Η στήλη σήμερα είναι αφιερωμένη σε δυο νέα παιδιά που δεν βρίσκονται πλέον ανάμεσά μας. Σε δυο παίχτες του βόλεϊ που ο τραγικός χαμός τους συγκλόνισε όσους τους γνωρίσαμε. Το κείμενο αυτό γράφεται λίγο μετά την κηδεία του Γρηγόρη. Είχε προηγηθεί αυτή του Σήφη. Προσπάθησα να μαζέψω το μυαλό και τις σκέψεις, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις δύσκολα μπορεί η λογική να αντιπαρατεθεί με το συναίσθημα. Είμαι σίγουρος ότι οι αναγνώστες της στήλης θα δικαιολογήσουν την επιλογή να μην ασχοληθούμε με την τρέχουσα αθλητική επικαιρότητα.
Την περασμένη βδομάδα, βράδυ Σάββατου, ξημερώματα Κυριακής, γυρνώντας από νυχτερινή βόλτα, o Σήφης και ο Γρηγόρης συναντήθηκαν με το χάρο στην παραλιακή και ξεκίνησαν για το τελευταίο ταξίδι τους. Είχα την τύχη να τους έχω «ζήσει» και όχι απλά να τους γνωρίζω. Είχαν παίξει στο Παγκράτι, στην τελευταία χρονιά πριν τη διάλυση του τμήματος. Η αγωνιστική περίοδος 2007-08 στην Α2 ήταν για μένα η πιο γοητευτική, η πιο δημιουργική και η εντονότερη συναισθηματικά, στα περίπου 20 χρόνια που ασχολούμαι με το Παγκράτι. Ηταν η χρονιά που μια παρέα φίλων, οπαδών της ομάδας, καταφέραμε να κάνουμε πράξη το σύνθημα «η ομάδα ανήκει στον λαό της». Κόντρα σε κάθε λογική, αποφασίσαμε να αναλάβουμε τις διοικητικές, οικονομικές και αγωνιστικές υποχρεώσεις και ευθύνες. Εκτός από την ευχαρίστηση και τη δικαίωση των κόπων μας, όταν η ομάδα έμεινε στην κατηγορία (παρά το γεγονός ότι όλοι στο χώρο του βόλεϊ μας θεωρούσαν το πρώτο φαβορί για υποβιβασμό), βιώσαμε με τον πιο άμεσο τρόπο την έννοια ομάδα-παρέα. Κάθε παιχνίδι, κάθε προπόνηση, κάθε νίκη, κάθε ήττα τις «ζούσαμε» και τις ευχαριστιόμαστε. Ζήσαμε την ουτοπία μιας «επαγγελματικής» ομάδας, που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις των οπαδών ή, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, ζήσαμε την επιτυχημένη προσπάθεια μιας παρέας οπαδών να φτιάξουν μια ομάδα ανταγωνιστική σε μια επαγγελματική κατηγορία.
Θυμάμαι όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με τον Σήφη και τον Γρηγόρη σε μια καφετέρια στο Παγκράτι, προκειμένου να συζητήσουμε την ένταξή τους στην ομάδα. Κάναμε μια συζήτηση για τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που υπήρχε, τους αναλύσαμε τη φιλοσοφία μας για την ομάδα που θέλαμε να φτιάξουμε και τους προτείναμε ένα ποσό που δεν έφτανε ούτε για τη βενζίνη που θα χαλούσαν για να πηγαινοέρχονται στην προπόνηση. Και οι δύο απάντησαν με ένα πλατύ χαμόγελο και με τον ίδιο τρόπο: «Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να υπάρχει καλό κλίμα στην ομάδα, να παίξουμε, να το ευχαριστηθούμε και το οικονομικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα». Αμέσως, έγιναν ενεργά μέλη αυτής της παρέας και ζήσαμε μαζί μια γοητευτική περιπέτεια. Την επόμενη χρονιά το Παγκράτι διαλύθηκε (όλα τα ωραία κρατούν λίγο), οι δρόμοι μας χώρισαν, όμως κάθε φορά που συναντιόμαστε στα γήπεδα το χαμόγελό τους καθώς έρχονταν να με χαιρετήσουν ξαναέφερνε στη μνήμη μου τις όμορφες στιγμές που είχα περάσει μαζί τους.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, μου έγινε μια πρόταση να ασχοληθώ με το βόλεϊ της Μεταμόρφωσης. Οι τακτικοί αναγνώστες της στήλης, που γνωρίζουν την τρέλα μου για το Παγκράτι, είμαι σίγουρος ότι θα απορούν. Είδα την πρόταση με θετικό τρόπο, γιατί εκεί είχε δημιουργηθεί μια παρέα αντίστοιχη με αυτή που είχαμε φτιάξει στο Παγκράτι. Το μοντέλο της ομάδας-παρέας θα προσπαθούσαμε να το πετύχουμε και στη Μεταμόρφωση. Συναντηθήκαμε λοιπόν ξανά με τον Γρηγόρη και τον Σήφη. Το γέλιο τους ακούγονταν πλέον στο κλειστό της Μεταμόρφωσης. Λίγες ώρες πριν το μοιραίο ατύχημα είμαστε μαζί και μετά από το φιλικό συζητούσαμε για το πρωτάθλημα που είχαμε μπροστά μας. Δεν καταφέραμε να τη ζήσουμε μαζί μια ακόμη όμορφη χρονιά. Εφυγαν νωρίς για το τελευταίο ταξίδι τους…
