Μετά από 11 μέρες ανελέητων βομβαρδισμών παλαιστίνιων αμάχων από τον ισραηλινό στρατό στη Γάζας, η Παλαιστινιακή Αντίσταση στέφθηκε νικήτρια για άλλη μια φορά, οδηγώντας τους σιωνιστές σε μια ταπεινωτική εκεχειρία που μόνο ως ήττα μπορεί να εκληφθεί, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις από το στόμα του εκπροσώπου Τύπου του ισραηλινού στρατού. Το γεγονός αυτό δεν αναπαράγεται μόνο στα φιλοπαλαιστινιακά μέσα ενημερώσης, αλλά από μίντια όπως η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz και το Associated Press που μόνο φιλοπαλαιστινιακά δεν μπορεί να τα αποκαλέσει κάποιος.
Ο λόγος για τον οποίο αυτός ο νέος κύκλος αναμέτρησης του παλαιστινιακού λαού με τους σιωνιστές κατακτητές αποτελεί ήττα για τους τελευταίους είναι ότι το Ισραήλ δεν πέτυχε ούτε έναν από τους διακηρυγμένους στόχους του, που στην αρχή ήταν η καταστροφή της Αντίστασης, για να γίνει στην συνέχεια ο περιορισμός των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της. Αντ’ αυτών, το Ισραήλ αναγκάστηκε να κάνει, έστω και προσωρινά, πίσω στο θέμα του Τεμένους Αλ Ακσα και της συνοικίας Σέιχ Τζαρά στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Η τακτική των σιωνιστών στη νέα εναέρια επίθεσή τους στη Γάζα κινήθηκε για άλλη μια φορά στο πλαίσιο της σιωναζιστικής αρχής της συλλογικής ευθύνης. Τα ισραηλινά μαχητικά χτυπούσαν αποκλειστικά πολιτικές υποδομές, σκοτώνοντας περισσότερους από 200 άμαχους, ανάμεσά τους δεκάδες παιδιά, με μοναδικό στόχο να στρέψουν τους Παλαιστίνιους της Γάζας ενάντια στην Αντίσταση. Πέτυχαν, βέβαια, ακριβώς το αντίθετο, όχι μόνο στη Γάζα αλλά σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη και στους Παλαιστίνιους της Διασποράς.
Ο παλαιστινιακός λαός είναι όσο ποτέ άλλοτε δεμένος σφιχτά με την Αντίσταση σε μια αδιάσπαστη ηθικοπολιτική ενότητα. Αυτό το διαπιστώνει το Ισραήλ, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι για να το καταπολεμήσει, ενώ η μόνη επιλογή που έχει είναι αυτή της εθνοκάθαρσης που εφαρμόζει καθημερινά, στοχεύοντας να διατηρήσει το υφιστάμενο στάτους στο έδαφος. Γι’ αυτό και έσπευσε να κλείσει εκεχειρία, βλέποντας ότι όχι μόνο βρίσκεται σε αδιέξοδο σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά παρά τα χτύπηματα στην Γάζα, οι ρουκέτες «της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας», όπως τις βάφτισαν οι Παλαιστίνιοι της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, συνεχίζουν να σφυροκοπούν το Τελ Αβίβ κατά βούληση.
Η εξολόθρευση των ρουφιάνων του Ισραήλ στη Γάζα από την Αντίσταση πριν από μερικά χρόνια, περιόρισε δραματικά την τράπεζα στόχων του ισραηλινού στρατού και παράλληλα μετέτρεψε τη Γάζα σε αχαρτογράφητο έδαφος, γεμάτο με θανάσιμους κινδύνους για τις χερσαίες δυνάμεις του. Ετσι εξηγείται η ιδιαίτερη απροθυμία του Ισραήλ να εισβάλει χερσαία στη Γάζα, αφού το 2014 πήρε μια γεύση, ενώ αυτή τη στιγμή οι πιθανότητες να μετατραπεί μια τέτοια επίθεση σε παγίδα θανάτου για τους στρατιώτες του ήταν πολύ αυξημένες. Χωρίς μεγάλα λόγια, που έτσι κι αλλιώς δεν τα συνηθίζει, η Αντίσταση έδωσε στους σιωνιστές να καταλάβουν ότι πλέον μια χερσαία εισβολή στη Γάζα είναι πέραν των δυνατοτήτων τους.
Μετά από κάθε σιωνιστική εισβολή, η Αντίσταση ενισχύεται επιχειρησιακά, πολιτικά και κοινωνικά, ενώ παράλληλα έχει επικρατήσει κατά κράτος σε προπαγανδιστικό επίπεδο σε βάρος των σιωνιστών, οξύνοντας τη γκρίνια στο εσωτερικό της σιωνιστικής οντότητας. Παράλληλα, το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης που έχει αναπτυχθεί δεν μένει αποκλειστικά σε πασιφιστικά προτάγματα, αλλά μεγάλο μέρος του υπερασπίζεται το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού στον ένοπλο αγώνα, ως τη μόνη διέξοδο που έχει για να αμυνθεί απέναντι στην ισραηλινή επιθετικότητα, κάτι που αποτελεί ποιοτική αναβάθμιση σε σχέση με το παρελθόν.
Είναι σίγουρο ότι τα ουρλιαχτά των σειρήνων της αεράμυνας θα στοιχειώνουν τον ύπνο, όχι μόνο των Ισραηλινών που διαμένουν στους παρακείμενους στη Γάζα οικισμούς, αλλά στην καρδιά του σιωνιστικού κτήνους, το Τελ Αβίβ. Πλέον ο πόλεμος παύει να είναι μια εικόνα στις ειδήσεις ή αντικείμενο ρατσιστικών σχολίων των θαμώνων στις ισραηλινές καφετέριες, που ηδονίζονται στη θέα του παλαιστινιακού αίματος, αλλά κάτι που πέφτει στα κεφάλια τους. Η ισραηλινή κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία που μπορεί να σηκώσει απώλειες, ούτε καν στρατιωτών, πόσω μάλλον πολιτών. Η παρατεταμένη σύγκρουση, με τους όρους που έγινε η τελευταία, δεν αποτελεί επιλογή της, σε αντίθεση με την παλαιστινιακή, που είναι μια κοινωνία που παλεύει για λευτεριά και ανεξαρτησία και δεν υπολογίζει θυσίες (έτσι κι αλλιώς έχει ήδη κάνει τεράστιες).
Παράλληλα, ο ισραηλινός καπιταλισμός, όπως κάθε καπιταλισμός, δεν συμπαθεί -με οικονομικούς όρους- την παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική αστάθεια. Πλέον αυτή η αστάθεια δεν πηγάζει μόνο από τη Γάζα ή τη Δυτική Οχθη, αλλά από την Ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Χάιφα και άλλες πόλεις στο εσωτερικό του Ισραήλ, όπου υπάρχουν συμπαγείς κοινότητες Παλαιστινίων, οι οποίοι στο σύνολο τους ξεπερνούν το 20% του πληθυσμού του Ισραήλ, αριθμώντας περίπου 1,5 εκατομμύριο. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι ρουκέτες εναντίον ισραηλινών στόχων από το Λίβανο, που μπορεί να μην προξένησαν ζημιές, αλλά έρχονται να υπενθυμίσουν ότι απέναντι στη σιωνιστική επιθετικότητα οι Παλαιστίνιοι δεν είναι μόνοι. Για τους σιωνιστές είναι άγνωστο αν μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά δυο μέτωπα, στα οποία η Αντίσταση εφαρμόζει τακτικές ανταρτοπολέμου.