Το προεδρείο της ΠΟΣΔΕΠ επέλεξε ως «συνομιλητή» ο ΣΥΡΙΖΑ για να ξεδιπλώσει την προεκλογική του ατζέντα, φορτωμένη με μπόλικα «θα», που απαιτούν γενναία χρηματοδότηση των ΑΕΙ, με εξαγγελίες για κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και του μαθητοκτόνου νομοθετικού οπλοστάσιου της ΝΔ και στολισμένη με αντικατασταλτική ρητορεία.
Στη συνάντηση με την ΠΟΣΔΕΠ, που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 15 Δεκέμβρη, η αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία (Ράνια Σβίγκου, Γιώργος Βασιλειάδης, Μερόπη Τζούφη, Κώστας Γαβρόγλου) επανέλαβε όσα είχε υποσχεθεί ο Τσίπρας στη ΔΕΘ ως σύγχρονος Μαυρογιαλούρος.
Από τα πρώτα μελήματα, λέει, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα είναι
- η κατάργηση όλων των διατάξεων που αφορούν την πανεπιστημιακή αστυνομία
- η διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας της εκλογικής διαδικασίας ανάδειξης των μονοπρόσωπων και συλλογικών οργάνων διοίκησης
- η αποκατάσταση του ασύλου και η αναδιατύπωση της έννοιας των ακαδημαϊκών ελευθεριών
- η κατάργηση των αντιεκπαιδευτικών νόμων της κυβέρνησης της ΝΔ, συμπεριλαμβανομένης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής
- ο διπλασιασμός, σε βάθος τετραετίας, της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, αλλά και του αριθμού των μελών ΔΕΠ
- η παροχή δωρεάν φοίτησης σε όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα
- η πρόβλεψη για ειδική χρηματοδότηση των πανεπιστημιακών ερευνητικών κέντρων
- η επαναφορά του συστήματος εισαγωγής των λεγόμενων «πράσινων» και «κόκκινων» σχολών
- η επαναφορά της λειτουργίας των Διετών Προγραμμάτων Σπουδών, όπου θα εισάγονται χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ
- η διαμόρφωση ενός Εθνικού Σχεδίου Φοιτητικής Στέγης
- και τέλος το κερασάκι στην τούρτα που είναι η ίδρυση ενός Υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης και Ερευνας.
Είναι φανερό ότι οι εξαγγελίες για διπλασιασμό της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και του αριθμού των μελών ΔΕΠ και παροχή δωρεάν φοίτησης σε όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα απαιτούν πρόσθετη γενναία χρηματοδότηση των ΑΕΙ. Πρόκειται για τσάμπα γαλαντομίες των Συριζαίων, από την ασφάλεια της θέσης της αντιπολίτευσης, όταν είναι γνωστό ότι η χώρα, ανεξαρτήτου διακυβέρνησης, θα είναι για χρόνια κάτω από συνεχή σκληρή δημοσιονομική επιτήρηση από τους ιμπεριαλιστές δανειστές, που βάζουν φρένο σε κάθε επιπλέον κοινωνική δαπάνη.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πονηρός ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι ο διπλασιασμός της χρηματοδότησης και του αριθμού των μελών ΔΕΠ θα γίνει σε βάθος τετραετίας. Το έκανε για να κρατήσει «πισινή». Το ίδιο υποψιαζόμαστε ότι θα γίνει και με τη δωρεάν φοίτηση σε όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα. Το τελευταίο μάλιστα μπήκε σκόπιμα για να τονίσει τη διάσταση δήθεν με την πολιτική της Κεραμέως, που γενίκευσε ουσιαστικά τα δίδακτρα σε όλα τα μεταπτυχιακά, ξεσηκώνοντας την κατακραυγή των φοιτητών.
Οσον αφορά δε, τη «διαμόρφωση ενός Εθνικού Σχεδίου Φοιτητικής Στέγης», αυτό θα γίνει σίγουρα με Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε απεμπόλησε, που θα ανοίξουν το δρόμο για την επιβολή ενοικίου -έστω και μικρού στην αρχή- στους εστιακούς φοιτητές.
