 2 Μαρτίου, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη κλήθηκε να εγκρίνει ψήφισμα που καλούσε τα ρωσικά στρατεύματα να αποσυρθούν από την Ουκρανία “άμεσα, πλήρως και άνευ όρων”. 140 από τα 193 μέλη του ΟΗΕ ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος — ένα ισχυρό μήνυμα για την καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία από τη διεθνή κοινότητα. Η ψηφοφορία, ωστόσο, κατέστησε σαφή τη διαίρεση της Αφρικής στο θέμα. Ενώ 28 από τις 54 αφρικανικές χώρες τάχθηκαν στο πλευρό της Ουκρανίας, οι υπόλοιπες, χωρίς την Ερυθραία που καταψήφισε το ψήφισμα, είτε απείχαν είτε επέλεξαν να μην παραστούν στην ψηφοφορία».
Προφανώς αυτό δεν είναι τυχαίο και το επισημαίνουν και τα Μέσα των δυτικών ιμπεριαλιστών. Στο Σαχέλ (χώρες της κεντρικής, υποσαχάριας Αφρικής) η Ρωσία κάνει θραύση. Το νέο στρατιωτικό καθεστώς του Μάλι συνεργάζεται πλέον στενά με τους ρώσους μισθοφόρους της Wagner και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός που είχε στείλει πάνω από 7.000 στρατιώτες αποφάσισε πρόσφατα να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έχει βάλει στο μάτι τις πολύτιμες πρώτες ύλες στο υπέδαφος της αφρικανικής ηπείρου και από το 2017 προελαύνει. Παραθέτουμε ένα κατατοπιστικό σχήμα του BBC (άρθρο 27 Φλεβάρη του 2022) για τη στρατιωτική επιρροή της Ρωσίας στην Αφρική.
Η στρατιωτική υπεροχή του ρωσικού ιμπεριαλισμού
Από το 2003 και έπειτα άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά οι δαπάνες του ρωσικού στρατιωτικού προϋπολογισμού, ξεπερνώντας το 2013 τα 80 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη σε δαπάνες το 2020, η Ρωσία εμφανίζεται τέταρτη. Η κατάταξη αυτή, όμως, είναι παραπλανητική για τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, γιατί βασίζεται στις στρατιωτικές δαπάνες σε συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-ρουβλιού και δεν λαμβάνει υπόψη της τις υπάρχουσες υποδομές της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην πολεμική της βιομηχανία. Η Ρωσική Ομοσπονδία κληρονόμησε το οπλοστάσιο και τη στρατιωτική βιομηχανία της κρατικομονοπωλιακής «ΕΣΣΔ» και μετά από την οικονομική κατάρρευση κατάφερε να το σταθεροποιήσει και να το εξελίξει.
Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες χώρες που έχουν ισχυρό στρατό, π.χ. την Ινδία που φαίνεται και τρίτη στη κατάταξη των δαπανών, η Ρωσία δεν κάνει εισαγωγές των όπλων της, τα παράγει η ίδια. Ο βασικός προμηθευτής όπλων της Ινδίας είναι η Ρωσία. Η πολεμική βιομηχανία της Ρωσίας είναι δεύτερη στις πωλήσεις όπλων διεθνώς. Διαβάζουμε από επίσημη έκθεση το βασικού αντιπάλου του ρωσικού ιμπεριαλισμού σήμερα, έκθεση αρμόδιας επιτροπής του αμερικανικού Κογκρέσου (14 Οκτώβρη 2021, πριν από την ψυχροπολεμική υστερία, οι επισημάνσεις δικές μας):
«Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο, πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ρωσία εξάγει όπλα σε περισσότερες από 45 χώρες και αντιπροσωπεύει περίπου το 20% των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων από το 2016. Πολλές χώρες έχουν μακροχρόνιες σχέσεις εξοπλισμού με τη Ρωσία, μερικές χρονολογούνται από τη Σοβιετική Ενωση. Παρά τη διεθνή παρουσία της, η Ρωσία εξάγει την πλειοψηφία των όπλων της σε πέντε κράτη (αναφέρονται με αλφαβητική σειρά): Αλγερία, Κίνα, Αίγυπτος, Ινδία και Βιετνάμ. Η Ινδία υπήρξε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικών όπλων από το 2016. Η Ρωσία επιχειρεί να διευρύνει τη βάση πελατών της και επιδιώκει επιθετικά νέες αγορές στη Μέση Ανατολή, την Ασία, και την Αφρική. Η Ρωσία εξάγει μια ποικιλία όπλων, συμπεριλαμβανομένων παλαιού τύπου και προηγμένων αεροσκαφών, συστημάτων αεράμυνας, πολεμικών πλοίων και υποβρυχίων, ραντάρ, πυραύλων, αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων, φορητών όπλων και πυροβολικού.
