Στα τέλη του Νοέμβρη, έγινε γνωστό ότι οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να επιβάλουν κυρώσεις σε εταιρίες που παίρνουν μέρος στην κατασκευή του ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η απειλή επισημοποιήθηκε από τον υφυπουργό Εξωτερικών Ντέιβιντ Χέιλ.
Η απάντηση ήρθε από τη Μπούντεσταγκ, τη γερμανική ομοσπονδιακή Βουλή. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομίας και Ενέργειας Κλάους Ερνστ ζήτησε από την κυβέρνηση να εξετάσει την επιβολή αντιμέτρων, αν οι ΗΠΑ επιβάλουν κυρώσεις για την κατασκευή του αγωγού.
Ο Ερνστ αναφέρθηκε στο συμβιβασμό που έχει επιτευχθεί σε επίπεδο ΕΕ, μετά τον οποίο ψηφίστηκε σχετική νομοθετική ρύθμιση από τη Μπούντεσταγκ. Αυτό σημαίνει, είπε ο γερμανός συντηρητικός πολιτικός, ότι η Γερμανία έχει εξουσιοδοτηθεί να ρυθμίσει τα θέματα που αφορούν τα 12 τελευταία μίλια του αγωγού και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων ήδη ασχολείται μ' αυτό το θέμα. Η Κομισιόν έθεσε από τις 23 του περασμένου Μάη σε ισχύ την τροποποιημένη Οδηγία για το φυσικό αέριο, που προβλέπει ότι τρίτο κράτος δεν επιτρέπεται να κατέχει και τον αγωγό και το φυσικό αέριο που περνάει απ' αυτόν. Εγινε όμως διαχωρισμός ανάμεσα σε αγωγούς που κατασκευάστηκαν πριν και μετά τις 23 του Μάη.
Η γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων θα αποφασίσει αν η εταιρία Nord Stream 2 AG θα εξακολουθήσει να εκμεταλλεύεται τον αγωγό χωρίς ν' αλλάξει τίποτα, όπως έχει δικαίωμα, ή αν τα τελευταία χιλιόμετρα του αγωγού θα μεταφερθούν σε άλλους φορείς, είπε ο Ερνστ. Ομως, σε σχέση με τις αμερικάνικες απειλές, ο Ερνστ υπήρξε κατηγορηματικός: «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρεί αυτές τις κυρώσεις ανεδαφικές και ενάντια στο διεθνές δίκαιο». Και συμπλήρωσε: «Οι Αμερικανοί δε θα έπρεπε να ασχολούνται με το πώς αναπτύσσουμε την ενεργειακή μας πολιτική. Υπ' αυτό το πρίσμα, αυτές οι κυρώσεις είναι απολύτως απαράδεκτες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι σ' αυτό. Αν οι κυρώσεις παρεμποδίζουν τη λειτουργία του αγωγού, θα πρέπει να σκεφτούμε αντίμετρα, συμπεριλαμβανόμενης της αύξησης των δασμών για το εισαγόμενο αμερικάνικο σχιστολιθικό αέριο».
Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το πώς σκέφτονται οι γερμανοί καπιταλιστές, ο Ερνστ είπε πως «όσο το ρωσικό φυσικό αέριο είναι σημαντικά φθηνότερο και πολύ πιο φιλικό στο περιβάλλον από το αμερικάνικο σχιστολιθικό αέριο, η Γερμανία θα αγοράζει αυτό το καύσιμο». Οσο για κάποιες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που αντιτίθενται στον Nord Stream 2, τις προέτρεψε να απευθυνθούν στην ΕΕ για να πάρουν οικονομική βοήθεια μέσω των σχετικών ταμείων. «Αυτή τη βοήθεια πρέπει να την πληρώσει ο προϋπολογισμός της ΕΕ, όχι οι γερμανοί καταναλωτές αερίου. Αλλιώς, αυτό θα οδηγούσε σε ψηλότερες τιμές αερίου στη Γερμανία και στην Ευρώπη», είπε με νόημα.
Σε ό,τι αφορά τις προειδοποιήσεις περί εξάρτησης της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο (τους έπιασε ο πόνος για τη γερμανική ανεξαρτησία τους Αμερικάνους!), ο Ερνστ τόνισε ότι «οι Ρώσοι εξαρτώνται τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό επειδή θέλουν να πωλούν το αέριο σ' εμάς». Και το τερμάτισε με μια αναφορά καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, που πάει πέρα από τις μπίζνες με το αέριο και αγκαλιάζει το σύνολο των σχέσεων Δύσης-Ρωσίας: «Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια ευρεία συναίνεση, που συμπεριλαμβάνει τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, ότι θέλουμε το ρωσικό αέριο και θέλουμε να διατηρήσουμε σχέσεις με τη Ρωσία. Επίσης, πολλοί βουλευτές αρχίζουν να υποστηρίζουν το τέλος των αντι-ρωσικών κυρώσεων»!
Οπως βλέπουμε, ο διιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών είναι σκληρός και «τρυπάει» τις παραδοσιακά διαμορφωμένες συμμαχίες. Η Γερμανία έχει συμμετάσχει (με βαριά καρδιά και με πολλές «εξαιρέσεις») στις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, που αποφασίστηκαν από τη Δύση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, ουδέποτε όμως διέκοψε την υλοποίηση του ενεργειακού της σχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει συνεργασία με τη Ρωσία για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου, με αγωγούς που κατευθύνονται αποκλειστικά στη Γερμανία, υποθαλάσσια, χωρίς να παρεμβάλλονται άλλες χώρες. Τμήμα της γερμανικής αστικής τάξης έχει επενδύσει πολλά σ' αυτό το ενεργειακό σχέδιο, το οποίο συγκρούεται με το αμερικάνικο σχέδιο, το οποίο στηρίζεται από τη μια στη μεταφορά αζέρικου αέριου σε ευρωπαϊκές χώρες μέσω αγωγών (που ελέγχουν αμερικάνικα μονοπώλια) και από την άλλη στη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αέριου, που παράγουν με τη σχιστολιθική μέθοδο αμερικάνοι παραγωγοί στις ΗΠΑ.
Πρέπει να θεωρούμε σίγουρο ότι θα δούμε πολλά ακόμα επεισόδια αυτού του πολέμου στο άμεσο μέλλον. Δεν είναι ζήτημα Τραμπ (ο Τραμπ απλώς παρουσιάζει το ζήτημα με το γνωστό ύφος του), αλλά ζήτημα ανταγωνισμού μεταξύ μονοπωλίων.