«Δύσκολοι μήνες» περιμένουν τους κατακτητές στο Αφγανιστάν. Η ζοφερή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις κατοχής αποτυπώνεται τόσο στα στοιχεία που δίνονται στη δημοσιότητα όσο και στις δηλώσεις νατοϊκών αξιωματούχων. Ο αμερικάνος στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους, διοικητής των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ανακοίνωσε ότι την πρώτη βδομάδα του Ιουνίου σημειώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός επιθέσεων των Ταλιμπάν από την αμερικάνικη εισβολή το 2001, ότι ο αριθμός των επιθέσεων των ανταρτών στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου έχει αυξηθεί κατά 60% σε σχέση με το ίδιο διάστημα της περασμένης χρονιάς και προειδοποίησε ότι περιμένει «δύσκολους μήνες» ενόψει των προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Αύγουστο.
Επιθέσεις σημειώνονται σ’ όλο το Αφγανιστάν, όμως ο μεγαλύτερος αριθμός επιθέσεων πραγματοποιείται στην επαρχία Χέλμαντ, ο διοικητής της οποίας ανακοίνωσε στις 13 Ιουνίου ότι 5 από τις 13 περιφέρειες της επαρχίας βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο των Ταλιμπάν.
Η βρετανική εφημερίδα «Independent» (13/3/09), σε άρθρο της με τον εύγλωττο τίτλο «Τα βρετανικά στρατεύματα στο έλεος της εφόδου των Ταλιμπάν», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι τα βρετανικά στρατεύ-ματα που πολεμούν τους Ταλιμπάν στην επαρχία Χέλμαντ δέχονται τριπλάσιες επιθέσεις από τα υπόλοιπα νατοϊκά στρατεύματα στο Αφγανιστάν, με 12 επιθέσεις κατά μέσο όρο την ημέρα. Ακολουθεί στη δεύτερη θέση η επαρχία Κανταχάρ, η κοιτίδα των Ταλιμπάν, με 4 επιθέσεις κατά μέσο όρο την ημέρα. Αναφέρει επίσης ότι οι λεπτομέρειες της σφοδρότητας της σύγκρουσης παρουσιάστηκαν στην πρόσφατη νατοϊκή σύνοδο στην Ολανδία, όπου οι υπουργοί παραδέχτηκαν ότι «το ρεύμα πρέπει να αναστραφεί».
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, τα επίσημα νατοϊκά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου οι απώλειες των νατοϊκών δυνάμεων έχουν αυξηθεί κατά 78%, η χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών κατά 87%, προκαλώντας το 60% των απωλειών, και οι επιθέσεις εναντίον αξιωματούχων που συνεργάζονται με την αφγανική κυβέρνηση κατά 64%.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι επιθέσεις σε κονβόι φορτηγών που μεταφέρουν καύσιμα και άλλα είδη για τα 90.000 νατοϊκά στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Με πιο πρόσφατη την επίθεση σε βυτιοφόρα με καύσιμα που περίμεναν έξω από μια νατοϊκή στρατιωτική βάση στην περιοχή Γκερέσκ της επαρχίας Χέλμαντ στις 12 Ιουνίου, προκαλώντας το θάνατο 8 οδηγών, τον τραυματισμό 21 και την καταστροφή 8 βυτιοφόρων.
Καταπέλτης για την βρετανική στρατηγική στο Αφγανιστάν είναι το άρθρο του βρετανού ταγματάρχη SN Miller, που έχει υπηρετήσει στο Αφγανιστάν και σήμερα υπηρετεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών του βρετανικού στρατού. Το άρθρο αυτό, στο οποίο αναφέρεται η βρετανική εφημερίδα «Telegraph» (20/6/09), έχει δημοσιευτεί στο επίσημο περιοδικό του στρατού «British Army Review». Σύμφωνα, λοιπόν, με την «Telegraph», ο ταγματάρχης Miller, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ας μην κοροϊδευόμαστε. Μέχρι σήμερα, η επιχείρηση Herrick (η βρετανική κωδική ονομασία για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν) έχει αποδειχθεί αποτυχία». Επισημαίνει ότι έχουν ξοδευτεί εκατοντάδες εκατομμύρια των φορολογούμενων πολιτών για ένα πόλεμο που έχει αποτύχει να προσφέρει πραγματική ανοικοδόμηση, διακυβέρνηση και ασφάλεια.
Υποστηρίζει ότι αντί «να κερδίσει την καρδιά και το μυαλό», η βρετανική παρουσία είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, ότι η κυβέρνηση δεν είχε «κανένα ουσιαστικό σχέδιο ανοικοδόμησης, δεν διέθετε τους απαιτούμενους πόρους για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, ούτε τη διάθεση να πολεμήσει μια μεγάλη εξέγερση». Ισχυρίζεται ότι «η βρετανική πολιτική απέναντι στην καλλιέργεια παπαρούνας ήταν μια πλήρης καταστροφή» και ότι η βασική συνέπεια της βρετανικής παρουσίας στην επαρχία Χέλμαντ ήταν να την μετατρέψει στο κέντρο παραγωγής οπίου στον κόσμο. Επικρίνει έντονα ανώτερους αξιωματού-χους για τη στρατηγική του «καθαρίζουμε, κρατάμε, οικοδομούμε», την οποία χαρακτηρίζει «παρωδία», επισημαίνοντας ότι «στην πραγματικότητα, καθαρίζουμε μόνο την περιοχή γύρω από τις βάσεις μας, κρατάμε μόνο τις σημαντικότερες εγκαταστάσεις και δεν οικοδομούμε». «Η αυτοπροστασία έχει γίνει η βασική τακτική, που υποστηρίζεται από αεροπορικές επιθέσεις, οι οποίες μπορεί να αποβούν ζημιογόνες και να υπονομεύσουν την εκστρατεία». Και συνεχίζει: «Οι Ταλιμπάν δεν εξαναγκάζονται, δεν αποθαρρύνονται, δεν αποσταθεροποιούνται. Απλά διασκορπίζονται, γνωρίζοντας ότι οι Βρετανοί δεν μπορούν να διατηρήσουν την πίεση και επιστρέφουν σαν την παλίρροια, όταν τα βρετανικά στρατεύματα αποχωρήσουν, μετά από ένα μικρό διάστημα, πίσω στις βάσεις τους».
Ακολουθεί, στις 21 Ιουνίου, επίθεση με ρουκέτες, στην αεροπορική βάση Μπαγκράμ, τη μεγαλύτερη αμερικάνικη στρατιωτική βάση στο Αφγανιστάν, που βρίσκεται σε απόσταση 40 χλμ από την Καμπούλ και περιβάλλεται από ψηλά βουνά και μεγάλη έκταση ερήμου. Με αποτέλεσμα το θάνατο 2 και τον τραυματισμό 6 αμερικάνων στρατιωτών, ανεβάζοντας τουλάχιστον στους 80 τον αριθμό των αμερικάνων στρατιωτών και στους 146 συνολικά των ξένων στρατιωτών που έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής φέτος στο Αφγανιστάν.
Την ίδια μέρα, σε συνέντευξη Τύπου, ο αφγανός υπουργός Εσωτερικών ανέφερε ότι οι Ταλιμπάν έχουν υπό πλήρη έλεγχο 11 περιοχές, σημαντική παρουσία και επιρροή σε 40, ενώ τουλάχιστον 120 σ’ όλη τη χώρα αντιμετωπίζουν σοβαρή απειλή.