Σύμφωνα με επίσημα ρωσικά στατιστικά στοιχεία, τα αεροσκάφη αποτελούν το 50% των ρωσικών εξαγωγών όπλων. Τα περισσότερα τρέχοντα ρωσικά όπλα είναι ενημερωμένες εκδόσεις παλαιών συστημάτων, αλλά η Ρωσία εμπορεύεται όλο και περισσότερο τα πιο προηγμένα τεχνολογικά συστήματά της».
Σε αντίθεση με την Κίνα, η Ρωσία χρειάζεται λιγότερες δαπάνες για επενδύσεις στην έρευνα, μιας και το στρατιωτικοβιομηχανικό της σύμπλεγμα ήταν ισχυρότερο εξαρχής. Παρότι το 2020 φαίνεται να είναι τέταρτη χώρα στις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, η Ρωσία διαθέτει το δεύτερο ισχυρότερο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα μετά τις ΗΠΑ και έχει το δεύτερο ισχυρότερο στρατό στον πλανήτη, ασύγκριτα ισχυρότερο από τον στρατό κάθε ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής δύναμης. Διαβάζουμε από την έκθεση του Κογκρέσου:
«Η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας παραμένει ένας εγχώριος σημαντικός τομέας, απασχολώντας αρκετά εκατομμύρια εργάτες και υποστηρίζοντας πωλήσεις όπλων στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση ελέγχει σχεδόν το σύνολο της αμυντικής βιομηχανίας, είτε απευθείας είτε μέσω μετοχών. Το 2011, η Ρωσία ξεκίνησε ένα δεκαετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, γνωστό ως GPV-2020, με στόχο τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών όπλων. Σύμφωνα με εξωτερική ανάλυση, η χρηματοδότηση του προγράμματος επέτρεψε στον τομέα να ανακεφαλαιοποιήσει πολλούς από τους στάσιμους κλάδους, με εισαγωγή εργαλείων ακριβείας, πρόσληψη εργατικού δυναμικού υψηλής ποιότητας, αύξηση της παραγωγής και συνέχιση της ανάπτυξης προγραμμάτων R&D (σ.σ.: έρευνας και ανάπτυξης), που είχαν ανασταλεί από τη δεκαετία του 1990».
Η πραγματική εικόνα των στρατιωτικών δαπανών της Ρωσίας φαίνεται όταν αποτιμήσουμε τις δαπάνες σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης. Στην αξιολόγηση αυτή έχουν καταφύγει ήδη δυτικά ινστιτούτα. Είναι μια απλή πράξη πολλαπλασιασμού των δαπανών σε συναλλαγματική ισοτιμία με τον λόγο των δυο ισοτιμιών (της συναλλαγματικής προς την αγοραστική δύναμη). Παραθέτουμε παρακάτω τα νούμερα των ισοτιμιών από τον ΟΟΣΑ για επιβεβαίωση των διαγραμμάτων που ακολουθούν.
Από τα διαγράμματα φαίνεται ότι μετά το 2013 η Ρωσία δαπανούσε 150 με 200 εκατομμύρια δολάρια σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης. Το 2016 η Ρωσία δαπανούσε το 35% του αμερικανικού προϋπολογισμού. Ακόμη, όμως, η εικόνα δεν είναι συμπληρωμένη για την πραγματική στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας.
Οι ΗΠΑ διαθέτουν μεγάλο μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού τους για δαπάνες σε συντήρηση εκατοντάδων υπερπόντιων βάσεων που διαθέτουν σε όλο τον πλανήτη (συντήρηση εξοπλισμού, καύσιμα, μεταφορικά, υπερωρίες σε υψηλόβαθμους χαμηλόβαθους, κ.ο.κ). Οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ μακριά από την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία. Γι’ αυτό και προσανατολίζονται σε τεράστιες δαπάνες για τη διατήρηση των βάσεών τους καθώς και για υπερσύγχρονες πλατφόρμες μεταφοράς στρατιωτικού προσωπικού διά θαλάσσης (π.χ. αεροπλανοφόρα) και για ένα τεράστιο πολεμικό στόλο. Η Ρωσία δεν χρειάζεται αυτές τις δαπάνες για να επεκτείνει την πολιτική επιρροή της σε σφαίρες επιρροής, επιδεικνύοντας την στρατιωτική της ισχύ. Εκτείνεται μέσω των εδαφών της και των σφαιρών επιρροής της στην Κεντρική Ασία σε όλα τα κομβικά σημεία της Ασίας (Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Κορεάτικη Χερσόνησο) και της Ευρώπης και σε σύγκριση με τις ΗΠΑ δεν έχει μικρότερη πολιτική επιρροή στην Αφρική, μια ήπειρο που δεν γειτνιάζει με τα σύνορά της.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ρωσία διαθέτει σαφώς μικρότερο πολεμικό ναυτικό στόλο, αλλά μεγάλο στόλο σε υποβρύχια, αρκετά από τα οποία είναι πυρηνοκίνητα. Επίσης, η πολεμική της αεροπορία είναι αρκετά σύγχρονη, με τελευταίας γενιάς βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά, και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στον πλανήτη. Η υπεροχή των ΗΠΑ εδώ αντισταθμίζεται από τα ρωσικά αντιεροπορικά συστήματα. Η εκθεση του Κογκρέσου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν αποτελεσματικά τα ρωσικά συστήματα αεράμυνας και υψηλής ποιότητας».
