Προτού ακόμα χαθεί ο αχός από τις ουρανομήκεις εθνικές κραυγές για την επίσκεψη του Μάικ Πομπέο στην Κωνσταντινούπολη, για να συναντηθεί μόνο με τον πατριάρχη Βαρθολομαίο και όχι και με τον Τσαβούσογλου στην Αγκυρα, προτού στεγνώσει το μελάνι από τη βαρύγδουπη παπαρολογία για την ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία αυτής της επίσκεψης, ήρθε η μεγάλη πρόκληση.
Ο Πομπέο πέταξε από την Ιστανμπούλ στο Τελ Αβίβ και από εκεί πήγε στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν και στους παράνομους ισραηλινούς εποικισμούς της Δυτικής Οχθης, για να διακηρύξει ότι αποτελούν ισραηλινό έδαφος. Οπως έγραψε ο διεθνής αστικός Τύπος, ξεπέρασε κάθε ιστορικό όριο. Εκανε αυτό που δεν είχε κάνει κανένας αμερικανός υπουργός Εξωτερικών μέχρι τώρα. Ισως αυτός είναι ο λόγος που στη Γαλλία του επεφύλαξαν τόσο ψυχρή υποδοχή, αντιμετωπίζοντας την επίσκεψή του ως ανεπίσημη και επομένως εκτός πρωτοκόλλου.
Ο Πομπέο κατέστησε σαφές ότι θέλει να γίνει Τραμπ στη θέση του Τραμπ. Να διεκδικήσει την προεδρία ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών το 2024. Γι’ αυτό και επέλεξε ένα τόσο προκλητικό άνοιγμα προς το πανίσχυρο (πολιτικά και οικονομικά) σιωνιστικό λόμπι, ενώ ο ίδιος είναι σε αποδρομή ως υπουργός Εξωτερικών και θα έπρεπε να περιορίζεται σε κινήσεις ρουτίνας μέχρι να παραδώσει στο διάδοχό του.
Για την ελληνική διπλωματία, όμως, αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει το ότι ο Πομπέο, προτού επιχειρήσει την πρόκληση σε βάρος των Παλαιστινίων (και της Συρίας, από την οποία έχουν αποσπαστεί τα Υψίπεδα του Γκολάν), ξεσηκώνοντας κύματα οργής, όχι μόνο στην Παλαιστίνη αλλά σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, πέρασε μια βόλτα και από το πατριαρχείο.
Αλλωστε, ο Γκάμπι Ασκενάζι, πρώην αρχιμακελάρης του σιωνιστικού στρατού και νυν υπουργός Εξωτερικών της σιωνιστικής οντότητας (εκλέχτηκε βουλευτής με το «Μπλε-Λευκό» του επίσης απόστρατου Μπένι Γκαντζ), λίγες μέρες προτού φωτογραφιστεί με τον Πομπέο στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη, είχε περάσει από την Αθήνα, όπου συναντήθηκε και με τον Δένδια και με τον Μητσοτάκη.