Στον αέρα οι διαπραγματεύσεις
Διακόπηκαν πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εκπροσώπων του καθεστώτος Ασαντ και της αντιπολίτευσης, οι οποίες επρόκειτο να ξεκινήσουν την 1η Φλεβάρη, καθώς ήταν εξαρχής φανερό ότι δεν υπήρχαν σημεία σύγκλισης. Η μεν αντιπολίτευση έθετε ως όρους για την έναρξη των διαπραγματεύσεων τον τερματισμό των βομβαρδισμών και της πολιορκίας πόλεων και περιοχών από τον κυβερνητικό στρατό καθώς και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, η δε συριακή κυβέρνηση, με σαφώς ενισχυμένη τη διαπραγματευτική θέση της λόγω των πρόσφατων στρατιωτικών επιτυχιών, θεωρούσε τους όρους αυτούς αντικείμενο των διαπραγματεύσεων και όχι προϋπόθεση για την έναρξή τους.
Ετσι, μετά από τρεις μέρες διαβουλεύσεων με τον ειδικό μεσολαβητή του ΟΗΕ Στάφαν Ντε Μιστούρα, ανακοινώθηκε η αναστολή των διαπραγματεύσεων με πιθανή ημερομηνία επανέναρξης την 25η Φλεβάρη.
Σε κρίσιμη φάση ο πόλεμος
Τέσσερις μήνες μετά τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ο πόλεμος, όπως φαίνεται, είναι πλέον σε κρίσιμη φάση. Ο κυβερνητικός στρατός και οι σύμμαχοί του (σιιτικές πολιτοφυλακές), με την υποστήριξη σφοδρών -ρωσικών κυρίως- αεροπορικών βομβαρδισμών, κερδίζουν συνεχώς έδαφος τις τελευταίες βδομάδες, καταλαμβάνοντας στρατηγικής σημασίας πόλεις και περιοχές στις επαρχίες Λατάκια, Ντεράα, Ιντλίμπ, Χάμα και Χαλέπι.
Ενδεικτικά, στα τέλη Γενάρη, στη νότια επαρχία Ντεράα που συνορεύει με την Ιορδανία, ο κυβερνητικός στρατός κατέλαβε τη στρατηγικής σημασίας πόλη Σέιχ Μισκίν, ανακτώντας τον έλεγχο του αυτοκινητόδρομου που συνδέει τη Δαμασκό με τη Ντεράα, και στις 5 Φλεβάρη κατέλαβε την πόλη-κλειδί Αταμάν, δίπλα στα σύνορα με την Ιορδανία και κοντά στη Ντεράα, απ’ όπου ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις το 2011, η οποία από το περασμένο Σαββατοκύριακο πολιορκείται από τον κυβερνητικό στρατό.
Αυτό σημαίνει ότι σφίγγει ο κλοιός γύρω από τους αντάρτες, καθώς και η Ιορδανία έχει κλείσει τις τελευταίες βδομάδες τα σύνορά της μέσω των οποίων ανεφοδιάζονταν.
Από τα τέλη Γενάρη, το καθεστώς Ασαντ έχει επίσης ανακτήσει τον έλεγχο αρκετών πόλεων και χωριών στη βορειοδυτική επαρχία Λατάκια, μεταξύ των οποίων οι πόλεις Σάλμα και Μπασούρα.
