Με το δώρο του Σόιμπλε υπό μάλης (μηδενικό πρόστιμο από την Κομισιόν για την υπέρβαση στο στόχο του ελλείμματος), ο δεξιός Μαριάνο Ραχόι πήγε στο βασιλιά της Ισπανίας και ζήτησε διερευνητική εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης. Κι αμέσως μετά, ζήτησε να συναντηθεί με τον Πέδρο Σάντσεθ των σοσιαλδημοκρατών. Ηταν η δεύτερη συνάντησή τους μετά τις εκλογές της 26ης Ιούνη και η πρώτη αφότου ο Ραχόι πήρε εντολή από τον βασιλιά.
Η συνάντηση κράτησε μόλις 55 λεπτά και πιστοποίησε απλώς ότι οι ηγέτες των δύο κομμάτων παίζουν τη δεύτερη παρτίδα πόκερ (η πρώτη παρτίδα παίχτηκε μετά τις εκλογές της 20ής του περασμένου Δεκέμβρη, μέχρι τις αρχές Μάη, που ο βασιλιάς προκήρυξε νέες εκλογές, εντός της συνταγματικά προβλεπόμενης προθεσμίας). Και βέβαια, μια τόσο σύντομης διάρκειας συνάντηση δεν μπορούσε παρά να είναι άκαρπη. Χαμογελαστοί εμφανίστηκαν μπροστά στις κάμερες οι δύο πολιτικοί αρχηγοί πριν την έναρξη της συζήτησής τους, μετά όμως έκαναν χωριστές δηλώσεις, που είχαν το χαρακτήρα «μπλόφας».
Ο Ραχόι χαρακτήρισε «παραλογισμό» και «τρέλα», που «θα γελοιοποιούσε τη χώρα διεθνώς», αν η Ισπανία αναγκαζόταν να πάει σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε λιγότερο από ένα χρόνο. Οι διαρροές από το επιτελείο του προς τα ισπανικά ΜΜΕ μιλούσαν για διάφορες μορφές συνεργασίας που πρότεινε στον Σάντσεθ, προκειμένου να σχηματιστεί μια βιώσιμη κυβέρνηση. Από κυβέρνηση συνασπισμού των δύο κομμάτων, μέχρι τη σύναψη προγραμματικής συμφωνίας την οποία θα κληθεί να υλοποιήσει μια κυβέρνηση μειοψηφίας του Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ). Αρα, δε φταίω εγώ, φταίει ο Σάντσεθ, είναι το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει ο Ραχόι.
Στις δικές του δηλώσεις ο Σάντσεθ συμφώνησε πως η χώρα δεν πρέπει να οδεύσει σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση, αντιγύρισε όμως την πρόκληση: «Από την Αριστερά λέμε στα κόμματα της Δεξιάς να καταλήξουν σε συμφωνία». Αναφερόταν στο ΡΡ και στους Ciudadanos, που όμως συγκεντρώνουν μόνο 169 ψήφους (137 συν 32), επτά λιγότερες από τις 176 που χρειάζονται για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης μια κυβέρνηση (η ισπανική Βουλή έχει 350 έδρες).
Δεν είναι τυχαία η χρήση του όρου «Αριστερά» από τον Σάντσεθ. Δε θέλει να διευκολύνει τη συμμαχία των Podemos με την Ενωμένη Αριστερά, στηρίζοντας αυτός μια κυβέρνηση του Ραχόι. Θέλει να κρατήσει για το PSOE το ρόλο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, φιλοδοξώντας ότι στις επόμενες εκλογές θα πάρει την πρωτιά. «Τα μέλη του PSOE, και πιστεύω και οι ψηφοφόροι του, δε θέλουν να στηρίξουμε το ΡΡ», δήλωσε ο Σάντσεθ, μιλώντας περιφρονητικά («μεμονωμένες φωνές») για τον πρώην ηγέτη του PSOE και πρώην πρωθυπουργό Φελίπε Γκονθάλεθ, που κάλεσε το κόμμα του να απόσχει από την ψηφοφορία επιτρέποντας στον Ραχόι να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Ο Γκονθάλεθ εμφανίζεται σε ρόλο… ισπανού Σημίτη, ο Σάντσεθ όμως πρέπει να κοιτάξει την προσωπική του πολιτική καριέρα. Τον περασμένο Απρίλη έφτασε μια ανάσα πριν από την ανάδειξή του σε πρωθυπουργό (αν και το PSOE ήταν δεύτερο), όμως οι Podemos επέλεξαν να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογές, φιλοδοξώντας να αναδειχτούν αυτοί σε δεύτερο κόμμα. Δεν πέτυχαν το στόχο τους, όμως ο Σάντσεθ εξακολουθεί να αισθάνεται στο σβέρκο του την ανάσα του φιλόδοξου Ιγκλέσιας και αν αναγκαστεί να στηρίξει μια κυβέρνηση Ραχόι, θα κάνει δώρο στον Ιγκλέσιας την ηγεμονία στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, βάζοντας ενδεχομένως τέλος στη δική του πολιτική καριέρα (κι είναι ακόμα πολύ νέος για να τα παρατήσει).
