«Πόσο μπορούμε να ανεχθούμε την Ελλάδα;». Η φράση αποδόθηκε στον καναδό πρωθυπουργό Στίβεν Χάρπερ και ειπώθηκε στην κλειστή συνεδρίαση του G7. Αν ο Χάρπερ φέρεται να είπε αυτή τη φράση σε μια κλειστή διαδικασία, ο υπουργός Οικονομικών (και μέχρι τον Απρίλη πρωθυπουργός στην πεντακομματική κυβέρνηση συνασπισμού) της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στουμπ την είπε δημόσια, παρουσία του Σόιμπλε, με τον οποίο είχε προηγουμένως συναντηθεί. «Η υπομονή ορισμένων υπουργών της Ευρωζώνης εξαντλείται», δήλωσε ο φινλανδός υπουργός, ενώ ο Σόιμπλε επέδειξε… αυτοσυγκράτηση, περιοριζόμενος να δηλώσει πως «η μπάλα είναι στην Αθήνα». Aυτά δυο μέρες μετά τη σύνοδο του G7 στο Ελμαου των βαυαρικών Αλπεων.
Ας επανέλθουμε, όμως, στη σύνοδο του G7, γιατί η Κυριακή 7 Ιούνη του 2015 είναι μια μέρα που ο Αλέξης Τσίπρας δε θα την ξεχάσει ποτέ, κι ας μην ήταν εκεί. Το πρώτο πλήγμα ήρθε από τον «φιλέλληνα» και «προσωπικό φίλο» του έλληνα πρωθυπουργού Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος –γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το κλίμα στο G7- άφησε στην άκρη τις διπλωματικές αβρότητες και εξέφρασε δημόσια την ενόχλησή του για τη συμπεριφορά του Τσίπρα, αποκαλύπτοντας ότι αυτός ζήτησε να μιλήσουν τηλεφωνικά το Σάββατο, αλλά ο Γιούνκερ αρνήθηκε, διότι του είχε υποσχεθεί ότι θα του στείλει αντιπρόταση την Πέμπτη το βράδυ, μετά ζήτησε παράταση για την Παρασκευή, αλλά δεν του έστειλε τίποτα. Η λουξεμβούργια αλεπού γνώριζε ασφαλώς πως στην Αθήνα είχε εκδοθεί από το μέγαρο Μαξίμου ένα non paper που υποστήριζε πως όσα είχαν μεταδώσει τα πρακτορεία, περί άρνησης του Γιούνκερ να μιλήσει τηλεφωνικά με τον Τσίπρα, ήταν υποβολιμαία ψέματα. Και επέλεξε να εξευτελίσει ο ίδιος (και όχι κάποιος συνεργάτης του ή «κύκλοι») τον έλληνα πρωθυπουργό.
Τα χτυπήματα από πλευράς Γιούνκερ συνεχίστηκαν την Τρίτη, καθώς διέρρευσε την τοποθέτησή του στο Κολέγιο των Επιτρόπων. Σύμφωνα με τη διαρροή, ο Γιούνκερ δήλωσε εκτεθειμένος από τις παλινωδίες της κυβέρνησης, διότι χρεώνεται προσωπικά ως αποτυχία την εικόνα αδιεξόδου που επανέρχεται. Είναι τόσο καλά ενημερωμένος για ό,τι λέγεται και γράφεται στην Αθήνα, ώστε να δηλώνει προσβεβλημένος από τοποθέτηση έλληνα υπουργού που τον αποκάλεσε «τουρίστα» (η αλήθεια είναι πως ο Χουντής, σε τηλεοπτική εκπομπή δήλωσε ότι ο Γιούνκερ «είναι φιλέλληνας τουριστικά»). «Η Ελλάδα έχει χάσει τον τελευταίο σύμμαχό της, που ήταν η Κομισιόν», φέρεται να δήλωσε κλείνοντας την τοποθέτησή του.
Ακολούθησε ο επίσης «φίλος» Ματέο Ρέντσι, που δήλωσε ότι «είναι αδιανόητο οι Ιταλοί, να δεχθούν να πληρώνουν στους Ελληνες τις πρόωρες συντάξεις»! Μια μέρα μετά, ο Τσίπρας αναγκάστηκε να σχολιάσει αυτή τη δήλωση του Ρέντσι, καθώς ρωτήθηκε από την «Κοριέρε ντε λα Σέρα». Η απάντησή του ήταν απάντηση… χεσμένου: «Θα μιλήσω με τον Ματέο και θα του εξηγήσω ότι σε αυτό το σημείο έκανε λάθος. Για τις πρόωρες συντάξεις, δεσμευθήκαμε να τις καταργήσουμε. Ωστόσο είναι άτοπες οι συγκρίσεις».