Η μεγάλη επίθεση στο Χαλέπι
Ωστόσο, η πιο σημαντική εξέλιξη μέχρι στιγμής στην πορεία του πολέμου είναι η μεγάλη επίθεση που έχει εξαπολύσει ο κυβερνητικός στρατός από τις αρχές Φλεβάρη στην επαρχία του Χαλεπιού και πιο συγκεκριμένα στο τμήμα βόρεια της πόλης μέχρι τα σύνορα με την Τουρκία. Στις 3 του Φλεβάρη κατάφερε να σπάσει την τρίχρονη πολιορκία από τους αντάρτες των πόλεων Νουμπούλ και Ζαχράα, με 60.000 σιιτικό στην πλειοψηφία πληθυσμό. Στις 8 Φλεβάρη, κατέλαβε την πόλη Κφίιν, φτάνοντας σε απόσταση μόλις 5 χιλιομέτρων από την πόλη Ταλ Ραφάατ και 25 χιλιομέτρων από τα τουρκικά σύνορα. Στις 9 Φλεβάρη, κατέλαβε τη στρατηγικής σημασίας πόλη Τάανα στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας, ενώ στις 7 Φλεβάρη, η πολιτοφυλακή των Κούρδων «Δυνάμεις Λαϊκής Προστασίας» (YPG), που ελέγχουν το βορειοδυτικό άκρο της επαρχίας Λατάκια στα σύνορα με την Τουρκία και έχουν καταλάβει επίσης μια σειρά χωριά τις τελευταίες μέρες, ανέκτησε τον έλεγχο των πόλεων Ντέιρ Τζαμάλ και Μαρανάζ, όταν οι αντάρτες αποχώρησαν ενόψει της ταχείας προέλασης του κυβερνητικού στρατού και της πίεσης των κατοίκων προκειμένου να αποφύγουν τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.
Το σπάσιμο της πολιορκίας των δύο σιιτικών πόλεων Νουμπούλ και Ζαχράα έδωσε τη δυνατότητα στις κυβερνητικές δυνάμεις να κόψουν το βασικό αυτοκινητόδρομο που συνδέει το ανατολικό τμήμα του Χαλεπιού, που ελέγχεται από τους αντάρτες (το δυτικό ελέγχεται από το καθεστώς Ασαντ), με το βόρειο τμήμα της επαρχίας και με την Τουρκία, μέσω του οποίου διακινούνταν μέχρι τώρα όλα τα εφόδια, όπλα και μαχητές.
Ο επόμενος στόχος των κυβερνητικών δυνάμεων είναι η κατάληψη της πόλης Ταλ Ραφαάτ, από την οποία απέχουν αυτή τη στιγμή ελάχιστα χιλιόμετρα, και τέλος η κατάληψη της πόλης Αζάζ, που βρίσκεται πριν από τα τουρκικά σύνορα και κοντά στο συνοριακό πέρασμα Μπαμπ αλ-Σαλάμ, η απώλεια της οποίας θα σημάνει την εκκαθάριση των ανταρτών από το προπύργιό τους στη βορειοδυτική Συρία.
Στόχος της μεγάλης επίθεσης των κυβερνητικών δυνάμεων στο βόρειο Χαλέπι είναι αφενός ο έλεγχος και το κλείσιμο των συνόρων με την Τουρκία -και συνεπώς των δρόμων ανεφοδιασμού των ανταρτών- και αφετέρου η πολιορκία της πόλης του Χαλεπιού, που ελέγχεται από τους αντάρτες, ώστε να αποδυναμωθούν, να χάσουν το ηθικό τους και να αναγκαστούν να παραδοθούν.
Η ενδεχόμενη κατάληψη του Χαλεπιού θα είναι στρατηγικής σημασίας νίκη, ικανή να καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη του πολέμου. Σημειωτέον ότι το βόρειο τμήμα της επαρχίας του Χαλεπιού ελέγχεται από το Μέτωπο αλ-Νούσρα και άλλες συνεργαζόμενες -ισλαμικές κυρίως- ένοπλες ομάδες, ενώ το ISIS ελέγχει τμήμα της χώρας ανατολικά, μεταξύ της επαρχίας του Χαλεπιού και των περιοχών κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία, που ελέγχονται από την πολιτοφυλακή (YPG) των Κούρδων της Συρίας.