Την παρουσία ιδιωτικού τομέα διαβλέπουμε πίσω και από την «πρόβλεψη για ειδική χρηματοδότηση των πανεπιστημιακών ερευνητικών κέντρων», αφού είναι πάγια πλέον τακτική όλων των αστικών κυβερνήσεων να χρηματοδοτείται η όποια έρευνα από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξασφαλίζοντας τσάμπα πανεπιστημιακές υποδομές και καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό, επιδιώκουν τη μέγιστη κερδοφορία τους.
Αλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε αρνήθηκε τον πυρήνα της επιχειρηματικής λειτουργίας του πανεπιστήμιου, αντίθετα τον προώθησε και με το νόμο Γαβρόγλου για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα: Π.χ. νομοθετήθηκαν οι διετείς δομές στα ΑΕΙ για αποφοίτους ΕΠΑΛ, τα Κέντρα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης στα ΑΕΙ, τα δίδακτρα (τέλη φοίτησης) στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ), η χρηματοδότηση από ιδιωτικούς φορείς, τα περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας (Α.Σ.Α.Ε.Ε.), κ.λπ.
Τα τελευταία (τα περιφερειακά Α.Σ.Α.Ε.Ε.) αντικατέστησαν τα κακόφημα Συμβούλια Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου και τώρα, όπως καταλαβαίνουμε, θα αντικαταστήσουν τα Συμβούλια Διοίκησης της Κεραμέως.
Είναι τα όργανα που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργία του δημόσιου πανεπιστήμιου με όρους αγοράς. Εξ ου και η συμμετοχή στα Ακαδημαϊκά Συμβούλια των «τοπικών παραγόντων» και των εκπροσώπων των καπιταλιστών. Διεκδικούν δε, «χρηματοδοτήσεις και από πηγές διαφορετικές του κρατικού προϋπολογισμού (ΠΕΠ), αλλά και από διεθνείς φορείς, όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων», «έχουν αναπτυξιακό και συντονιστικό ρόλο» και «ασκούν απολογιστικό έλεγχο στα οικονομικά των ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων».
Στις σημερινές εξαγγελίες της, η αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αποφεύγει να πει ρητά ότι θα καταργήσει τα Συμβούλια Διοίκησης, ίσως και για το λόγο ότι ήδη έχει γίνει η συγκρότησή τους σε κάποια πανεπιστήμια, δημιουργώντας …τετελεσμένα. Μιλά, λοιπόν, γενικά για «τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας της εκλογικής διαδικασίας ανάδειξης των μονοπρόσωπων και συλλογικών οργάνων διοίκησης», γιατί δεν θέλει να «προγκίξει» για λόγους ψηφοθηρικούς κάποιους πανεπιστημιακούς που ήδη έχουν αναλάβει πόστα.
Ισως, λοιπόν, δούμε τροποποιήσεις στον τρόπο εκλογής των Πρυτάνεων και των Αντιπρυτάνεων, και των εκπροσώπων των φοιτητών στα όργανα και τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων (Σύγκλητος, Πρυτανικό Συμβούλιο που επανέρχεται, Κοσμητεία, Γενική Συνέλευση Σχολής, Τμήματος, Γενική Συνέλευση Τομέα) με τη συμμετοχή φοιτητών και εργαζόμενων.
Πρόκειται για τη γνωστή συνδιοίκηση, με καθορισμένο τον ρόλο και τη φύση του πανεπιστήμιου στον καπιταλισμό, που προώθησαν και στο παρελθόν όλα τα σοσιαλδημοκρατικά και ρεφορμιστικά κόμματα, με σκοπό να απορροφούν τους κραδασμούς από τις τυχόν αντιδράσεις και να ενσωματώνουν στο σύστημα φοιτητές και εργαζόμενους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει σπέκουλα επίσης με τα όνειρα της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακές σπουδές και την οργή για την εφαρμογή της καρμανιόλας της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής από Μητσοτάκη-Κεραμέως, αλλά και με την αντίθεση του φοιτητικού κινήματος στην εγκατάσταση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, την οποία και δηλώνει ότι θα καταργήσει. Χαϊδεύοντας τα αυτιά της φοιτητικής νεολαίας, συμπληρώνει την δήθεν αντικατασταλτική του πολιτική με την «επαναφορά του ασύλου».
