Αρχισαν στην Ιταλία οι καλοκαιρινές εκπτώσεις. Λίγο νωρίτερα από τη συνηθισμένη ημερομηνία, αμέσως μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ. Οπως καταλάβατε, αναφερόμαστε στην απόφαση για το ποδοσφαιρικό σκάνδαλο στη γειτονική χώρα. Οι ποινές ήταν μικρότερες (σχεδόν στο μισό) από αυτές που πρότεινε ο εισαγγελέας. Αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά ότι η Δικαιοσύνη όχι μόνο δεν είναι τυφλή, αλλά έχει τα μάτια της ορθάνοιχτα.
Είχαμε γράψει σε προηγούμενα φύλλα, ότι η δικαστική έρευνα δεν είχε σκοπό να αλλάξει το στάτους κβο και να γκρεμίσει το σάπιο οικοδόμημα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αλλά αντίθετα ήθελε να το διατηρήσει, τιμωρώντας αυτούς που είχαν εμπλακεί στο σκάνδαλο, όχι γιατί έστησαν το συγκεκριμένο κύκλωμα, αλλά γιατί δεν κατάφεραν να το κρατήσουν κρυφό. Η άποψή μας αυτή επιβεβαιώθηκε στο ακέραιο. Η ιταλική Δικαιοσύνη δε μπορούσε να τους αφήσει ατιμώρητους, έψαχνε όμως μια δικαιολογία για να τους ρίξει στα μαλακά. Και τη βρήκε. Η κατάκτηση του Μουντιάλ από την Ιταλία δημιούργησε ένα πανηγυρικό κλίμα και προετοίμασε την κοινή γνώμη για τη συγκάλυψη. Με πρόσχημα την κατάκτηση του τίτλου, οι δικαστές εξάντλησαν την «επιείκειά» τους, δίνοντας «μια ακόμη ευκαιρία» στις ομάδες. Από το πουθενά, αφού ελάχιστοι ήταν αυτοί που πίστευαν ότι η Ιταλία μπορεί να φτάσει στην κατάκτηση του Μουντιάλ, βρήκαν την κατάλληλη δικαιολογία. Αλλωστε, άπαντες είχαν φροντίσει να καθυστερήσουν την έκδοση της τελικής απόφασης, ελπίζοντας στο θαύμα, που τελικά έγινε.
Μετά την έκδοση της τελικής απόφασης, κατάπιαν τα στυλό τους οι συνάδελφοι που υμνούσαν την ακέραια και αδέκαστη ιταλική Δικαιοσύνη και ζητούσαν και από την ελληνική να παραδειγματιστεί από αυτή και να λειτουργήσει ανάλογα. Αυτά παθαίνουν όσοι κάνουν μεγάλες μετάνοιες. Συνήθως σπάνε το κούτελό τους.
Οπως σας είχαμε υποσχεθεί, σήμερα θα κάνουμε μια συνολική αποτίμηση του Μουντιάλ της Γερμανίας, που θα το ξεχνούσαμε πολύ σύντομα αν δεν υπήρχαν δυο πρόσωπα που έβαλαν τη σφραγίδα τους σε αυτό. Το θέαμα που παρακολουθήσαμε ήταν μέτριο προς το κακό και από τους 64 αγώνες δεν ήταν περισσότεροι από 7-8 αυτοί που πραγματικά μας αποζημίωσαν. Εδώ και δυο-τρία χρόνια πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι το παγκόσμιο ποδόσφαιρο περνάει μια κρίση, εξαιτίας της ακραίας εμπορευματοποίησής του, που έχει σαν αποτέλεσμα να «ξεζουμίζονται» οι πρωτοκλασάτοι ποδοσφαιριστές, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να δίνουν 60-70 αγώνες το χρόνο με τους συλλόγους και τις εθνικές τους ομάδες. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στο Μουντιάλ, αφού οι παίχτες από τους οποίους περιμέναμε να πάρουν τις ομάδες στις πλάτες τους και να μας προσφέρουν θέαμα όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας, αλλά αντίθετα μας απογοήτευσαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Ροναλντίνιο, ο οποίος όχι μόνο δεν μας χάρισε κάποιες από τις μαγικές στιγμές που μας είχε συνηθίσει αγωνιζόμενος με τη Μπαρτσελόνα, αλλά ήταν τελικά ο αρνητικός πρωταγωνιστής για την ομάδα του.