Η δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αντάρτες στο Χαλέπι αποτυπώνεται στα λόγια εκπροσώπου τους σε ρεπορτάζ του Reuters (8/2/16): «Η ίδια μας η ύπαρξη απειλείται, όχι μόνο η απώλεια περισσότερου εδάφους. Αυτοί προελαύνουν και εμείς υποχωρούμε, γιατί μπροστά σε τόσο σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τις απώλειές μας». Παράλληλα, πυκνώνουν οι απεγνωσμένες εκκλήσεις των ανταρτών στο Χαλέπι προς τους «αδελφούς μουσουλμάνους» των αραβικών χωρών και της Τουρκίας για στρατιωτική βοήθεια.
Ανάλογη είναι και η εικόνα που παρουσίασε ο αρχηγός της αμερικάνικης DIA (Defense Intelligence Agency), αντιστράτηγος Βίνσεντ Στιούαρτ, κατά την κατάθεσή του στις 8 Φλεβάρη στη Γερουσία, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post (U.S. officials: Russian airstrikes have changed “calculus completely” in Syria, 9/2/16). «Η ρωσική ενίσχυση έχει αλλάξει πλήρως τους υπολογισμούς. Ο Ασαντ είναι σε πολύ ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση απ’ ό,τι ήταν πριν από έξι μήνες. Κλίνω περισσότερο στο να πιστεύω ότι είναι ένας παίκτης στη σκηνή για μεγαλύτερη περίοδο απ’ ό,τι ήταν πριν από μόλις έξι μήνες», κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ο αρχηγός της DIA. Και η Washington Post σχολίασε τα λόγια του επισημαίνοντας ότι «η ρωσική στρατιωτική επέμβαση έχει στρέψει την πορεία του εμφύλιου πολέμου σε βάρος των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ αντάρτικων ομάδων, αυξάνοντας την πιθανότητα ο σύριος πρόεδρος και οι πιστοί του να παραμείνουν στην εξουσία. Η εκτίμηση (σ.σ του αρχηγού της DIA) ισοδυναμεί με αναγνώριση από αμερικάνους αξιωματούχους των Υπηρεσιών Πληροφοριών ότι οι ρωσικοί βομβαρδισμοί έχουν εκτροχιάσει τους στόχους του Λευκού Οίκου για απομάκρυνση του Ασαντ στο πλαίσιο μιας πολιτικής διευθέτησης του πεντάχρονου πολέμου».
Οι διαπραγματεύσεις
Στις συνθήκες αυτές, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι επιχειρεί να κρατήσει ζωντανή τη διαπραγματευτική διαδικασία, προτείνοντας, ενόψει της συνάντησης του Μονάχου στις 11 Φλεβάρη με αντικείμενο τον πόλεμο σε Ιράκ και Συρία, κατάπαυση του πυρός και παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στις αποκλεισμένες περιοχές. Ο ίδιος ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε διάλογο από την περασμένη βδομάδα με τη Μόσχα, ότι η τελευταία έχει καταθέσει «εποικοδομητικές ιδέες για τον τρόπο που θα εφαρμοστεί στην πράξη η εκεχειρία» και ότι η πρόταση για εκεχειρία έχει την υποστήριξη και του Ιράν.
Οταν ο πόλεμος ήταν λίγο πολύ σε στασιμότητα, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία τάσσονταν υπέρ των διαπραγματεύσεων άνευ όρων εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων. Τώρα που ο συσχετισμός δυνάμεων έχει γείρει υπέρ του Ασαντ, οι ΗΠΑ θέτουν για πρώτη φορά ως προϋπόθεση για τις διαπραγματεύσεις την κατάπαυση του πυρός. Ο στόχος είναι προφανής. Να αποτρέψουν την κατάρρευση των ανταρτών στο Χαλέπι, να σταματήσουν γενικότερα την απώλεια περισσότερων εδαφών από τους αντάρτες, ώστε να μην αποδυναμωθεί περισσότερο η θέση της αντιπολίτευσης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά στο Reuters (8/2/16) δυτικός διπλωμάτης, «η πρόκληση τώρα είναι να κρατήσουμε το κεφάλι της αντιπολίτευσης πάνω από το νερό». Σ’ αυτή τη φάση, ο Λευκός Οίκος φαίνεται να τηρεί μια συγκρατημένη στάση απέναντι στη Ρωσία, να αποφεύγει να εμπλακεί περισσότερο στρατιωτικά στη Συρία και ταυτόχρονα επιχειρεί να αποσπάσει και με τη σύνοδο του Μονάχου τη δέσμευση των εταίρων του για μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική συμμετοχή στον πόλεμο.