Σκληροί ταξικοί φραγμοί στο «αναβαθμισμένο Λύκειο» του ΣΥΡΙΖΑ
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, εν τάχει, το «αναβαθμισμένο Λύκειο» του ΣΥΡΙΖΑ και το σύστημα εισαγωγής Γαβρόγλου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που ήταν μια καρικατούρα «ελεύθερης πρόσβασης», μια πρόταση κατηγοριοποίησης μαθητών, Τμημάτων και Σχολών με βάση την αγοραία λογική της προσφοράς και της ζήτησης:
Εκτός του ότι διατηρούνται οι δύο τύποι Λυκείων -το Γενικό και το Επαγγελματικό που προορίζεται για τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, τα παιδιά της εργατικής τάξης- κουρελιάζεται και ο πολυδιαφημισμένος αυτόνομος ρόλος του Λυκείου. Το Λύκειο υποτάσσεται απολύτως στην προσπάθεια εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τα όποια ψήγματα γενικής μόρφωσης που έχουν απομείνει να περιορίζονται δραστικά στη Β΄ Λυκείου και να εξαφανίζονται στη Γ΄ Τάξη, που μετατρέπεται αποκλειστικά σε τάξη-φροντιστήριο.
Η απόκτηση του απολυτήριου του Λυκείου δεν είναι εύκολη υπόθεση. «Αναβαθμίζεται» μέσω μίνι πανελλαδικών εξετάσεων στα τέσσερα εξάωρα μαθήματα (τα ίδια με τις πανελλαδικές εξετάσεις), που βαφτίζονται ενδοσχολικές εξετάσεις. Το 40% του βαθμού του απολυτήριου προκύπτει από τις εξετάσεις αυτές, στις οποίες τα θέματα δεν μπαίνουν από τον καθηγητή του σχολείου που γνωρίζει το επίπεδο γνώσης των μαθητών του, αλλά από τους καθηγητές της ομάδας σχολείων ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης και τα γραπτά βαθμολογούνται από καθηγητή άλλου σχολείου.
Οι μαθητές μετά το πέρας της Β΄Λυκείου μαθαίνουν να εσωτερικεύουν «τη μοίρα» τους, να αποδέχονται «το ριζικό» τους. Αυτόν το χαρακτήρα έχει η υποβολή της Α΄ δήλωσης (πρώτο μηχανογραφικό) και μάλιστα σε πολύ περιορισμένο αριθμό επιλογών. Τέρμα τα όνειρα. Οι μαθητές κατηγοριοποιούνται και ο τελικός διαχωρισμός επέρχεται στη Γ΄ Λυκείου, όπου και υποβάλλεται η Β΄δήλωση που είναι και δεσμευτική.
Με βάση τις προτιμήσεις των μαθητών στην Α΄δήλωση και τον αριθμό εισακτέων που θα έχει αποφασιστεί ανά Τμήμα, προκύπτει ένας αριθμός Τμημάτων για τα οποία ο αριθμός των προτιμήσεων είναι μικρότερος από τον αριθμό εισακτέων. Αυτά τα Τμήματα, στα οποία ο αριθμός των αιτήσεων υπολείπεται των διαθέσιμων θέσεων, ονομάζονται «Τμήματα ελεύθερης πρόσβασης» (ΤΕΠ).
Τα υπόλοιπα Τμήματα, δηλαδή εκείνα στα οποία ο αριθμός των αιτήσεων υπερβαίνει τις διαθέσιμες θέσεις, ονομάζονται «Τμήματα πρόσβασης μόνο με πανελλαδικές εξετάσεις» (ΤΠΠΕ).
Μετά την υποβολή της Α΄ δήλωσης, ο μαθητής ενημερώνεται για το ποιες από τις προτιμήσεις του αντιστοιχούν σε ΤΠΠΕ και ποιες σε ΤΕΠ. Από το σύνολο των δηλώσεων προκύπτουν:
(1) Αυτές στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ένα τουλάχιστον ΤΕΠ και,
(2) Αυτές στις οποίες όλα τα Τμήματα είναι ΤΠΠΕ.
Οι μαθητές της κατηγορίας (2), διαγωνίζονται στις πανελλαδικές για την εισαγωγή τους στην Ανώτατη Εκπαίδευση μιας και από τις προτιμήσεις τους στη Α’ δήλωση δεν έχει προκύψει κανένα ΤΕΠ.
Οι μαθητές της κατηγορίας (1) επιβεβαιώνουν αν θα συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις ή αν προτιμούν να εισαχθούν σε ένα από τα ΤΕΠ που είχαν συμπεριλάβει στην Α’ δήλωση με μόνη προϋπόθεση την κτήση του απολυτήριου της Γ΄Λυκείου.