Κάπως έτσι σκέφτεται και ο Αλμπερτ Ριβέρα των «κεντρώων» Ciudadanos, που ήταν οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών του Ιούνη, καθώς από τις 40 έδρες έπεσαν στις 32. Μέχρι στιγμής ο Ριβέρα έχει δεχτεί να εισηγηθεί στην κοινοβουλευτική του ομάδα να απόσχει από την ψηφοφορία, επιτρέποντας στον Ραχόι να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Αυτό θα είχε γίνει, αν ο Σάντσεθ συμφωνούσε να κάνουν το ίδιο και οι βουλευτές του PSOE. Ο Σάντσεθ, όμως, θέλει να καταψηφίσει, ώστε στη συνέχεια να μπορεί να τραβάει υποστηρικτές και από το «κεντρώο» σώμα των Ciudadanos και να μην μπορούν να τον κατηγορήσουν από τ' αριστερά του ότι στήριξε -έστω και απέχοντας- την κυβέρνηση που θα σχηματίσει ο Ραχόι.
Γιατί το πρόβλημα όλων (πλην του Ραχόι που θέλει απλά να ξαναγίνει πρωθυπουργός, εκεί που όλοι τον θεωρούσαν τελειωμένο καθώς και το κόμμα του και ο ίδιος είχαν βουτηχτεί σε σκάνδαλα διαφθοράς και χρηματισμού) είναι η πολιτική που θα πρέπει να εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση της Ισπανίας. Το δώρο του Σόιμπλε προς τον Ραχόι έχει ημερομηνία λήξης τον Οκτώβρη. Τότε, η νέα ισπανική κυβέρνηση θα πρέπει να συμφωνήσει με την Κομισιόν πάνω σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσουν το έλλειμμα στο συμφωνημένο ποσοστό. Κι αυτό το πρόγραμμα θα είναι σκληρό, εξίσου σκληρό με το πρόγραμμα που εφάρμοσε η προηγούμενη κυβέρνηση Ραχόι το 2012 (χωρίς να υπογράψει κάποιο τυπικό Μνημόνιο). Ολα τα κόμματα λένε «απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο», την ίδια στιγμή όμως αντιμετωπίζουν πίεση από την ισπανική αστική τάξη να τελειώνουν με τις μπλόφες και τις κόντρα μπλόφες, να μαζέψουν την τράπουλα και να επιτρέψουν το σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα διαχειριστεί τη νέα φάση της κρίσης που πλήττει την Ισπανία.
Για μια ακόμα φορά, οι απαιτήσεις του συστήματος βρίσκονται σε αντίθεση με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της πλειοψηφίας των αστικών κομμάτων (πλην του πρώτου, που θέλει να σχηματίσει κυβέρνηση). Τα κόμματα από το δεύτερο και μετά θέλουν να μείνουν εκτός κυβέρνησης, αλλά και εκτός κυβερνητικής ευθύνης. Πώς θα λυθεί αυτή η αντίφαση; Νομίζουμε πως πλέον θα μπουν μπροστά τα «μεγάλα μέσα». Οι πιέσεις πάνω στον Σάντσεθ και τον Ριβέρα θα πολλαπλασιαστούν. Δεν μίλησε τυχαία ο Γκονθάλεθ, αλλά εμφανίστηκε ως «άγγελος» της αστικής τάξης.
Οταν σ' έναν αστικό σχηματισμό εμφανίζονται τέτοιες αντιφάσεις, ανοίγει μια εποχή πολιτικής κρίσης. Και στην Ισπανία, όμως, έχουμε μια κρίση στο κομματικό σύστημα, η οποία δεν έχει «κατέβει» στις εργαζόμενες μάζες, που αδυνατούν να παρέμβουν στις εξελίξεις, καθώς δε διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική οργάνωση. Από την άποψη αυτή, μπορεί κανείς να δει αναλογίες ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ισπανία, τις δυο χώρες όπου -εκτός των άλλων- είχαμε τη γέννηση και την ανάπτυξη των «κινημάτων των αγανακτισμένων». Στην Ελλάδα αυτό το κίνημα συνέβαλε στην εκλογική εκτίναξη ενός μικρού κόμματος της «ευρωαριστεράς», ενώ στην Ισπανία γέννησε κυριολεκτικά ένα νέο κόμμα, τους Podemos, που όμως δεν κατάφεραν να κάνουν την κούρσα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πολιτικό σκηνικό αναδιατάχτηκε, οι κομματικοί συσχετισμοί στο εσωτερικό του άλλαξαν, όμως για τους λαούς δεν άλλαξε απολύτως τίποτα.
Αυτό είναι το μεγάλο μάθημα. Μόνο μια αυθεντική πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, ένα επαναστατικό προλεταριακό κόμμα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αλλαγή των καταθλιπτικών κοινωνικών συσχετισμών και την επανάκαμψη των εργαζόμενων μαζών στο προσκήνιο, ως διεκδικητών με αιτήματα για το σήμερα και για το αύριο.