Τη χαριστική βολή έδωσε ο… μεγαλύτερος των φίλων, ο αμερικανός πρόεδρος αυτοπροσώπως. Ο Ομπάμα, που σύμφωνα με τη συριζαίικη παραφιλολογία θα ασκούσε πίεση υπέρ της Ελλάδας στην Μέρκελ, συνεχίζοντας αυτό που είχε ξεκινήσει ο επί των Οικονομικών υπουργός του Τζακ Λιου, ζήτησε μεν «ελαστικότητα και από τις δύο πλευρές» για να υπάρξει λύση, όμως έστρεψε τα βέλη του κατά της Αθήνας, ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση να πάρει «δύσκολες πολιτικές αποφάσεις», με στόχο «όχι μόνο να ικανοποιήσει τους πιστωτές, αλλά να διαμορφωθεί το πλαίσιο για ανάπτυξη στην Ελλάδα».
«Και συ Βρούτε;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο Τσίπρας, όμως ούτε ο ίδιος είναι ο Ιούλιος Καίσαρας ούτε ο Ομπάμα ο αγαπημένος του Βρούτος. Ειλικρινά δεν ξέρουμε αν ο ίδιος και οι στενοί συνεργάτες του έχουν τόσο… άχυρο μέσα στα κεφάλια τους, ώστε να πιστεύουν πως ο Ομπάμα θα έθετε το ελληνικό ζήτημα στο τραπέζι της γεωστρατηγικής διαπραγμάτευσης που κάνει με την Μέρκελ και τους άλλους ιμπεριαλιστές ηγέτες (για ποιο λόγο, άραγε;), όμως το αμερικανικό μήνυμα έφτασε ως ουρλιαχτό σειρήνας στο Μαξίμου, που προτίμησε να αποφύγει κάθε σχόλιο. Τι να πει, άλλωστε; Πριν τις εκλογές, ο Τσίπρας και οι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζαν την οικονομική πολιτική Ομπάμα ως πρότυπο… κεϊνσιανισμού, αντιπαραβάλλοντάς την στον «μερκελισμό» της Ευρωζώνης. Ποιος δε θυμάται το ελεεινό γλείψιμο που έκανε στην αμερικανική ηγεσία και στην πολιτική της ο Τσίπρας όταν επισκέφτηκε τις ΗΠΑ; Μετά τις εκλογές, το επιτελείο μουσολινικής προπαγάνδας του Μαξίμου κατασκεύαζε συνεχώς σενάρια για τη βοήθεια που δήθεν πρόσφερε η αμερικάνικη κυβέρνηση (από τον Λιου μέχρι τον ίδιο τον Ομπάμα) στη διαπραγμάτευση, πιέζοντας την Μέρκελ να αποδεχτεί τις ελληνικές προτάσεις. Η τελευταία δήλωση Ομπάμα έβαλε τέλος και σ’ αυτόν τον άθλιο μύθο που ταλάνισε για καιρό τον ελληνικό λαό.
Τελικά, η πιο ήπια απ’ όλους ήταν η Μέρκελ! Μολονότι πρόθεσή της ήταν το ελληνικό ζήτημα να μη συζητηθεί στο Ελμαου, αντιλήφθηκε αμέσως ότι αυτό θα ήταν ανέφικτο, οπότε αποφάσισε να βάλει πρώτη τη σφραγίδα της, θέτοντας το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν στη συνέχεια και οι υπόλοιποι ιμπεριαλιστές ηγέτες. «Θέλουμε να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωζώνης, αλλά από την άλλη διαπιστώσαμε ότι η αλληλεγγύη των ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ με την Ελλάδα απαιτεί την υλοποίηση μέτρων», δήλωσε η γερμανίδα καγκελάριος. Δεν έμεινε, όμως, σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, αλλά προχώρησε σε εξειδίκευση. Υπάρχουν κανόνες που πρέπει να τηρούνται, είπε, φέρνοντας ως θετικά παραδείγματα την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, ακόμη και την Κύπρο. Χαρακτήρισε«πρόοδο» την κοινή πρόταση των τριών «θεσμών» και ξεκαθάρισε ότι «στη βάση αυτή διεξάγονται οι συνομιλίες», αδειάζοντας μεγαλοπρεπέστατα τον Τσίπρα (ως γνωστόν, υποστήριζε ότι μοναδική πρόταση στο τραπέζι είναι αυτή της ελληνικής κυβέρνησης). Στη «γραμμή Μέρκελ» συμφώνησαν οι υπόλοιποι ιμπεριαλιστές ηγέτες (Ολάντ, Ομπάμα, Ρέντσι) που τοποθετήθηκαν με δηλώσεις τους στη συνέχεια.
