«Οι μέρες είναι εξαιρετικά κρίσιμες. Εκτιμώ ότι περνάμε τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση και τα αποτελέσματα θα φανούν σε 15 ημέρες. Τώρα απαιτείται συσπείρωση». Αυτό ήταν το «ρεζουμέ» της τοποθέτησης που έκανε η Μπακογιάννη την περασμένη Τρίτη σε μια ημερίδα (ο διοργανωτής και ο τίτλος της ημερίδας δεν έχει σημασία σ’ αυτές τις περιπτώσεις). Την ίδια μέρα, συναντήθηκε με τον Τσίπρα, καρφώνοντας τον Σαμαρά που δεν έχει ζητήσει συνάντηση ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων με τον πρωθυπουργό και υποκαθιστώντας τον στο ρόλο του αρχηγού της ΝΔ. Φυσικά, και κατά τη συνάντηση με τον Τσίπρα εμφανίστηκε εθνικοενωτική, αποφεύγοντας κάθε αιχμή κατά της κυβέρνησης.
Η σκέψη της Μπακογιάννη είναι απλή: ο Τσίπρας πάει για συμφωνία, οπότε εγώ θα φανώ ότι βοήθησα (στο μέτρο που μου αναλογούσε σ’ αυτό). Αν δεν υπάρξει συμφωνία κι αρχίσει το «πανηγύρι», θα μπορώ να σούρω τα εξ αμάξης στον Τσίπρα, χωρίς κανείς να μπορεί να μου πει ότι δε βοήθησα όσο μπορούσα για να μην υπάρξει αδιέξοδο. Αντίθετα, ο Σαμαράς και στις δυο περιπτώσεις θα φαίνεται σαν ένας ανεύθυνος πολιτικός που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μείνει γαντζωμένος στην καρέκλα του προέδρου της ΝΔ και που αδιαφορεί ακόμα και για την καταστροφή της χώρας, προκειμένου να οδηγήσει σε πτώση την κυβέρνηση Τσίπρα και να κληθεί αυτός να ξανακυβερνήσει.
Η ΝΔ θυμίζει σκορποχώρι. Ο Σαμαράς κάνει προσπάθειες να συμμαζέψει την κατάσταση προς όφελός του, αλλά αυτό είναι αδύνατο. Οι αντίπαλοί του δεν έχουν το απαραίτητο ειδικό βάρος για να τον αμφισβητήσουν, πλην της Μπακογιάννη, η οποία έχει πολύ ισχυρά ερείσματα στην αστική τάξη (και όχι στον κομματικό μηχανισμό της ΝΔ, που τον ελέγχει ο Σαμαράς). Η θέση «κριτικής στήριξης» του Τσίπρα, που ανοιχτά και κόντρα στον Σαμαρά πήρε η Μπακογιάννη δεν είναι διαφορετική από τη στάση του ΣΕΒ, των τραπεζιτών, των μεγάλων συγκροτηματαρχών των ΜΜΕ. Αυτό της δίνει πόντους, αν και ποτέ αυτοί οι πόντοι δεν είναι αρκετοί για να κερδίσει τη ΝΔ.








