Πρώτα ανακοινώθηκε ότι ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών, ο σοσιαλδημοκράτης Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ θα είναι κοινός υποψήφιος σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών/χριστιανοκοινωνιστών για το (συμβολικό) αξίωμα του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αυτό έγινε την περασμένη Δευτέρα. Μια μέρα μετά, στενός συνεργάτης της Ανγκελα Μέρκελ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Μπούντεσταγκ, Νόρμπερτ Ρέτγκερ, δήλωσε στο CNN ότι η καγκελάριος θα είναι και πάλι υποψήφια για το αξίωμα που κατέχει για τρίτη συνεχή θητεία, στις εκλογές του προσεχούς Σεπτέμβρη, διεκδικώντας μια τέταρτη θητεία (είναι καγκελάριος από το 2005). «Είναι απολύτως αποφασισμένη, διατεθειμένη και έτοιμη να συμβάλλει στην ενίσχυση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης» είπε ο Ρέτγκερ. Και συμπλήρωσε με νόημα: «Η καγκελάριος είναι εκ των ακρογωνιαίων λίθων της πολιτικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η Δύση πρέπει να αποτελεί έναν παγκόσμιο παίκτη. Θα είναι επομένως υποψήφια και θα ενεργήσει ως υπεύθυνη ηγέτιδα».
Αυτή η δήλωση, που θα θεωρούνταν τυπική υπό άλλες συνθήκες, αποκτά ξεχωριστό νόημα όταν γίνεται σε αμερικάνικο Μέσο, δυο μέρες πριν ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ πραγματοποιήσει το τελευταίο του ταξίδι επισκεπτόμενος το Βερολίνο για συνομιλίες με την Μέρκελ. Ο Ομπάμα φεύγει, η Μέρκελ μένει και θα είναι αυτή που θα προσπαθήσει να κρατήσει «ενωμένη τη Δύση», αποκρούοντας τις «ταρζανιές» του Τραμπ, είναι το μήνυμα που περνά η ηγεσία του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ηγεμονική δήλωση. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός φρόντισε αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ, με την κάθε άλλο παρά διπλωματική δήλωση της Μέρκελ, να καταστήσει σαφές ότι είναι έτοιμος να απαντήσει σε κάθε όξυνση του διιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού από πλευράς ΗΠΑ. Μπορεί η Μέρκελ να μίλησε για αξίες και δικαιώματα (οποία ειρωνεία!), όμως οι ιμπεριαλιστές πολιτικοί ξέρουν να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές: ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δήλωσε έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Παράλληλα, οι δυο μεγάλες αστικές παρατάξεις της Γερμανίας έδειξαν ότι δεν είναι διατεθειμένες να αντιδράσουν με το σύνδρομο του σκαντζόχοιρου, που κλείνεται στο αγκάθινο καβούκι του αφήνοντας την πρωτοβουλία στον αντίπαλό του. Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν και οι πολιτικοί εκπρόσωποι του γερμανικού ιμπεριαλισμού εξασφάλισαν μια ακόμα τετραετία με την ίδια πολιτική. Ο,τι ποσοστό και να πάρει η ακροδεξιά AfD, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες θα εξακολουθήσουν να κυβερνούν με τον «μεγάλο συνασπισμό». Κι επειδή οι Γερμανοί είναι πρακτικοί άνθρωποι, εμμέσως έχουν προεξοφλήσει και τη σειρά κατάταξης των κομμάτων τους στις επόμενες εκλογές: πρώτος ο συνασπισμός της δεξιάς (CDU/CSU), δεύτεροι οι σοσιαλδημοκράτες (SPD). Αλλιώς, ούτε ο Σταϊνμάγερ θα επέλεγε να περάσει στο διακοσμητικό πόστο του προέδρου της Δημοκρατίας ούτε η Δεξιά θα τον στήριζε.
Φυσικά, οι δύο παρατάξεις δε θα κατέβουν σε ενιαίο εκλογικό συνασπισμό. Αυτό δε θα ήταν φρόνιμο για καμία από τις δύο, ούτε για το σύστημα. Θα δημιουργούσε «κενό», που θα το εκμεταλλεύονταν από τη μια η ακροδεξιά AfD και από την άλλη οι Πράσινοι και η Linke. Ακόμα και τη συμφωνία για την υποστήριξη της υποψηφιότητας Σταϊνμάγερ οι δεξιοί την παρουσίασαν με τρόπο που να «πιάσουν» το δεξιό ακροατήριο. Ο Σόιμπλε μίλησε για «ήττα» της CDU. Ο Ζεεχόφερ της βαυαρικής CSU είπε ότι «η απόφαση είχε καθαρά πρακτικούς λόγους και πηγάζει από την ευθύνη που έχει η CSU για τη χώρα». Μετά από «εντατική αναζήτηση» δε βρέθηκε κομματικός υποψήφιος, είπε. Οι κομματικοί υποψήφιοι, βέβαια, όπως ο πρόεδρος της Βουλής Νόρμπερτ Λάμερς, αρνούνταν να διεκδικήσουν το διακοσμητικό αξίωμα. Γιατί, όμως, δεν πρότειναν κάποιον τριτοκλασάτο δεξιό, όπως ο σημερινός πρόεδρος Γιοάχιμ Γκάουκ; Είναι φανερό ότι μεθόδευσαν έτσι τα πράγματα ώστε να οδηγηθούν «αναγκαστικά» στην υποστήριξη του Σταϊνμάγερ, τον οποίο είχε έγκαιρα προτείνει ο πρόεδρος του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, σε συνεννόηση με τη Μέρκελ.