Ο Ολάντ, που έτσι κι αλλιώς μιλάει «με μια φωνή» με την Μέρκελ στο ελληνικό ζήτημα, όπως δήλωσε πρόσφατα, στη δική του δήλωση έριξε το βάρος στο επείγον της εν εξελίξει διαδικασίας, στέλνοντας στην πραγματικότητα ένα τελεσίγραφο. «Υπάρχει η τελική διορία, το τέλος Ιουνίου, αυτή είναι η απώτερη δυνατή ημερομηνία», είπε, προσθέτοντας πως είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας η συμφωνία να κλείσει νωρίτερα.
Tην ώρα που οι διαπραγματεύσεις πλησιάζουν στο τέλος τους, οι ιμπεριαλιστές εμφανίζονται σε μέτωπο μπετόν αρμέ. Το ελληνικό ζήτημα δεν είναι απ’ αυτά που μπορούν να τους διχάσουν. Δεν έχουν να παζαρέψουν μεταξύ τους αντικρουόμενα συμφέροντα. Οι μικροδιαφορές στην προσέγγιση του ζητήματος, που ενδεχομένως έχουν, υποχωρούν μπροστά στο μεγάλο ζήτημα αρχών που τους ενώνει: οι χώρες της εξαρτημένης καπιταλιστικής περιφέρειας πρέπει να υποτάσσονται πλήρως, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται σε κρίση και θέλουν νέα δάνεια. Η θέληση των δανειστών πρέπει να είναι νόμος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, από τη στιγμή που στην πενταμερή του Βερολίνου ο γερμανογαλλικός άξονας (Μέρκελ-Ολάντ) κατέληξε σε ενιαία θέση με τους υψηλόβαθμους γραφειοκράτες των ιμπεριαλιστικών οργανισμών που εκπροσωπούν τους δανειστές (Γιούνκερ-Ντράγκι-Λαγκάρντ), ουδείς δικαιούται να λειτουργήσει ως σύμμαχος της δανείστριας χώρας. Αυτή πρέπει να αφεθεί να «καθαρίσει» με τους εκπροσώπους των δανειστών, τους οποίους οφείλει να στηρίξει το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αλλο που δεν ήθελαν οι κήρυκες του ραγιαδισμού, μετά απ’ αυτή την εξέλιξη, για ν’ αρχίσουν να κατηγορούν τον Τσίπρα ότι με τη διαπραγματευτική τακτική του καταδίκασε τη χώρα σε διεθνή απομόνωση. Γι’ αυτούς, η συμφωνία έπρεπε να κλείσει από την πρώτη στιγμή, χωρίς τσαλιμάκια και ψευτοπαλικαρισμούς. Προστίθενται έτσι στο μπετόν αρμέ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πιέζοντας τον Τσίπρα να υποταχτεί μια ώρα αρχίτερα.
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, δεν προέβαλαν καμιά ρηξικέλευθη αντίσταση στους ιμπεριαλιστές δανειστές. Από τις 20 του Φλεβάρη ήδη είχαν «πέσει στα τέσσερα», για να θυμηθούμε τη φράση του Καμμένου. Εκείνο που προσπάθησαν να διαπραγματευθούν είναι η έκταση των μνημονιακών μέτρων που θα κληθούν να εφαρμόσουν αμέσως. Κινήθηκαν από ένστικτο κομματικής και πολιτικής αυτοσυντήρησης. Κι όλο το χρονικό διάστημα μετά τις 20 του Φλεβάρη ακολούθησαν μια πορεία συνεχούς διολίσθησης προς τις απαιτήσεις των δανειστών, προσπαθώντας κάτι να γλιτώσουν στο τέλος. Ομως, οι ιμπεριαλιστές αποδείχτηκαν (για μια φορά ακόμη) αδίστακτοι απέναντι στην πολιτική ηγεσία μιας εξαρτημένης χώρας.
Δεν πρόκειται για ιδεολογικό ζήτημα (δεξιοί και σοσιαλδημοκράτες εναντίον αριστερών), όπως το παρουσιάζει η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ακριβώς συμπεριφορά είχαν δείξει και έναντι των αγαπημένων τους Σαμαροβενιζέλων. Απλώς, εκείνοι προσαρμόστηκαν αμέσως, ακολουθώντας την παραδοσιακή γραμμή του ραγιαδισμού της ελληνικής αστικής τάξης, ενώ οι Τσιπραίοι (λόγω των ιδιαίτερων κομματικών χαρακτηριστικών τους και της πολιτικής συνθήκης υπό την οποία ανήλθαν στην κυβερνητική εξουσία) προσπάθησαν να τραβήξουν κάπως τη διαπραγμάτευση, μπας και καταφέρουν να μειώσουν την έκταση του πρώτου πακέτου των μνημονιακών μέτρων που θα κληθούν να εφαρμόσουν. Αλλωστε, με τον ίδιο αδίστακτο τρόπο που εκβιάζουν σήμερα τη συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων οι ιμπεριαλιστές «άδειασαν» τη συγκυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων, όταν διαπίστωσαν ότι αυτή δεν έχει εξασφαλισμένη την παραμονή της στην εξουσία. Αρνήθηκαν οποιονδήποτε συμβιβασμό μαζί της το διάστημα από το Σεπτέμβρη μέχρι το Δεκέμβρη του 2014. Ηταν η περίοδος που ο Σαμαράς διακήρυττε την «έξοδο από το Μνημόνιο», την «απεμπλοκή από το ΔΝΤ» και τα παρόμοια. Οι ιμπεριαλιστές δε βλέπουν το χρώμα της κυβέρνησης, αλλά το σύστημά τους, που χαρακτηρίζεται από την πλήρη υποταγή στη γραμμή της εξάρτησης, που χωρίς ίχνος υπερβολής μπορεί να χαρακτηριστεί νεο-αποικισμός.