Οι μαθητές που επέλεξαν τις πανελλαδικές, μετά τις εξετάσεις και τη δημοσιοποίηση των βαθμών τους της τελικής επίδοσης, υποχρεούνται να συμπληρώσουν μηχανογραφικό με όσες επιλογές Τμημάτων επιθυμούν.
Ο διαχωρισμός αυτός, που στη ζωή θα είναι και διαχωρισμός απόφοιτων από σχολές ελεύθερης πρόσβασης και από σχολές που απαιτούν συμμετοχή σε πανελλαδικές εξετάσεις, θα έχει ανάλογο αντίχτυπο και στην αγορά εργασίας.
Τέλος, η λειτουργία των Διετών Προγραμμάτων Σπουδών, όπου θα εισάγονται χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ, θα στηρίζεται στη «συνεργασία με τοπικούς παραγωγικούς φορείς». στην εμπλοκή δηλαδή των καπιταλιστών, των επιχειρηματικών ομίλων, των τοπικών παραγόντων στην επιλογή και διαμόρφωση των διετών προγραμμάτων και στο περιεχόμενο σπουδών προς ίδιον όφελος.
Πρόκειται για τα καθρεφτάκια προς τους ιθαγενείς, τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, για τα οποία προορίζονται τα λεγόμενα «πανεπιστημιακά ΙΕΚ».
Η «επαναφορά του ασύλου»
Σε αντίθεση με τη ΝΔ που κατήργησε πλήρως το άσυλο και εφαρμόζει μετά μανίας την πολιτική του «νόμος και τάξη», οι συριζαίοι είχαν νομοθετήσει μια ψευδεπίγραφη επαναφορά του ασύλου, σπεκουλάροντας με τα αισθήματα της φοιτητικής νεολαίας που δεν αντέχει στο σβέρκο της την άγρια καταστολή και τη φίμωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και ιδεών.
Με το νόμο Γαβρόγλου για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα στένεψαν την έννοια του ακαδημαϊκού ασύλου, αφού αυτό «αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση… των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και τη διδασκαλία… την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει». Κοντολογίς, η κατάληψη π.χ. ενός Πανεπιστήμιου ακόμη και από τους φοιτητές μπορεί να θεωρηθεί πράξη «κατάλυσης» από τη μεριά τους του πανεπιστημιακού ασύλου, εφόσον με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται «το δικαίωμα στη μάθηση και την εργασία», εφόσον δηλαδή παρεμποδίζεται η διδασκαλία και η έρευνα ή η εργασία των υπόλοιπων μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας (καθηγητών, εργαζόμενων στο Πανεπιστήμιο).
Η επέμβαση δε, των δυνάμεων καταστολής επιτρέπεται σε «περιπτώσεις πλημμελημάτων και κακουργημάτων αυτεπαγγέλτως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση μετά από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου». Προφανώς, η απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου (αποτελείται από τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις, έναν εκπρόσωπο των φοιτητών και τον εκπρόσωπο των διοικητικών υπαλλήλων) λαμβάνεται κατά πλειοψηφία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι «το Πρυτανικό Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα έστω και αν δεν έχει υποδειχθεί ο εκπρόσωπος των φοιτητών», ενώ «σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάχθηκε ο Πρύτανης». Αυτό, σε απλά ελληνικά, σημαίνει ότι ο Πρύτανης στην ουσία είναι αυτός που αποφασίζει να επιτρέψει την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής στο πανεπιστήμιο.
Οι διατυπώσεις των συριζαίων είναι πολύ πονηρές και αφήνουν επίτηδες «κενά» στην ερμηνεία τους. Π.χ. δε γίνεται αναφορά σε ποιους χώρους του πανεπιστήμιου αναφέρεται το άσυλο. Το σημειώνουμε αυτό επειδή ο νόμος Γιαννάκου (Ν. 3549/2007) περιόρισε για πρώτη φορά το άσυλο στους χώρους μόνο που πραγματοποιείται διδασκαλία και έρευνα, ενώ και το σχετικό άρθρο του νόμου Γαβρόγλου αναφέρεται στην αναγνώριση του ασύλου στην έρευνα, τη διδασκαλία, τη μάθηση και την εργασία.
Γιούλα Γκεσούλη