Μέχρι το τέλος της βδομάδας, ο αμερικάνος πρόεδρος αναμένεται να δώσει στη δημοσιότητα την ετήσια έκθεση για την εξέλιξη του πολέμου στο Αφγανιστάν, στην οποία, σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, θα σημειώνεται η «πρόοδος» των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο νότιο και ανατολικό Αφγανιστάν και η «επιτυχία» και η «αποτελεσματικότητα» της στρατηγικής του αμερικάνου διοικητή των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους. Με στόχο να δικαιολογηθεί στην αμερικάνικη κοινή γνώμη η συνέχιση και η κλιμάκωση του πιο μακρόχρονου πολέμου στην ιστορία των ΗΠΑ.
Ομως η εικόνα αυτή δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα στα πολεμικά μέτωπα, όπως αυτή αποτυπώνεται όχι μόνο από αναρίθμητα ρεπορτάζ του διεθνούς τύπου αλλά και από δύο ακόμη πρόσφατα σημαντικά κείμενα.
Το ένα είναι μια απόρρητη έκθεση του αμερικάνικου «National Intelligence Council» για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, που παρουσιάστηκε αυτή τη βδομάδα στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας. Η έκθεση αυτή, σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Αssociated Press (10/12/10), μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι το ΝΑΤΟ ελέγχει μερικά μόνο σημεία στο Αφγανιστάν όπου υπάρχει σημαντικός αριθμός στρατευμάτων, όπως στην Καμπούλ και μερικά μέρη στις επαρχίες Κανταχάρ και Χέλμαντ, όμως μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας παραμένει υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Ακόμη ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί αν ο πακιστανικός στρατός δεν εξαλείψει όλα τα ασφαλή καταφύγια των Ταλιμπάν στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές και κατηγορεί την πακιστανική κυβέρνηση ότι είναι απρόθυμη να το κάνει, γιατί θέλει να παίξει ρόλο στο σκηνικό που θα διαμορφωθεί μετά την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν.
Το δεύτερο κείμενο είναι μια ανοιχτή επιστολή προς τον αμερικάνο πρόεδρο, που υπογράφεται από 23 ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, ειδικούς αναλυτές και πρώην διπλωμάτες και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 13 Δεκεμβρίου, η οποία επισημαίνει ότι η στρατιωτική επιχείρηση του στρατηγού Πετρέους στο νότιο Αφγανιστάν «δεν πηγαίνει καλά», ότι ο πόλεμος είναι οικονομικά «δυσβάσταχτος», ότι η ασφάλεια επιδεινώνεται συνεχώς και η υποστήριξη της Ισλαμαμπάντ στους Ταλιμπάν σημαίνει ότι «δεν είναι ρεαλιστικό να επιμένουμε σε μια στρατιωτική λύση» και υποστηρίζει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει «να ερευνήσει σοβαρά τη δυνατότητα μιας πολιτικής διευθέτησης στην οποία οι Ταλιμπάν να είναι μέρος του αφγανικού πολιτικού συστήματος».
Από την επιστολή αυτή, η οποία δημοσιεύτηκε στη βρετανική εφημερίδα «Telegraph» (13/12/10), παραθέτουμε κάποια ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αποσπάσματα.
«Προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ
Κύριε Πρόεδρε, έχουμε ασχοληθεί και εργαστεί στο Αφγανιστάν, μερικοί από μας για δεκαετίες, ως ακαδημαϊκοί, ειδικοί και μέλη Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Σήμερα, είμαστε πολύ ανήσυχοι για την πορεία του πολέμου και την έλλειψη αξιόπιστων σεναρίων για το μέλλον.
Το κόστος του πολέμου είναι σήμερα πάνω από 120 δισ. δολάρια το χρόνο μόνο για τις ΗΠΑ. Αυτό είναι αβάσταχτο μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, οι ανθρώπινες απώλειες αυξάνονται. Περισσότεροι από 680 στρατιώτες της διεθνούς συμμαχίας, μαζί με εκατοντάδες Αφγανούς, έχουν σκοτωθεί αυτή τη χρονιά στο Αφγανιστάν, και η χρονιά δεν έχει τελειώσει ακόμη….
Παρά το τεράστιο αυτό κόστος, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από πέρσι, γιατί η εξέγερση των Ταλιμπάν έχει σημειώσει πρόοδο σ’ όλη τη χώρα. Τώρα είναι πολύ δύσκολο να δουλέψει κανείς έξω από τις πόλεις ή ακόμη και να μετακινηθεί οδικώς στη χώρα. Οι αντάρτες έχουν ενισχύσει τη θέση τους, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της αφγανικής κυβέρνησης και τα λάθη της συμμαχίας. Οι Ταλιμπάν σήμερα είναι ένα εθνικό κίνημα με σημαντική παρουσία στο βόρειο και δυτικό Αφγανιστάν. Οι ξένες βάσεις είναι εντελώς απομονωμένες από το τοπικό περιβάλλον και ανίκανες να προστατέψουν τον πληθυσμό. Οι ξένες δυνάμεις βρίσκονται ήδη στο Αφγανιστάν περισσότερο χρόνο από το Σοβιετικό στρατό….