Ο Σήφης και ο Γρηγόρης δεν ήταν πρωτοκλασάτοι παίχτες, δεν ήταν τα πρώτα βιολιά σε μια από τις μεγάλες ομάδες, δεν σημάδεψαν με το πέρασμά τους το βόλεϊ, για να γίνει ο τραγικός χαμός τους είδηση στις εφημερίδες και τα κανάλια. Στην κηδεία τους ήμασταν εκατοντάδες αυτοί που τους συνόδεψαν μέχρι την τελευταία τους κατοικία, δεν είδα όμως να βρίσκεται εκεί η «ελίτ» του αθλήματος, η οποία αρκέστηκε σε συλλυπητήρια τηλεγραφήματα και ανακοινώσεις. Ισως γιατί δεν ζούσαν από το βόλεϊ, αλλά ζούσαν για το βόλεϊ. Ηταν δυο από τα δεκάδες παιδιά που θα μπορούσαν άνετα να συγκριθούν με τον καλύτερο επαγγελματία παίχτη, αφού τα έδιναν όλα καθημερινά στην προπόνηση για να γίνουν καλύτεροι και να ευχαριστηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο το παιχνίδι. Γι΄ αυτό ίσως και γελού-σαν συνεχώς στις προπονήσεις. Ηταν δυο από τα δεκάδες παιδιά που δουλεύουν με επιμονή και επιμονή για να γίνουν καλύτεροι και να μπορέσουν να ευχαριστηθούν το χόμπι τους. Ηταν δυο από τα δεκάδες παιδιά που είχαν το όνειρο να ανέβουν στην κορυφή του ελληνικού βόλεϊ και που όταν κατάλαβαν ότι δεν τα καταφέρνουν να το εκπληρώσουν, δεν τα παράτησαν, αλλά έβαλαν διαφορετικές προτεραιότητες και αποφάσισαν να συμμετέχουν στο παιχνίδι για την προσωπική τους ευχαρίστηση. Ηταν δυο από τα δεκάδες παιδιά που με τον προσωπικό τους αγώνα στηρίζουν το οικοδόμημα του ελληνικού βόλεϊ και δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιους, παράγοντες και πρωτοκλασάτους παίχτες, να βγάζουν φράγκα και να ζουν από το άθλημα. Ηταν, για να το πούμε κυνικά, γιατί είναι πολύ κυνικός ο επαγγελματικός αθλητισμός, τα παιδιά που δεν κατάφεραν να κάνουν το μεγάλο άλμα και πλέον στις δικές τους πλάτες γίνονται μπίζνες και τζογάρονται εκατομμύρια ευρώ.
Ο Γρηγόρης και ο Σήφης και οι δεκάδες παίχτες που είναι στην ίδια κατηγορία με αυτούς δεν κατάφεραν και δεν θα καταφέρουν στο μέλλον να βάλουν το στίγμα τους στο ελληνικό βόλεϊ. Εδωσαν όμως ένα άλλοθι σε όσους ασχολούμαστε με «επαγγελματικές» ομάδες, ενώ είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι με τον επαγγελματικό αθλητισμό. Ο δικός τους ιδρώτας, η δική τους επιμονή και η δική τους προσπάθεια μέσα στο γήπεδο μας δίνουν τη δυνατότητα να φτιάχνουμε τις αθλητικές μας «ουτοπίες» και να μπορούμε να χαιρόμαστε τις χαρές και τις λύπες, τη γοητεία μιας ομάδας-παρέα. Καλό ταξίδι μάγκες και ελπίζω Σήφη να βγάζεις καλές μπάλες στον Γρήγορη…
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ: Βράδυ Τετάρτης. Προσπαθώ να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Χτυπάει το κινητό και ο αριθμός είναι άγνωστος. «Ας είναι για καλό», σκέφτομαι. Ακούω τη φωνή του Δημήτρη (φίλος από το Παγκράτι): «Αρχηγέ, κερνάω, η Ιωάννα είναι έγκυος. Σε πέντε μήνες έρχεται ο διάδοχος». «Να σας ζήσει, με το καλό. Θα κανονίσουμε να τα πούμε και από κοντά», η τυπική απάντησή μου. Στο μυαλό μου έρχεται ο στίχος από τραγούδι του Σαββόπουλου. «Η ζωή κυλάει δίχως να κοιτάει τη δική σου μελαγχολία».