«Ο Σταϊνμάγερ είναι άνθρωπος του πολιτικού κέντρου και χαίρει σεβασμού στην οικονομία, στην κοινωνία, στο εσωτερικό και το εξωτερικό» δήλωσε η Μέρκελ, τονίζοντας ιδιαίτερα τις λέξεις «μήνυμα σταθερότητας». Για «σημαντικό μήνυμα σε δύσκολους καιρούς, που ζητούμενο είναι η διασφάλιση της δημοκρατίας» μίλησε και ο Γκάμπριελ. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός επιλέγει να τοποθετήσει στο διακοσμητικό πόστο του προέδρου μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα, που επέλεξε να κλείσει νωρίς την καριέρα της (ο Σταϊνμάγερ είναι μόλις 60 ετών). Μια καριέρα μακρά, καθώς το 1993, σε ηλικία 37 ετών, ανέλαβε τη διεύθυνση του προσωπικού γραφείου του Γκέρχαρντ Σρέντερ, τότε πρωθυπουργού της Κάτω Σαξονίας και μετά από τρία χρόνια ακολούθησε τον Σρέντερ στην καγκελαρία, της οποίας έγινε γενικός γραμματέας. Σε τρία χρόνια έγινε υπουργός της Καγκελαρίας (κάτι σαν τους δικούς μας υπουργούς Επικρατείας) και υπήρξε ο αρχιτέκτονας των εφιαλτικών αντεργατικών μεταρρυθμίσεων που πήραν την ονομασία «Ατζέντα 2010» και ισχυροποίησαν τη θέση του γερμανικού ιμπεριαλισμού στον οικονομικό ανταγωνισμό, αναγορεύοντάς την σε αδιαμφισβήτητη ηγεμονική δύναμη στην ΕΕ. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και στις δύο κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» (2005 και 2013) και άλλες φιλοδοξίες δεν μπορεί να έχει πια, καθώς το 2009 ηττήθηκε από τη Μέρκελ, ρίχνοντας το SPD στο χαμηλότερο μετεκλογικό ποσοστό του. Κατά συνέπεια, είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να βρει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός για να αναβαθμίσει ένα πολιτειακό πόστο που έως τώρα ήταν καθαρά διακοσμητικό, και επομένως να ενδυναμώσει τα εργαλεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Το πρόσωπο που θα διαδεχτεί τον Σταϊνμάγερ στο υπουργείο Εξωτερικών δεν ανακοινώθηκε, προφανώς επειδή πρέπει να γίνουν τα σχετικά παζάρια στο εσωτερικό του SPD. Ακούγεται έντονα το όνομα του Μάρτιν Σουλτς, που «καίγεται» να φύγει από το ευρωκοινοβούλιο και να γίνει ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD (ένας ακόμα που θα χάσει από τη Μέρκελ). «Η απόφαση θα ληφθεί αργότερα» δήλωσε ο Γκάμπριελ, που θα ήθελε να είναι και πάλι ο ίδιος υποψήφιος καγκελάριος των σοσιαλδημοκρατών, κόβοντας τη φόρα του φιλόδοξου Σουλτς.
Ομως, από γεωπολιτική άποψη δεν έχει καμιά σημασία η κατάληξη των διαγκωνισμών ανάμεσα στα μεγαλοστελέχη του SPD. Σημασία έχει η οργανωμένη οχύρωση του εσωτερικού μετώπου του γερμανικού ιμπεριαλισμού, προκειμένου να αντιμετωπίσει με αξιώσεις τους κλυδωνισμούς που προκαλεί η διεθνής καπιταλιστική κρίση και ιδιαίτερα τους κλυδωνισμούς που αναπόφευκτα προκαλεί η διαδικασία υλοποίησης (ή μη υλοποίησης) του Brexit. Αλλά και το ερωτηματικό που ακόμα πλανιέται σχετικά με ενδεχόμενη αλλαγή εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ, με έμφαση στην όξυνση του οικονομικού ανταγωνισμού. Τα μισά απ' όσα είπε προεκλογικά ο Τραμπ να προσπαθήσει να υλοποιήσει, θα έχουμε άγριο οικονομικό πόλεμο ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Τι μήνυμα στέλνουν οι δυο μεγάλες γερμανικές αστικές παρατάξεις; Οτι η Γερμανία δεν πρόκειται ν' αντιμετωπίσει προβλήματα τύπου Brexit ή «ευρωσκεπτικισμού», όπως αντιμετωπίζει η Βρετανία και ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Γαλλία αν εκλεγεί στην προεδρία η Λεπέν. Κι ακόμα, ότι η Γερμανία είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ, αν η νέα διοίκηση (δηλαδή οι μονοπωλιακοί όμιλοι που τη στηρίζουν) επιδιώξει να ορθώσει προστατευτικά τείχη ή να κάνει κινήσεις από κοινού με μια Βρετανία που θα έχει φύγει από την ΕΕ.
Το βέβαιο είναι πως μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-09 και την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που προκάλεσε, ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπόρεσε να «απολαύσει» παρά μια σύντομη περίοδο αναζωογόνησης (για άνθιση ούτε λόγος). Η βύθιση σε μια νέα κρίση οξύνει τον διιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, σπάει συμμαχίες, γεννάει φυγόκεντρες τάσεις σε μορφώματα όπως η ΕΕ, οξύνει ανταγωνισμούς και επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά την ανάλυση του Λένιν για το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού: η ανισόμετρη ανάπτυξη δεν εξομαλύνει, αλλά οξύνει τις διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ενώ το αστικό κράτος (και όχι κάποια δήθεν υπεριμπεριαλιστικά μορφώματα) εξακολουθεί ν' αποτελεί την ασφαλή βάση εφόρμησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου.