Η αστική δημοσιολογία πάντοτε προσπαθεί να μας πείσει ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται καθορίζονται από τις διαμάχες ανάμεσα στα πολιτικά ρεύματα. Μιλώντας ειδικά για την Ευρώπη και την ΕΕ, τα δυο μεγάλα πολιτικά ρεύματα τα οποία υποτίθεται ότι συγκρούονται και ότι η επικράτηση του ενός ή του άλλου καθορίζει την πολιτική που ακολουθείται, είναι οι σοσιαλδημοκράτες και οι χριστιανοδημοκράτες. Σ’ αυτόν τον διαχωρισμό προσθέτουν συνήθως και σάλτσες θρησκευτικής-πολιτιστικής αναφοράς. Και τι δεν έχουμε διαβάσει και ακούσει, ειδικά το τελευταίο τρίμηνο, για την «τευτονική εμμονή» και την «καλβινιστική καθαρότητα», που καθορίζουν τη στάση της Μέρκελ και του Σόιμπλε, τις οποίες ήρθε να ανασχέσει η «γαλατική ευγένεια» και το «φως του διαφωτισμού», που πρεσβεύει ο Ολάντ. Πώς, όμως, να ταιριάξουν αυτοί οι διαχωρισμοί με τη στάση των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, που τα βρήκαν με τους χριστιανοδημοκράτες σε μια ενιαία γερμανική στάση, αφού προηγουμένως λειτούργησαν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο, διεξάγοντας διαπραγματεύσεις με τον Ολάντ στο Ελιζέ; Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ηγέτης των γερμανών σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, λίγο πριν την κρίσιμη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, περιορίστηκε να καλέσει τη Μέρκελ να υποστηρίξει μέτρα για να περιοριστεί το κόστος δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης, γιατί αλλιώς «η νομισματική ένωση θα εκραγεί». Ούτε για ευρωομόλογα μίλησε ούτε για κάτι ανάλογο.
Τελευταία, βέβαια, ειδικά μετά την προσπάθεια των Ολάντ και Μόντι να συμπήξουν ένα είδους υποάξονα, παίρνοντας μαζί τους και τον Ραχόι, ο χαβάς άλλαξε κάπως. Επειδή δεν θα κόλλαγαν οι έντονες ιδεολογικές αναφορές σε μια συμμαχία που περιλαμβάνει τον σοσιαλδημοκράτη Ολάντ και τους δεξιούς Μόντι και Ραχόι, οι δημοσιολόγοι επέστρεψαν στους γεωγραφικούς προσδιορισμούς: «ο άξονας του Νότου ενάντια στον άξονα του Βορρά».
Το άρθρο αυτό γράφεται ενόσω η σύνοδος κορυφής της ΕΕ, που ξεκίνησε την Πέμπτη 28 Ιούνη, βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα ρεπορτάζ μιλούν για ισχυρές συγκρούσεις, χωρίς ν’ αποκλείουν αδιέξοδο. Εμείς θα τολμήσουμε να προβλέψουμε ότι αδιέξοδο δε θα υπάρξει, γιατί οι γενικές σχέσεις ανάμεσα στις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ δεν έχουν φτάσει (ακόμα) σε τέτοιο σημείο όξυνσης. Το τελικό αποτέλεσμα της συνόδου δεν το γνωρίζουμε, αλλά και δεν μας ενδιαφέρει από τη σκοπιά των θεμάτων που θέλουμε να θέσουμε.
Εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε είναι πως εντός της ΕΕ δεν έχουμε σύγκρουση ιδεολογικών ρευμάτων, αλλά σύγκρουση ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σύγκρουση που γίνεται με το μοναδικό τρόπο που γνωρίζουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα: με βάση τη δύναμη του κεφάλαιου που το κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο εκπροσωπεί. Αλλος τρόπος μοιρασιάς και διευθέτησης των διαφορών στον κόσμο του κεφάλαιου δεν υπάρχει. Ολα αυτά τα περί «αλληλεγγύης», «ευρωπαϊκού οράματος» και τα ρέστα γράφονται στις φυλλάδες και λέγονται στις επίσημες δηλώσεις για να εξαπατούν τους ευρωπαϊκούς λαούς και να τους γεμίζουν τα κεφάλια με φούμαρα. Οταν φεύγουν οι κάμερες και τα μικρόφωνα και κλείνουν οι πόρτες, αρχίζει το παζάρι σε άλλη γλώσσα. Η κάθε πλευρά καταθέτει τα χαρτιά της και μ’ αυτά αντιμετωπίζει τις άλλες, χωρίς να δίνει σημασία σε ιδεολογικές αναφορές.
Φαντάζεστε πως, επειδή ο Ολάντ σύμπηξε μια συμμαχία με τον Μόντι και τράβηξαν και τον Ραχόι, η Μέρκελ τρόμαξε; Ξέρει πολύ καλά ότι αυτή η συμμαχία μπορεί εύκολα να σπάσει, αν η γερμανική πλευρά κάνει μια μικρή έστω παραχώρηση που θα ευνοεί έναν από τους τρεις «εταίρους» του Νότου. Δε θα ‘ναι η πρώτη φορά. ‘Η φαντάζεστε ότι ο Ολάντ θα εγκαταλείψει τον ιστορικά διαμορφωμένο γερμανογαλλικό άξονα, που μέχρι σήμερα έχει καθορίσει την πορεία της ΕΕ σύμφωνα με τα συμφέροντα των δύο μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, χάριν μιας πρόσκαιρης συμμαχίας με την πολιτικά ασταθέστατη Ιταλία με το τεράστιο χρέος και με τη μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης (παρά το μεγάλο της μέγεθος) Ισπανία;
Τι είναι αυτό που δημιουργεί τις φυγόκεντρες τάσεις μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη; Είναι η ιμπεριαλιστική φύση των κυρίαρχων κρατών και η ανισόμετρη ανάπτυξη που χαρακτηρίζει το μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά είναι που εμποδίζουν την ΕΕ να μετατραπεί σε ομοσπονδιακό κράτος, μολονότι κάτι θεωρητικοί καραγκιόζηδες είχαν σπεύσει, την εποχή του Μάαστριχτ, να προεξοφλήσουν ότι ο πλανήτης απέκτησε το πρώτο υπεριμπεριαλιστικό κρατικό μόρφωμα. Ολοι αυτοί (που εδώ και χρόνια παριστάνουν τους θεωρητικούς της «ριζοσπαστικής αριστεράς») μιλούσαν τότε για «ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση», κοπιάροντας κακότεχνα τον «υπεριμπεριαλισμό» του Κάουτσκι, για να κάνουν στη συνέχεια «γαργάρα» και αυτές τις αναλύσεις τους. Ομως, αυτοί είναι το τελευταίο που μας απασχολεί. Αυτό που εμείς επιδιώκουμε να γίνει κατανοητό είναι η φύση της ιμπεριαλιστικής ΕΕ ως συμμαχίας ιμπεριαλιστικών κρατών και όχι ως ενιαίου ιμπεριαλιστικού κράτους.
Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός μπορεί και εκμεταλλεύεται την κρίση σε βάρος των ανταγωνιστών του. Γιατί, λοιπόν, να εγκαταλείψει αυτό το πλεονέκτημα, αν δεν πάρει σοβαρότατα ανταλλάγματα; «Οταν δίνεται αλληλεγγύη, πρέπει να επιτρέπεται κι ο έλεγχος. Η ανάληψη των υποχρεώσεων κι ο έλεγχος πάνε μαζί», είπε η Μέρκελ μετά την τετραμερή της Ρώμης, εννοώντας πως για να κάνει η Γερμανία πίσω σε ζητήματα δανεισμού με ενιαίους όρους απ’ όλη την Ευρωζώνη, θα πρέπει ν’ αποκτήσει δυνατότητες ελέγχου επί όλων των εθνικών προϋπολογισμών. «Δεν μπορεί να υπάρξει μεταβίβαση κυριαρχίας αν δεν έχουμε βελτιώσεις στην αλληλεγγύη», της απάντησε ο Ολάντ, παίζοντας ένα παιχνίδι εντυπώσεων και τίποτα πέραν αυτού (ένα παιχνίδι που θυμίζει το λογοπαίγνιο με το αυγό και την κότα).
Μετά την τετραμερή της Ρώμης, ανακοίνωσαν «αναπτυξιακό πακέτο» ύψους 130 δισ., χωρίς καμιά συγκεκριμένη λεπτομέρεια. Μετά τη σύνοδο κορυφής, ενδεχομένως ν’ ανακοινώσουν κάτι ακόμα. Τελική διευθέτηση, όμως, αποκλείεται να υπάρξει σ’ αυτή τη φάση, γιατί ο ανταγωνισμός δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε κάποιο σημείο ισορροπίας.
Υπάρχει, όμως, ένας τομέας στον οποίο η ομοφωνία είναι δεδομένη. Μιλάμε για την επίθεση ενάντια στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Ο Ρομπάι ανακοίνωσε ήδη νέα πρωτοβουλία για ενιαία επίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση (βλέπε λεπτομέρειες στη σελίδα 8). Η δημοσιονομική λιτότητα είναι αποδεκτή απ’ όλους και η μείωση του «μοναδιαίου κόστους εργασίας» κοινός στόχος. Οταν μιλούν για τόνωση της ανάπτυξης δεν έχουν κατά νου τους εργαζόμενους, αλλά μερίδες του κεφάλαιου.