Η Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) είναι μία χώρα που έχει… φάει τις χούντες με το κουτάλι. Στενά προσδεμένη στο κινέζικο άρμα, η χώρα διοικούνταν για πάνω από τέσσερις δεκαετίες από στρατιωτική χούντα. Οπως γράφαμε πριν από αρκετά χρόνια: «Πάλαι ποτέ “στολίδι“ των χωρών του “σοσιαλιστικού προσανατολισμού“ (τότε που τα στρατιωτικά πραξικοπήματα βαφτίζονταν “σοσιαλιστικές επαναστάσεις“) και του “κινήματος των αδεσμεύτων“ (στο οποίο παραμένει ακόμα και σήμερα), η Μιανμάρ (γνωστή με το αποικιοκρατικό όνομα “Βιρμανία“ που της δόθηκε από τους βρετανούς αποικιοκράτες) βρέθηκε ξαφνικά στην κορυφή των ειδήσεων των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων. Ξεχασμένη για δεκαετίες, η 45χρονη χούντα της Μιανμάρ έκανε κανονικά τη δουλειά της χωρίς κανένα πρόβλημα. Με κάποιες … μικρές παρενθέσεις, φυσικά, μία το 1974, με την κατάπνιξη του μαζικού απεργιακού κινήματος που παρέλυσε τη χώρα, και μία το 1988, όταν σφαγιάστηκαν πάνω από 3.000 άτομα σε φοιτητική εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα» («Κόντρα», 29/9/2007).
Οι μαζικές διαδηλώσεις κατά του διπλασιασμού της τιμής των καυσίμων, που ξεκίνησαν από βουδιστές μοναχούς και εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα το 2007, έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας στην πολύπαθη αυτή χώρα. Η άγρια καταστολή εκείνων των διαδηλώσεων έσωσε τη χούντα από την κατάρρευση, αλλά ξεκίνησε μία πίεση των δυτικών κρατών για «επάνοδο στη δημοκρατία», που κράτησε αρκετά χρόνια.
Τελικά, η αντικαθεστωτική ακτιβίστρια Αούν Σαν Σου Κι πέτυχε μία σαρωτική νίκη (της τάξης του 70%) στις γενικές εκλογές του 2015. Η χούντα έφαγε τα ψωμιά της και παρέδωσε την εξουσία στην Σου Κι που ήταν επι σειρά ετών σε κατ’ οίκον περιορισμό και η νούμερο ένα πολιτική αντίπαλος της χούντας για πάνω από δύο δεκαετίες. Εγινε μάλιστα ταινία το 2011, με τίτλο «Η Κυρία».
Φυσικά, η εγκαθίδρυση της «δημοκρατίας» στη χώρα το 2016 δεν άλλαξε και πολύ την πορεία της Μιανμάρ. Κι αυτό γιατί η Σου Κι αποδείχτηκε πολύ λίγη, πράγμα που φάνηκε περίτρανα όταν ο στρατός εξαπέλυε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των Μουσουλμάνων Ροχίνγκια που θεωρούνταν συλλήβδην «τρομοκράτες». Η σιωπηρή υποστήριξη της Σου Κι στην εθνοκάθαρση που έδιωξε από τη χώρα εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους (οι περισσότεροι από τους οποίους, πάνω από 600.000, κατέφυγαν στο γειτονικό Μπαγκλαντές), καταγγέλθηκε από πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός νοτιοαφρικάνος κληρικός Ντέσμοντ Τούτου, που την κατηγόρησε για την ένοχη σιωπή της, το τίμημα της οποίας θεώρησε ότι ήταν πολύ υψηλό. Αυτή η ένοχη σιωπή της κόντεψε να της στοιχίσει το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, που είχε κερδίσει το 1991. Το Δεκέμβρη του 2019, η Σου Κι κατέθεσε στο διεθνές δικαστήριο του ΟΗΕ, υπερασπιζόμενη την εθνοκάθαρση. Η ομόφωνη απόφαση των δικαστών που κάλεσαν το καθεστώς να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί η γενοκτονία των Μουσουλμάνων, πετάχτηκε από την Σου Κι στον κάλαθο των αχρήστων, όμως αυτή δεν έχασε το Νόμπελ της.
Ούτε οι σχέσεις με την Κίνα διαταράχτηκαν. Η θερμή υποδοχή της Σου Κι στο Πεκίνο, το Νοέμβρη του 2017, έδειξε σε όλους ότι η Μιανμάρ δε θα έφευγε από το κινέζικο άρμα ούτε για χάρη της «δημοκρατίας». Το Πεκίνο κάλυψε πλήρως την άγρια καταστολή των Μουσουλμάνων, με τον ίδιο τρόπο που τώρα καλύπτει πλήρως το νέο καθεστώς συστήνοντας «ουδετερότητα». Στις τρεις προτάσεις που κατέθεσε για την επίλυση της κρίσης, το Πεκίνο συνέστησε: 1. Αυτοσυγκράτηση και διάλογο μέχρι τη μετάβαση στη δημοκρατία, 2. Μη ανάμιξη στα εσωτερικά της χώρας, σύμφωνα με την απόφαση των χωρών του ASEAN, και 3. Συνέχιση της σύσφιξης των σχέσεων των δύο χωρών που θα εξακολουθούν να μοιράζονται το ίδιο μέλλον, ανεξάρτητα από την εσωτερική κατάσταση στη Μιανμάρ. Πλήρης κάλυψη στους πραξικοπηματίες!
Η Ουάσινγκτον βρήκε, φυσικά, ευκαιρία για να σπεκουλάρει, συγχαίροντας τον εκπρόσωπο της Μιανμάρ στον ΟΗΕ, όταν κατήγγειλε την άγρια καταστολή των διαδηλωτών από τη χούντα, ο οποίος φυσικά αντικαταστάθηκε άμεσα.
Ο λαός εξακολουθεί να βγαίνει στους δρόμους και να διαδηλώνει, παρά την άγρια καταστολή που έχει κοστίσει τη ζωή σε πάνω από 50 άτομα τις πέντε βδομάδες που βρίσκεται στην εξουσία η χούντα. Εχθές, Κυριακή, δεκάδες χιλιάδες άτομα διαδήλωσαν στις μισές από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, παρά την τρομοκρατία, τις συλλήψεις (που έχουν ξεπεράσει τις 1.700), τους ξυλοδαρμούς και τα δακρυγόνα.
Ο στρατός που έριξε την Σου Κι, κατηγορώντας την για νοθεία στις πρόσφατες εκλογές του περασμένου Νοέμβρη, που έδωσαν συντριπτική πλειοψηφία στο κόμμα της, εμφανίζεται ως εγγυητής της «δημοκρατίας» υποστηρίζοντας την αντιπολίτευση. Πρόκειται σίγουρα για ενδοαστικό καυγά για το διαμοιρασμό της εξουσίας.
Ωστόσο, η άγρια καταστολή του στρατού έχει εξαγριώσει τον κόσμο που δεν είναι διατεθειμένος να ζήσει ξανά μία ακόμα στρατιωτική δικτατορία, παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα φτάσει στο σημείο να εξεγερθεί με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην αστική «δημοκρατία» που αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.