Τέλος, τα ρωσικά άρματα (αρκετά βέβαια παλιάς γενιάς) μαζί με τα άρματα πυροβολικού είναι σαφώς περισσότερα απ’ ό,τι των ΗΠΑ. Επίσης, οι ΗΠΑ διαθέτουν μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού τους σε μισθοδοσία, αφού ο στρατός τους είναι πλήρως μισθοφορικός. Η Ρωσία έχει μισθοφορικό στρατό αλλά βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υποχρεωτική στράτευση καταβάλλοντας πολύ λιγότερες δαπάνες σε μισθούς.
Από τα παραπάνω συνάγεται εύκολα ότι το ποσοστό του αμερικανικού προϋπολογισμού που αφορά τις δαπάνες για έρευνα σε νέες στρατιωτικές τεχνολογίες και την παραγωγή νέου στρατιωτικού υλικού είναι μικρότερο από ό,τι το αντίστοιχο του ρωσικού προϋπολογισμού. Το αμερικάνικο για παράδειγμα κυμαίνεται κάτω από το 20%. Αυτό προκύπτει από επίσημα στοιχεία των ΗΠΑ (Defense Procurement), που παρουσιάζουν τις δαπάνες αυτές συνολικά σε 132,5 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2022 (μην μπερδευτεί κανείς με το procurement των επιχειρήσεων, αυτή είναι η στάνταρ έκφραση που χρησιμοποιούν για τις δαπάνες εξοπλισμού στις ΗΠΑ). Οι πιο «θορυβημένοι» κύκλοι του αμερικανικού κατεστημένου κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, υπολογίζοντας ότι το αντίστοιχο ποσοστό στη Ρωσία πλησιάζει το 40% του στρατιωτικού προϋπολογισμού της. Αυτό σημαίνει ότι οι δαπάνες των ΗΠΑ σε στρατιωτικό εξοπλισμό και έρευνα είναι ελαφρά μεγαλύτερες από τη Ρωσία, π.χ. για 40% το αντίστοιχο ρωσικό νούμερο μετά το 2013 κυμαίνεται από 60 έως 80 δισεκατομμύρια δολάρια.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσία προηγείται στη τεχνολογία των υπερηχητικών πυραύλων, καθώς και των υπερηχητικών πυρηνικών πυραύλων, κομπάζοντας κάθε τρεις και λίγο στα ρωσικά δίκτυα ότι μπορεί να καταστρέψει με τους πυρηνικούς πυραύλους τις βασικές πόλεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών μέσα σε 200 δευτερόλεπτα.
Διαβάζουμε από το αμερικανικό δίκτυο CBC το 2019: «Η Ρωσία δοκίμασε επιτυχώς έναν υπερηχητικό πύραυλο που βασίζεται σε πλοίο, εναντίον του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να αμυνθούν αυτήν τη στιγμή, σύμφωνα με άτομα με άμεση γνώση των εκθέσεων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών».
Το αστείο στα μέρη μας είναι ότι έχουμε αριστερούς που παρασυρμένοι από την τρέχουσα ψυχροπολεμική προπαγάνδα ότι η Ρωσία είναι μια χώρα «παρίας» και την προσωπική τους ιδεοληψία δεν αντιλαμβάνονται το στοιχειώδες (ας αφήσουμε τις δυσκολίες με την αποτίμηση του ρωσικού ΑΕΠ, την εξαγωγή κεφαλαίου της Ρωσίας κτλ): δεν μπορεί να έχεις και να διατηρείς σύγχρονη, εξελιγμένη πυρηνική τεχνολογία, με υπερηχητικούς πυραύλους, να είσαι δεύτερη στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη, δεύτερη στις πωλήσεις όπλων και να είσαι ταυτόχρονα «παρίας» ή έστω μια εξαρτημένη χώρα σαν την Ελλάδα. Μόνο μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα μπορεί να έχει αυτό το προνόμιο και η Ρωσία είναι μια ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη.
