Τέσσερα χρόνια μετά την αυτοπυρπόληση του μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι (17/12/2010), που πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις σε όλη την Τυνησία, με τουλάχιστον 300 νεκρούς από τα πυρά της αστυνομίας, και ανάγκασε το δικτάτορα Μπεν Αλί να εγκαταλείψει τη χώρα, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και συνεργάτες του καθεστώτος Μπεν Αλί αναλαμβάνουν ξανά τα ηνία της εξουσίας. Μέσω εκλογών αυτή τη φορά.
Συγκεκριμένα, στις προεδρικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Δεκέμβρη νικητής αναδείχτηκε ο 88χρονος αντι-ισλαμιστής δικηγόρος Beji Caid Essebsi, με αντίπαλο το Moncef Marzouki από το ισλαμικό κίνημα Αλ – Νάχντα. Ο Essebsi υπήρξε υπουργός Εσωτερικών επί του καθεστώτος Χαμπίμπ Μπουργκίμπα και στενός συνεργάτης του Μπεν Αλί. Υποστηρίζεται από το κόμμα «Νidaa Tounes», στο οποίο συμμετέχουν πολλά μέλη του παλιού κόμματος του Μπεν Αλί, το οποίο διαλύθηκε όταν η λαϊκή εξέγερση ανάγκασε τον Μπεν Αλί να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τη χώρα. Προβάλλεται ως υπέρμαχος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και του «κύρους του κράτους» και κατηγορεί τους ισλαμιστές ότι κατέστρεψαν τη χώρα μετά τη λαϊκή εξέγερση. Τόσο το παρελθόν του όσο και οι πολιτικές θέσεις του προκαλούν έντονη ανησυχία στο κομμάτι της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας που πρωτοστάτησε και συμμετείχε στη λαϊκή εξέγερση ότι θα καταργήσει τις πολιτικές ελευθερίες που κατακτήθηκαν με τη λαϊκή εξέγερση και ότι στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» θα αρχίσει τις διώξεις κατά των ισλαμιστών και στη συνέχεια όλων των πολιτικών του αντιπάλων, εφαρμόζοντας την τακτική του δικτάτορα Σίσι στην Αίγυπτο.
Εκτός από το αξίωμα του προέδρου, το δεύτερο ανώτατο πολιτικό πόστο αναμένεται επίσης να καταλάβει κορυφαίος κυβερνητικός αξιωματούχος του καθεστώτος Μπεν Αλί. Στις 5 Γενάρη, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος ανέθεσε στον Habib Essid, ανώτατο αξιωματούχο του υπουργείου Εσωτερικών στην υπηρεσία Ασφάλειας επί Μπεν Αλί, να αναλάβει ως πρωθυπουργός το σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Essid όχι μόνο παρέμεινε στη θέση του αλλά διορίστηκε και υπουργός Εσωτερικών μετά την παραίτηση του Μπεν Αλί. Υποστηρίζεται από το κόμμα «Νidaa Tounes», το οποίο κατέλαβε την πρώτη θέση στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Οκτώβρη κερδίζοντας 86 σε σύνολο 217 εδρών. Ωστόσο, αναμένεται να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή με την υποστήριξη άλλων μικρότερων κομμάτων.
Τη δεύτερη θέση στις βουλευτικές εκλογές κατέλαβε το μετριοπαθές ισλαμικό κίνημα Αλ – Νάχντα, το οποίο υποστήριξε την υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα του Μοncef Marzouki, αντίπαλου του καθεστώτος Μπεν Αλί και εξόριστου για χρόνια στη Γαλλία, ο οποίος προβάλλεται ως εγγυητής των πολιτικών ελευθεριών και υπερασπιστής της λαϊκής εξέγερσης που ανέτρεψε τον Μπεν Αλί.
Είναι φανερό ότι η παλιά φρουρά, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και στενοί συνεργάτες του δικτάτορα Μπεν Αλί επιστρέφουν πανηγυρικά στην εξουσία. Ο Μπεν Αλί αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αλλά οι μηχανισμοί του καθεστώτος παρέμειναν άθικτοι, ενώ οι άνθρωποί του σε θέσεις κλειδιά, με την υποστήριξη της αστικής τάξης και των ΜΜΕ, προετοίμαζαν μεθοδικά την επάνοδο στην εξουσία των πολιτικών δυνάμεων «του νόμου και της τάξης», κατά το πρότυπο της στρατιωτικής χούντας στην Αίγυπτο προσαρμοσμένο στις συνθήκες της Τυνησίας.
Μια ακόμη λαϊκή εξέγερση έχει άδοξο τέλος. Η έλλειψη πολιτικών δυνάμεων που να εκφράζουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχολαϊκών στρωμάτων οδηγεί στην ανακύκλωση των διαχειριστών της εξουσίας. Οι ισλαμιστές, που έπαιξαν πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο μετά την ανατροπή του Μπεν Αλί, ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν να θίξουν τους μηχανισμούς και τους ανθρώπους του καθεστώτος Μπεν Αλί. Αντίθετα συνεργάστηκαν μαζί τους. Δεν κατάφεραν να ανακουφίσουν στο ελάχιστο τα λαϊκά προβλήματα, διέψευσαν τις προσδοκίες μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, απογοήτευσαν. Στις συνθήκες αυτές, ακόμη και οι όποιες πολιτικές ελευθερίες κατακτήθηκαν είναι εξαιρετικά ευάλωτες, ιδιαίτερα τώρα που τη διαχείριση της εξουσίας αναλαμβάνουν πολιτικές δυνάμεις που θα επιδιώξουν να πάρουν τη ρεβάνς καταργώντας τις κατακτήσεις της λαϊκής εξέγερσης.