Ομως, η οργή τμήματος του αστικού μπλοκ ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ είναι δικαιολογημένη από την πλευρά του. Φοβούνται μη τυχόν και συμβεί κάποιο «ατύχημα», αδιαφορούν για τις ειδικές κομματικές ανάγκες του ΣΥΡΙΖΑ και απαιτούν προσαρμογή εδώ και τώρα σ’ αυτά που ξέρει και εφαρμόζει εδώ και πολλές δεκαετίες ο ελληνικός αστισμός. Οι πιο ψύχραιμοι περιμένουν, αλλά έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν κι αυτοί αν ο Τσίπρας θα τα καταφέρει να περάσει τη συμφωνία που διακαώς θέλει να υπογράψει και δε θα υπάρξουν περιπέτειες για το σύστημα, με πτώση της σημερινής συγκυβέρνησης. Γι’ αυτό και πιέζουν τον Τσίπρα να «καθαρίσει» το κόμμα του από τους διαφωνούντες (πράγμα που δεν είναι και τόσο εύκολο, βέβαια, για ένα στέλεχος σαν τον Τσίπρα και ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ).
Το ιμπεριαλιστικό μπετόν αρμέ απέναντι σε μια περιδεή αστική κυβέρνηση μας βοηθά να θέσουμε το ζήτημα και διαφορετικά. Να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του λαού. Ρήξη ή υποταγή; Τι περιεχόμενο έχει αυτό το δίλημμα, όμως; Μπορεί μια αστική κυβέρνηση, που έχει ως διακηρυγμένο στόχο να διαχειριστεί τον ελληνικό καπιταλισμό, να κάνει ρήξη με τους ιμπεριαλιστές; Η απάντηση είναι όχι. Τριβές και συγκρούσεις μπορεί να έχει, ρήξη όμως όχι. Η ρήξη προϋποθέτει τη ρήξη με τον ελληνικό καπιταλισμό, ο οποίος συμμετέχει με όρους εξάρτησης στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, έχει πλήρη συνείδηση της θέσης του και δεν έχει πρόθεση να την αλλάξει.
Για να το πούμε διαφορετικά, η ρήξη με τον ιμπεριαλισμό είναι ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης και όχι ζήτημα μιας διαχειριστικής αστικής πολιτικής. Τα παχιά λόγια και οι αγωνιστικές διακηρύξεις είναι αρκετά για να δώσουν την εκλογική νίκη (σε συγκεκριμένες συνθήκες) σε μια σοσιαλδημοκρατική δύναμη που φορά μια λαμπρή αριστερή στολή, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν όμως τίθενται στη δοκιμασία της πράξης σκορπίζονται στους πέντε ανέμους, για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά ο Λένιν και οι θεωρητικές παρακαταθήκες του για τον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση. Στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, έγραφε ο μεγάλος θεωρητικός της εργατικής πολιτικής, δεν υπάρχει άλλος τρόπος διαπραγμάτευσης εκτός από τη δύναμη του κεφαλαίου που το κάθε μέρος εκπροσωπεί. Μέσα στο παγκόσμιο σύστημα του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος προς όφελος του ελληνικού λαού. Αυτό είναι το συμπέρασμα που βγαίνει από τις τελευταίες εξελίξεις.
ΥΓ. Εκείνος ο έλληνας εκπρόσωπος του Γιούνκερ, ο Σχοινάς, δε σας θυμίζει διερμηνέα των SS, όπως τους παρουσίαζαν οι παλιές ελληνικές ταινίες; Βγαίνει και εκφωνεί ο ίδιος ακόμη και τα πιο ιταμά σε βάρος της χώρας του τελεσίγραφα, χωρίς ντροπή. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να ζητήσει αυτή τη δουλειά να την κάνει ένας άλλος συνάδελφός του, μιας και αφορά τη χώρα του.