Από την πλευρά της η Μόσχα αποδέχεται την πρόταση Κέρι πρωτίστως για λόγους προπαγάνδας, για να αποσείσει τις κατηγορίες ότι τορπιλίζει τις διαπραγματεύσεις. Αλλωστε, μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, ακόμη κι αν εφαρμοστεί, μόνο προσωρινό χαρακτήρα μπορεί να έχει και πιθανότατα θα παραβιαστεί με το πρώτο εμπόδιο. Γιατί αυτή τη στιγμή, με το συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται, η Μόσχα δεν έχει κανένα λόγο να θέλει διαπραγματεύσεις και πολύ περισσότερο να κάνει υποχωρήσεις. Αντίθετα, αυτό που την εξυπηρετεί και επιδιώκει είναι η ανακατάληψη όσο γίνεται περισσότερων εδαφών από τους αντάρτες, γνωρίζοντας ότι αυτά που κερδίζονται στα πολεμικά μέτωπα δεν χάνονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Κλιμάκωση της έντασης Ρωσίας-Τουρκίας
Παράλληλα, κλιμακώνεται η ένταση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά την επίμονη άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να δεχτεί τη συμμετοχή εκπροσώπων των Κούρδων της Συρίας στον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων της Γενεύης, χαρακτηρίζοντας το Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης και την πολιτοφυλακή τους, τις «Δυνάμεις Λαϊκής Προστασίας» (YPG) «τρομοκρατικές οργανώσεις».
Το θερμόμετρο της έντασης αναμένεται να ανέβει ακόμα ψηλότερα μετά την τελετή εγκαινίων στις 10 Φλεβάρη ενός γραφείου στη Μόσχα, που θα εκπροσωπεί το Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης. Γεγονός που θεωρείται έμμεση αναγνώριση των Κούρδων της Συρίας ως εθνικής οντότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και ανοιχτή πρόκληση απέναντι στην Αγκυρα, η οποία φοβάται ότι η δημιουργία ενός αυτόνομου συριακού Κουρδιστάν κατά μήκος των τουρκικών συνόρων με τη Συρία θα ενθαρρύνει τις αυτονομιστικές και αποσχιστικές τάσεις των Κούρδων της Τουρκίας. Τον περασμένο Ιούνιο, ο Ερντογάν ορκίστηκε ότι δε θα επιτρέψει ποτέ ένα κουρδικό κράτος στη βόρεια Συρία, ενώ είναι γνωστό ότι ο τουρκικός στρατός προετοιμάζεται καλυμμένα για να εισβάλει στη Βόρεια Συρία, όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία ή όταν χρειαστεί.
Το Κουρδικό έχει δημιουργήσει πρόβλημα και στις σχέσεις της Αγκυρας με το Λευκό Οίκο, ο οποίος συνεργάζεται και υποστηρίζει στρατιωτικά την πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας (YPG) ως την πιο ισχυρή και αξιόμαχη δύναμη κατά του ISIS. Εξοργισμένος ο Ερντογάν από την επίσκεψη του απεσταλμένου του Λευκού Οίκου Μπρετ Μακ Γκουρκ στις αρχές του Φλεβάρη στο Κομπάνι δήλωσε: «Αυτός επισκέπτεται το Κομπάνι την ώρα των διαπραγματεύσεων της Γενεύης και του απονέμεται τιμητική πλακέτα από τον αποκαλούμενο στρατηγό των YPG. Πώς μπορούμε να σας εμπιστευτούμε (τις ΗΠΑ); Εμείς είμαστε οι εταίροι σας ή οι τρομοκράτες στο Κομπάνι;».