Χωρίς αμφιβολία, ήταν το χειρότερο Μουντιάλ της τελευταίας εικοσαετίας και όπως είπαμε θα το ξεχνούσαμε αμέσως, αν δεν υπήρχαν ο προπονητής της Ιταλίας Μαρτσέλο Λίπι και ο Ζινεντίν Ζιντάν. Τα δυο αυτά πρόσωπα, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία σε όλους εμάς που υποστηρίζουμε ότι το ποδόσφαιρο ήταν, είναι και θα είναι άθλημα που όσο και αν προσπαθήσουν οι καπιταλιστές θα παραμείνει λαϊκό, να αισθανόμαστε δικαιωμένοι. Το ποδόσφαιρο, όπως πολύ σωστά έγραψε στο «Βαθύ Κόκκινο» στο προηγούμενο φύλλο ο Π.Γ., δε θα γίνει ποτέ το πρότυπο του «πολιτικώς ορθού» και αυτό στο συγκεκριμένο Μουντιάλ μας το υπενθύμισαν ο Λίπι και ο Ζιντάν, άσχετα από το αν είχαν (το πλέον πιθανό είναι ότι δεν είχαν) πρόθεση γι’ αυτό.
Ο προπονητής της Ιταλίας ήταν ο μοναδικός προπονητής (για να μην αδικήσουμε κανέναν, και ο ολλανδός προπονητής της Αυστραλίας, ο Χίντικ, κατατάσσεται σ’ αυτή την κατηγορία, αλλά η ομάδα του δεν προχώρησε πολύ και συνεπώς δεν έβαλε τη σφραγίδα του) που αντιμετώπισε το ποδόσφαιρο σαν αυτό που πραγματικά είναι: σαν παιχνίδι. Κόντρα στο ρεύμα και την προπονητική «φιλοσοφία» που επικράτησε στο Μουντιάλ, σύμφωνα με την οποία δε ρισκάρουμε και περιμένουμε από τον αντίπαλο να κάνει το λάθος για να κερδίσουμε το παιχνίδι, ο Λίπι ρίσκαρε, έπαιξε για να κερδίσει και δικαιώθηκε. Διαχειρίστηκε άψογα το έμψυχο υλικό που είχε και το οποίο δεν ήταν το καλύτερο σε σχέση με αυτό των ομάδων που θεωρούνταν φαβορί, έφερνε τα παιχνίδια στα μέτρα της ομάδας του και επιδίωκε να τα κερδίσει και όχι να του το χαρίσει ο αντίπαλος. Ο τρόπος που κοουτσάρισε την ομάδα του στον ημιτελικό με την Γερμανία θα πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα σεμινάρια προπονητικής. Πήρε την ταυτότητα του Κλίνσμαν, όταν αποφάσισε να ενισχύσει την επίθεση της ομάδας του και να διεκδικήσει τη νίκη κόντρα στους Γερμανούς, τη στιγμή που όλοι πίστευαν ότι θα θωρακίσει την άμυνά του. Η επιλογή του αυτή αποδείχτηκε καθοριστική για τη συνέχεια, αφού η ομάδα του όχι μόνο κατάφερε να κερδίσει τη Γερμανία και να φτάσει στον τελικό, αλλά απέκτησε και την απαραίτητη αυτοπεποίθηση, ώστε στη συνέχεια να φτάσει στην κατάκτηση του τίτλου. Απέδειξε με τον πιο έμπρακτο τρόπο ότι όταν αντιμετωπίζεις το ποδόσφαιρο σαν αυτό που πραγματικά είναι, σαν παιχνίδι δηλαδή, στο οποίο κερδίζει αυτός που το θέλει περισσότερο και το παλεύει με κάθε τρόπο, τότε βγαίνεις κερδισμένος, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Αν μάλιστα το αποτέλεσμα είναι θετικό, τότε έχεις πετύχει το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Ο Ζιντάν φρόντισε επίσης να μας αποδείξει ότι το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι