Είκοσι σελίδες χρειάστηκε το μαγαζί των αστογραφειοκρατών εργατοπατέρων (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) για να μας πει ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να διαμορφωθεί στα 751 ευρώ. Αυτό το ποσό το χαρακτηρίζει «επαρκή και δίκαιο κατώτατο μισθό»!
Αφού θυμίσουμε ότι 751 ευρώ ήταν ο κατώτατος μισθός το 2009 (πριν από 13 χρόνια!) και πετσοκόπηκε βίαια το 2012, με κυβερνητικό διάταγμα δικτατορικού τύπου, κατακρημνιζόμενος στα 586 ευρώ, για να ανέβει το 2019 στα 650 ευρώ και το 2022 στα 663 ευρώ, ρωτάμε:
- Είναι επαρκές εισόδημα τα 751 ευρώ; Μπορεί ένας εργάτης να συντηρηθεί μ’ αυτό το ποσό;
- Από ποια άποψη είναι δίκαιο αυτό το ποσό; Τι είδους δικαιοσύνη είναι αυτή που ένας εργάτης παίρνει 750 ευρώ το μήνα και ένας καπιταλιστής βγάζει περισσότερα από την εργασία αυτού του εργάτη, χωρίς ο ίδιος να εργάζεται; Δεν είναι πρόκληση να γίνεται οποιοσδήποτε λόγος για δικαιοσύνη στην κατανομή του εισοδήματος που προκύπτει από την καπιταλιστική παραγωγή, όταν η εργασία, που είναι ο μοναδικός παραγωγός νέας αξίας, παίρνει ένα μισθό πείνας, ενώ η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, που δεν παράγουν καμιά νέα αξία αλλά απλώς μεταβιβάζουν στο παραγόμενο προϊόν μέρος της αξίας τους, παίρνει μια υπεραξία μεγαλύτερη από το μισθό εργασίας;
Η κλοπή της υπεραξίας, δηλαδή του προϊόντος της απλήρωτης εργασίας των εργατών, βαφτίζεται… δικαιοσύνη! Οι αστοί οικονομολόγοι το κάνουν αυτό από καταβολής καπιταλισμού. Πόσο θράσος χρειάζεται για να κάνουν το ίδιο οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως εκπρόσωποι των εργατών;
Η εργατική τάξη πρέπει να το «λήξει» αυτό. Εκείνοι που εμφανίζονται ως εκπρόσωποί της είναι ανοιχτά και απροκάλυπτα η πέμπτη φάλαγγα του κεφαλαίου. Μιλούν με τους ίδιους ακριβώς όρους που μιλούν και οι αστοί οικονομολόγοι.
Προσέξτε την προσέγγιση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού αυξάνει το πραγματικό ΑΕΠ (…) Επίσης, μια συνδυαστική αύξηση του κατώτατου μισθού και του ποσοστού κάλυψης (σ.σ. των συλλογικών συμβάσεων) θα προκαλούσε αξιόλογα μακροοικονομικά αποτελέσματα με περαιτέρω θετικές επιδράσεις στο δημοσιονομικό σύστημα και στην αγορά εργασίας. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι το θεσμικό και συμπεριφορικό οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα ανταποκρίνεται θετικά στην αύξηση των μισθών».
Πρόκειται για μια καθαρά αστική προσέγγιση, που εξαρτά το ύψος του κατώτατου μισθού (των μισθών γενικότερα) από το «μακροοικονομικό περιβάλλον» και το «δημοσιονομικό σύστημα». Θα έρθουν, λοιπόν, άλλα ινστιτούτα (των καποταλιστικών εργοδοτικών οργανώσεων), η ΤτΕ, κάποιοι οικονομολόγοι των πανεπιστημίων, όλοι αυτοί που αποτελούν «το θεσμικό και συμπεριφορικό οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα» και θα καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Θα πουν ότι η ανάκαμψη είναι εύθραστη, ότι το διεθνές περιβάλλον είναι γεμάτο αβεβαιότητες και άλλα παρόμοια, και θα εισηγηθούν στην κυβέρνηση «συγκρατημένη» αύξηση του κατώτατου μισθού.
Θα γίνει, δηλαδή, μια συζήτηση (η περιβόητη διαβούλευση που προβλέπεται προτού η κυβέρνηση αποφασίσει το ύψος της αύξησης), στην οποία όλοι θα εκκινούν από την ίδια αναλυτική βάση αλλά θα καταλήγουν σε ελαφρώς διαφορετικά συμπεράσματα.
Ποια είναι αυτή η βάση; Το περιβόητο «κόστος εργασίας», το οποίο αποδέχεται πλήρως το ΙΝΕ ΓΣΕΕ: «Ο θεσμός αυτός (σ.σ. ο κατώτατος μισθός) δημιουργήθηκε για να βάλει ένα κατώτατο όριο στο επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και στο εργατικό κόστος στο οποίο πρέπει οι επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους».
«Εργατικό κόστος», όμως, όπως ήδη δείξαμε, δεν υπάρχει, αφού η εργασία του εργάτη είναι το μόνο στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας το οποίο παράγει νέα αξία. Το «κόστος εργασίας» ή «εργατικό κόστος» είναι ένας κατασκευασμένος όρος με τον οποίο αντιστρέφεται η πραγματικότητα. Εργάτες και κεφαλαιοκράτες εμφανίζονται σαν «συντελεστές της παραγωγής», από την οποία το κάθε μέρος παίρνει «ό,τι δικαιούται». Οταν οι εργάτες ζητούν αυξήσεις στους μισθούς, εμφανίζονται σαν να θέλουν να παραβιάσουν τη… δικαιοσύνη στην κατανομή μεταξύ των «συντελεστών της παραγωγής», σαν να θέλουν να… κλέψουν τους κεφαλαιοκράτες, οι οποίοι θα… κλείσουν τις επιχειρήσεις τους γιατί δε θα «βγαίνουν» με το τόσο ψηλό «κόστος εργασίας».
