Η ιστορία είναι γνωστή στους αναγνώστες μας. Εχει φτάσει και στη Βουλή. Στις 22.9.2017 ζητήσαμε από την ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) στοιχεία για το φόρο τηλεοπτικών διαφημίσεων από τότε που αποφασίστηκε να τον πληρώνουν οι καναλάρχες (από το 2010, που επιβλήθηκε, μέχρι το 2015, έπαιρνε συνέχεια αναβολή). Η ΑΑΔΕ, ενώ αρχικά μας διαβεβαίωνε ότι θα μας δώσει τα στοιχεία και για την καθυστέρηση επικαλούνταν φόρτο εργασίας, στο τέλος μας απάντησε ότι αρνείται να μας δώσει τα στοιχεία, επικαλούμενη κάποιες πολιτικά γελοίες και νομικά αστήρικτες και εξοργιστικές απόψεις.
Στις 28.11.2017 απευθυνθήκαμε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ζητήσαμε εισαγγελική παραγγελία προκειμένου η ΑΑΔΕ να μας δώσει τα στοιχεία. Στις 6.12.2017 ο εισαγγελέας Ν. Φιστόπουλος έκανε εν μέρει δεκτή την αίτησή μας και παρήγγειλε στην ΑΑΔΕ να μας χορηγήσει τα συγκεντρωτικά στοιχεία για το συνολικό ποσό των οφειλών από το φόρο τηλεοπτικών διαφημίσεων. Δηλαδή, δεν ενέκρινε τη χορήγηση βεβαίωσης και για τα βεβαιωθέντα και τα καταβληθέντα ποσά.
Στις 8.12.2017 καταθέσαμε την εισαγγελική παραγγελία στην ΑΑΔΕ, απαιτώντας να την εκτελέσει άμεσα, όπως έχει υποχρέωση. Παρά τις συνεχείς οχλήσεις μας, δεν υπήρχε καμιά ικανοποίηση του αιτήματος. «Εγραφαν» κανονικότατα και τον εισαγγελέα. Στο μεταξύ, για τους δικούς του λόγους, ο Παππάς κατέθεσε στη Βουλή κάποια στοιχεία για το συνολικό χρέος των καναλαρχών το 2016 και το 2017, που περιγράφονταν σε έγγραφο της ΑΑΔΕ με ημερομηνία 31.7.2017. Αποδείχτηκε έτσι πως, όταν σε μας επικαλούνταν φόρτο εργασίας, είχαν ήδη συγκεντρώσει τα στοιχεία και τμήμα τους είχαν δώσει στον Παππά, για να κάνει το δικό του παιχνίδι με τους καναλάρχες.
Ποιο ήταν αυτό το παιχνίδι; Οι πρώην «θανάσιμοι εχθροί» ήρθαν σε συμφωνία. Οι καναλάρχες δέχτηκαν να πληρώσουν το τίμημα των 35 εκατ. ευρώ για κάθε άδεια και ο Παππάς μείωσε το φόρο τηλεοπτικών διαφημίσεων από 20% σε 5%, με αποτέλεσμα οι καναλάρχες όχι μόνο να πάρουν τζάμπα τις άδειες, αλλά να πάρουν και μπόνους από πάνω. Ο Παππάς προσπάθησε να παραμυθιάσει τη Βουλή δίνοντας ψεύτικους αριθμούς, ενώ αργότερα, πιεζόμενος από τη δική μας αρθρογραφία, αναγκάστηκε να καταθέσει και τον πίνακα της ΑΑΔΕ, που αναφέρει βεβαιωθέντα, εισπραχθέντα και οφειλόμενα, αλλά μόνο για το 2016 και το 2017, για να φανεί μικρότερο το φέσι. Εξέθεσε έτσι και τον εισαγγελέα που είχε εκδώσει παραγγελία να μας δοθούν στοιχεία μόνο για τα οφειλόμενα.
Η ΑΑΔΕ, όμως, αντί να ανταποκριθεί άμεσα στην εισαγγελική παραγγελία και να μας δώσει τα στοιχεία, ζητά από τον εισαγγελέα να αναιρέσει την παραγγελία του! Η σχετική ενημέρωση μας ήρθε εγγράφως από την ΑΑΔΕ στις 15.2.2018, ύστερα από συνεχείς και φορτικές τηλεφωνικές πιέσεις μας προς την αρμόδια τμηματάρχη. Μας ενημέρωσαν, λοιπόν, ότι στις 19.1.2018 (δηλαδή περίπου ενάμιση μήνα μετά την εισαγγελική παραγγελία), το ίδιο το «αφεντικό» της ΑΑΔΕ, ο Πιτσιλής, υπέβαλε στον εισαγγελέα αίτημα ανάκλησης της εισαγγελικής παραγγελίας, «το οποίο κοινοποιήθηκε και στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου».
Να ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Γιατί άραγε κοινοποίηση και στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Παρανόμησε, μήπως, ο εισαγγελέας πρωτοδικών που εξέδωσε την εισαγγελική παραγγελία και πρέπει να τον «επαναφέρει εις την τάξιν» η προϊσταμένη Αρχή; Η υπόθεση γίνεται πιο προκλητική αν σκεφτούμε ότι στοιχεία έχουν ήδη κατατεθεί από τον Παππά στη Βουλή. Ετσι, ο διοικητής της ΑΑΔΕ (σε συνεννόηση προφανώς με τον πολιτικό του προϊστάμενο) έρχεται να μας πει ότι στοιχεία δικαιούνται να παίρνουν μόνον οι υπουργοί, για να κάνουν τα παζάρια τους με τους καπιταλιστές, και να τα δίνουν στη δημοσιότητα επιλεκτικά, όποτε γουστάρουν και όπως γουστάρουν. Ο ελληνικός λαός δε δικαιούται να μάθει (μέσω του Τύπου που ερευνά την αλήθεια από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, όπως η εφημερίδα μας).
Είναι προφανές ότι ο Πιτσιλής έχει εντολή να προστατεύσει τα στοιχεία, δηλαδή να προστατεύσει τους καναλάρχες και κυρίως τον Παππά. Μια χαρά τα έχουν βρει στο παρασκήνιο, δε θέλουν να ξανανοίξει το θέμα από μας. Εμείς απευθυνθήκαμε με νέα αίτησή μας στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Ν. Φιστόπουλο, θέσαμε υπόψη του όλα τα παραπάνω (επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά έγγραφα και την αρθρογραφία της εφημερίδας μας) και του ζητήσαμε να υποχρεώσει την ΑΑΔΕ να μας δώσει τα στοιχεία.