που δε μπαίνει σε κανόνες καθωσπρεπισμού, άσχετα αν ο ίδιος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ποδοσφαιριστής εκτός σταρ σίστεμ. Στον αγώνα με τη Βραζιλία έβλεπες καθαρά από τις κινήσεις του και τον τρόπο που λειτουργούσε μέσα στο γήπεδο, ότι έπαιζε πρώτα και κύρια για την προσωπική του ευχαρίστηση και δευτερευόντως για την ομάδα του και το αποτέλεσμα. Και στον τελικό έβαλε το γκολ, έχασε τη μεγαλύτερη ευκαιρία του αγώνα, έπαιξε με το χέρι του χτυπημένο και στο τέλος έκανε και την κίνηση που απέδειξε ότι το ποδόσφαιρο είναι άθλημα που ζει ελεύθερο στις αλάνες και όχι εγκλωβισμένο στα υπερσύγχρονα και με μοναδικές ανέσεις γήπεδα, που επιβάλλει η επαγγελματοποίησή του. Η κουτουλιά που έριξε στο Ματεράτσι ήταν η κίνηση που έσπασε τα δεσμά με τα οποία το έχουν δέσει οι καπιταλιστές και το επανέφερε στιγμιαία στις αλάνες της Μασσαλίας, όπου έμαθε να κλωτσάει την μπάλα, στις αλάνες όλου του κόσμου, όπου τα παιδιά της εργατικής τάξης «σπάνε» τα πόδια τους, στην προσπάθειά τους να γευτούν την ηδονή που προσφέρει το ποδόσφαιρο.
Δυστυχώς, η επαναφορά ήταν στιγμιαία. Οχι μόνο γιατί ο ίδιος με τη μετέπειτα στάση του φρόντισε να ξαναπάρει τη θέση του στο σταρ σίστεμ του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, επιλέγοντας το δρόμο του Πελέ και όχι τον δρόμο του Μαραντόνα, αλλά και γιατί η εργατική τάξη και τα παιδιά της έχουν από καιρό αποδεχτεί την προσπάθεια των καπιταλιστών να το μετατρέψουν από λαϊκό άθλημα σε σπορ για τα κωλόπαιδα της καλής κοινωνίας. Ευτυχώς για όλους μας, αυτή η προσπάθεια θα είναι τελικά μάταιη. Οσο θα υπάρχει έστω και ένας πιτσιρίκος σε μια αλάνα του πλανήτη που να κλωτσάει τη μπάλα για την δική του ευχάριστη και μόνο, το ποδόσφαιρο θα παραμένει λαϊκό άθλημα. Και επειδή πάντα θα υπάρχει ένας πιτσιρίκος, η ελπίδα θα είναι πάντα ζωντανή. Αλλωστε, το λέει και το τραγούδι: «έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», ακόμη και αν ο Ζιντάν δεν κατάφερε να γίνει Μαραντόνα.
Κος Πάπιας
ΥΓ: Μετά την Ιταλία, και στην Αγγλία άρχισαν έρευνες για σκάνδαλο που αφορά παράνομες μεταγραφές ποδοσφαιριστών. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, στο σκάνδαλο εμπλέκονται κορυφαίες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ και αποκαλύπτεται ότι σε πάρα πολλές μεταγραφές «λείπουν» μεγάλα χρηματικά ποσά. Ειδική ομάδα της Σκότλαντ Γιαρντ ερευνά την υπόθεση και τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής έρευνας αναμένονται στα μέσα Σεπτέμβρη. Η χαρά του αθλητικογράφου είναι το φετινό καλοκαίρι, αφού υπάρχει πληθώρα θεμάτων, σε αντίθεση με άλλες χρονιές που ψάχναμε με το φανάρι θέματα για τη στήλη.