Παράρτημα Ι
Σταχυολογούμε όσον αφορά τα εμπορεύματα:
- «Οι εξαγωγές προϊόντων των ΗΠΑ στη Ρωσία το 2019 ήταν 5,8 δισεκατομμύρια δολάρια, μειωμένες κατά 13,1% (874 εκατομμύρια δολάρια) από το 2018 αλλά αυξημένες κατά 8,5% από το 2009». […]
Οι κορυφαίες κατηγορίες εξαγωγών από ΗΠΑ σε Ρωσία το 2019 ήταν: μηχανήματα (1,2 δισεκατομμύρια δολάρια), αεροσκάφη (1,2 δισεκατομμύρια δολάρια), οχήματα (725 εκατομμύρια δολάρια), οπτικά και ιατρικά όργανα (506 εκατομμύρια δολάρια) και ηλεκτρικά μηχανήματα (349 εκατομμύρια δολάρια).
- Οι εισαγωγές προϊόντων των ΗΠΑ από τη Ρωσία ανήλθαν σε 22,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, αυξημένες κατά 6,8% (1,4 δισεκατομμύρια δολάρια) από το 2018 και 22,3% από το 2009».
Οι κορυφαίες κατηγορίες εισαγωγών στις ΗΠΑ από τη Ρωσία το 2019 ήταν: ορυκτά καύσιμα (13 δισεκατομμύρια δολάρια), πολύτιμα μέταλλα και πέτρες (πλατίνα) (2,2 δισεκατομμύρια δολάρια), σίδηρος και χάλυβας (1,4 δισεκατομμύρια δολάρια), λιπάσματα (963 εκατομμύρια δολάρια) και ανόργανες χημικές ουσίες (763 εκατομμύρια δολάρια).
Οσον αφορά τις υπηρεσίες:
- «Οι εξαγωγές υπηρεσιών των ΗΠΑ στη Ρωσία εκτιμάται ότι ήταν 5,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, 4,8% (237 εκατομμύρια δολάρια) περισσότερες από το 2018 και 7,7% υψηλότερες από τα επίπεδα του 2009. […]
- Οι εισαγωγές υπηρεσιών των ΗΠΑ από τη Ρωσία εκτιμάται ότι ήταν 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, 2,2% (38 εκατομμύρια δολάρια) περισσότερες από το 2018 και 50,6% λιγότερες από τα επίπεδα του 2009. Οι κορυφαίες εισαγωγές υπηρεσιών από τη Ρωσία στις ΗΠΑ ήταν στους τομείς των μεταφορών, των ταξιδιών και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών».
Οσον αφορά το σύνολο των επενδύσεων. Αρχικά για τις άμεσες ξένες επενδύσεις (όχι τις ετήσιες, αλλά τις αθροιστικές στο απόθεμα ΑΞΕ):
- «Οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία (απόθεμα) ήταν 14,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, σημειώνοντας αύξηση 2,6% από το 2018. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία κατευθύνονται στη μεταποίηση, το χονδρικό εμπόριο και τις υπηρεσίες πληροφοριών […].
- Οι άμεσες ξένες επενδύσεις της Ρωσίας στις ΗΠΑ (απόθεμα) ήταν 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, μειωμένες κατά 1,9% από το 2018. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη διανομή των ρωσικών ΑΞΕ στις ΗΠΑ».
Tέλος, για επενδύσεις που προκύπτουν με πωλήσεις υπηρεσιών από διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις (θυγατρικές ή άλλες που δραστηριοποιούνται στο ξένο έδαφος με μητρική τη Ρωσία ή τις ΗΠΑ):
- «Οι πωλήσεις υπηρεσιών στη Ρωσία από τις περισσότερες διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις που ανήκουν στις ΗΠΑ ήταν 9,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), ενώ οι πωλήσεις υπηρεσιών στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις περισσότερες εταιρίες που ανήκουν στη Ρωσία ήταν 629 εκατομμύρια δολάρια».
Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες το πολύ να προσφέρουν εισόδημα 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια ετήσιες πληρωμές στις ΗΠΑ, με ένα συντελεστή ετήσιου κέρδους 5%-10% πάνω στο απόθεμα των άμεσων ξένων επενδύσεων, οι καταγεγραμμένες αθροιστικές πληρωμές από ΗΠΑ σε Ρωσία είναι 24,1 δισεκατομμύρια δολάρια και από Ρωσία σε ΗΠΑ είναι 20,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Παρολαυτά, το ρούβλι πέφτει σημαντικά σε σχέση με το δολάριο, αντί να διατηρεί τουλάχιστον σταθερή ισοτιμία.