
Ο αστικός Τύπος αρέσκεται να μετατρέπει την πολιτική ανάλυση σε εύπεπτο ανάγνωσμα, για να κρύβει την ουσία των εξελίξεων. Από αυτήν την τακτική δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγει η πρώτη επίσημη συνάντηση των Μέρκελ-Μακρόν, την επομένη κιόλας της ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων της Γαλλίας από τον δεύτερο. Και τι δε διαβάσαμε πάλι για τη «γλώσσα του σώματος» των δύο ιμπεριαλιστών ηγετών, για το «αγέρωχο στιλ» της Μέρκελ και το «τρακ» του Μακρόν. Σύμφωνα με όλη αυτήν την παραφιλολογία, ο Μακρόν είναι ο τρίτος γάλλος πρόεδρος, μετά τους Σαρκοζί και Ολάντ, που «βάζει στο βρακί της» η γερμανίδα καγκελάριος.
Η αλήθεια είναι πως κάθε γάλλος αστός πολιτικός που διεκδικεί την προεδρία αναπτύσσει μια «αντιγερμανική» προεκλογική ρητορική, προκειμένου να τονώσει τον πληγωμένο γαλλικό εθνικισμό. Μετά, «αράζει στα κιλά του». Αυτό, όμως, δεν οφείλεται στο ότι οι γάλλοι πρόεδροι είναι «κότες» που κάθονται σούζα μπροστά στον «γερμανικό ποιμενικό», αλλά στον πραγματισμό της πολιτικής που κάθε ιμπεριαλιστής ηγέτης πρέπει να εφαρμόσει. Αυτός ο πραγματισμός παίρνει υπόψη του τη δύναμη του κεφαλαίου που η κάθε πλευρά «ακουμπά» -εν είδει περιστρόφου- στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα παραμύθια για τον «άπειρο» Μακρόν και την «ξεβγαλμένη» Μέρκελ και ας εστιάσουμε την προσοχή μας στα πραγματικά πολιτικά και οικονομικά δεδομένα. Αυτήν τη στιγμή, Γερμανία και Γαλλία πρέπει να αντιμετωπίσουν από κοινού το Brexit, δηλαδή τον ανταγωνισμό με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Επομένως, οφείλουν να κρατήσουν ισχυρό τον γερμανογαλλικό άξονα στην ΕΕ. Ο Ολάντ ήταν «φανατικός» υπέρ αυτού, το ίδιο και ο Μακρόν. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός έχει μόνιμο πρόβλημα με τα «γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα» και με τα χαμηλά επιτόκια που δανείζεται ο γερμανικός καπιταλισμός. Αυτό το ζήτημα είναι που πρέπει να διαχειριστεί ο Μακρόν και το αποκάλυψε (με διπλωματική αβρότητα, βέβαια) και στην κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσε μετά την ωριαία πρώτη συνάντησή του με την Μέρκελ στο Βερολίνο.
Επειδή, όμως, η ιμπεριαλιστική πολιτική είναι πραγματιστική (δηλαδή υπολογίζει τους συσχετισμούς), εκείνο που έθεσε ο Μακρόν είναι η ανάπτυξη κάποιου προγράμματος δανεισμού που θα χρησιμοποιηθεί από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις της ΕΕ, πέραν του «σχεδίου Γιούνκερ», το οποίο -όπως είπε- χρησιμοποίησε απλώς υπάρχοντες πόρους της ΕΕ. Εννοείται πως τη μερίδα του λέοντος από ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πάρουν τα γερμανικά και τα γαλλικά μονοπώλια. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί ο γερμανο-γαλλικός ανταγωνισμός σ' αυτό το πεδίο, τους επόμενους μήνες και χρόνια.