Οι επιχειρήσεις στο νότιο Αφγανιστάν, στις επαρχίες Χέλμαντ και Κανταχάρ δεν πηγαίνουν καλά. Αυτή που υποτίθεται θα ήταν μια στρατηγική επικεντρωμένη στον πληθυσμό είναι τώρα μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση, που προκαλεί απώλειες αμάχων και καταστροφή περιουσιών. Οι νυκτερινές επιδρομές έχουν γίνει το κύριο όπλο για την εξόντωση των υποτιθέμενων Ταλιμπάν, όμως πολλοί από τον αφγανικό πληθυσμό θεωρούν αυτές τις μεθόδους παράνομες. Εξαιτίας της βίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων χάνουμε τη μάχη για την καρδιά και το μυαλό των Παστούν στην ύπαιθρο. Αυτά τα μέτρα, πέρα από τα αμφισβητήσιμα στρατιωτικά αποτελέσματά τους, τρέφουν τα παράπονα. Με την ενεργή υποστήριξη του Πακιστάν στους Ταλιμπάν, δεν είναι ρεαλιστικό να στοιχηματίζουμε σε μια στρατιωτική λύση. Οι επιθέσεις με τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη στο Πακιστάν έχουν ασήμαντη επίπτωση στην εξέγερση, όμως αποσταθεροποιούν το Πακιστάν. Οι απώλειες της εξέγερσης αναπληρώνονται με νέες στρατολογίες, που είναι συχνά πιο ριζοσπαστικοί από τους προκατόχους τους.
Η στρατιωτική επιχείρηση καταστέλλει τοπικά και πρόσκαιρα τα συμπτώματα της ασθένειας, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει θεραπεία. Η στρατιωτική δράση μπορεί να πετύχει τοπικές και προσωρινές βελτιώσεις στην ασφάλεια, αλλά αυτές οι βελτιώσεις δεν πρόκειται ούτε να έχουν διάρκεια ούτε να γίνουν στις τεράστιες περιοχές που δεν φρουρούνται από δυτικές δυνάμεις χωρίς πολιτική συμφωνία.
Το χρονικό όριο του 2014 για να αναλάβει ο αφγανικός στρατός την ευθύνη για την ασφάλεια της χώρας δεν είναι ρεαλιστικό. Λαμβάνοντας υπόψη τη γρήγορη εξαφάνιση της κρατικής δομής σε περιφερειακό επίπεδο, είναι δύσκολο να οραματιστούμε έναν ισχυρό στρατό που να μπορεί να σταθεί μόνος του, χωρίς άλλους κρατικούς θεσμούς γύρω του. Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι Ταλιμπάν είναι ένα μακροπρόθεσμο τμήμα του αφγανικού πολιτικού τοπίου και είναι ανάγκη να προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε μαζί τους για να φτάσουμε σε μια συμφωνία. Η ηγεσία των Ταλιμπάν έχει εκδηλώσει την επιθυμία της να διαπραγματευτεί και είναι προς το συμφέρον μας να μιλήσουμε μαζί της. Στην πραγματικότητα, οι Ταλιμπάν ενδιαφέρονται πρωταρχικά για το μέλλον του Αφγανιστάν και όχι – αντίθετα με ό,τι μερικοί ίσως νομίζουν – για μια παγκόσμια ισλαμική τζιχάντ. Οι δεσμοί τους με την Αλ – Κάιντα, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν βρίσκεται πια στο Αφγανιστάν, είναι αδύνατοι. Είναι ανάγκη να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να ερευνήσουμε σοβαρά τη δυνατότητα μιας πολιτικής συμφωνίας, στην οποία οι Ταλιμπάν θα είναι μέρος του αφγανικού πολιτικού συστήματος.
Οι υπάρχουσες επαφές ανάμεσα στους Ταλιμπάν και την κυβέρνηση Καρζάι δεν είναι αρκετές. Οι ΗΠΑ πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τους αντάρτες και να θέσουν το πλαίσιο της συζήτησης με τρόπο που να παρθούν υπόψη τα αμερικάνικα συμφέροντα ασφάλειας… Είναι καλύτερα να διαπραγματευτούμε τώρα παρά αργότερα, αφού οι Ταλιμπάν θα είναι πιθανόν ισχυρότεροι τον επόμενο χρόνο. Η κατάπαυση του πυρός και η επιστροφή της ηγεσίας της εξέγερσης στο Αφγανιστάν θα μπορούσε να είναι τμήμα της διαδικασίας αποκλιμάκωσης, που θα οδηγήσει σε μια συμμαχική κυβέρνηση. Χωρίς καμιά δυνατότητα στρατιωτικής νίκης, η σημερινή πολιτική θα φέρει τις ΗΠΑ σε πολύ δύσκολη θέση…».