Ομως, καπιταλιστικά κέρδη και εργατικοί μισθοί είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Μια αύξηση στους μισθούς απλά θα μειώσει τα καπιταλιστικά κέρδη. Οι εργάτες θα πάρουν κατιτίς παραπάνω από τις αξίες που με την εργασία τους παρήγαγαν, μειώνοντας το ύψος της ληστείας που υφίστανται (μειώνοντας, όχι εξαλείφοντας τη ληστεία).
Υιοθετώντας αυτή τη λογική, οι αστογραφειοκράτες εργατοπατέρες σέρνουν την εργατική τάξη στη λογική της αστικής πολιτικής, για να είναι χαμένη «από τα αποδυτήρια», σε κάθε συγκυρία, στην κρίση και στην ανάπτυξη.
Οσο για την πρότασή τους για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, δηλαδή εκεί που ήταν πριν από 13 χρόνια, δεν παραθέτουν καμιά επιχειρηματολογία. Απλά, κάνουν αντιπολίτευση στον… ΣΥΡΙΖΑ που ζητάει 800 ευρώ. Δηλαδή, ακόμα και στο επίπεδο της μικροκομματικής αντιπαράθεσης προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, προς την οποία αισθάνονται μεγαλύτερη πολιτική εγγύτητα. Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν θα ανεβάσει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Ακόμα και τα 702 ευρώ (αύξηση 6%), που έγραφαν προ καιρού τα κυβερνητικά παπαγαλάκια, στηριζόμενα σε παλαιότερες δηλώσεις, είναι αμφίβολα. Ομως, τα 702 ευρώ είναι πολύ πιο κοντά στα 751 της ΓΣΕΕ (είναι σαν να συναντιούνται στη μέση) σε σχέση με τα 800 του ΣΥΡΙΖΑ.
Πόσος πρέπει να είναι ο κατώτατος μισθός; Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει καταρχάς να ορίσουμε την αξία της εργατικής δύναμης (δαπάνες συντήρησης της εργατικής οικογένειας). Με βάση πραγματικά δεδομένα για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και όχι με βάση το ψεύτικο «καλάθι της νοικοκυράς» της ΕΛΣΤΑΤ.
Αυτό όμως δεν αρκεί. Η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα και η τιμή της δεν καθορίζεται μόνο από την αξία της, αλλά και από την προσφορά και τη ζήτηση που υπάρχει κάθε φορά στην αγορά εργασίας. Μ’ έναν σταθεροποιημένο σε ψηλά επίπεδα στρατό ανέργων, η σχέση προσφοράς και ζήτησης κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για την εργατική τάξη είναι.
Τέλος, ρόλο παίζουν και οι ταξικοί συσχετισμοί. Σε ποια κατάσταση βρίσκεται το οργανωμένο εργατικό κίνημα, πολιτικά και συνδικαλιστικά; Πόσο μπορεί να πιέσει (με απεργιακό αγώνα και σκληρή σύγκρουση με το αστικό κράτος, φυσικά, γιατί άλλος δρόμος δεν υπάρχει) ώστε να αποσπάσει παραχωρήσεις στο μισθολογικό επίπεδο;
Η φιλεργατική πλειοδοσία είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Νούμερα στα λόγια είναι, δεν κοστίζουν τίποτα. Να πούμε κι εμείς «κατώτερος μισθός 1.100 ευρώ», όπως ακουγόταν πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια (τότε που όλοι μιλούσαν με αγανάκτηση –προσποιητή ή όχι- για τη «γενιά των 800 ευρώ»); Και λοιπόν; Ποιο εργατικό κίνημα θα το διεκδικήσει αυτό, με τι ταξικούς συσχετισμούς, σε τι συνθήκες στην αγορά εργασίας;
Αυτού του τύπου η συνθηματολογία-αιτηματολογία χρησιμοποιείται μόνο για την αναπαραγωγή μιας συνδικαλιστικής μιζέριας. Αναπαραγωγή στα όρια του αστογραφειοκρατικού συνδικαλιστικού συστήματος, στηριγμένη σ’ έναν οικονομίστικο ακτιβισμό. Αναπαραγωγή που, σε τελική ανάλυση, εξυπηρετεί την αναπαραγωγή μιας πολιτικής μιζέριας.
Ζητούμενο είναι η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, όχι μόνο συνδικαλιστικά αλλά και πολιτικά. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη «δουλειά του μυρμηγκιού», όπως λέμε. Φυσικά και πρέπει να αποκαλύπτουμε το βρόμικο ρόλο του αστογραφειοκρατικού συνδικαλισμού (είναι κι αυτό μέσα στη «δουλειά του μυρμηγκιού»), όχι όμως με κούφια πλειοδοσία στους αριθμούς, αλλά καταδεικνύοντας τους όρους για να ανασυγκροτηθεί ταξικά το εργατικό κίνημα και να μπορέσει να διεκδικήσει με όρους νίκης τα άγρια καταπατημένα στοιχειώδη δικαιώματα των εργατών και μισθωτών εργαζόμενων.