Σ’ ένα φύλλο που κυκλοφορεί την παραμονή των εκλογών, η στήλη θα έπρεπε να σχολιάζει τις θέσεις και τις δραστηριότητες των κομμάτων για τον αθλητισμό. Για να γίνει όμως αυτό θα έπρεπε να υπάρχει μια βασική προϋπόθεση. Να έχουν τα κόμματα συγκεκριμένες και σαφείς θέσεις για τον αθλητισμό. Αν ψάξει κάποιος στα κομματικά προγράμματα θα δει ότι το κεφάλαιο Αθλητισμός είτε δεν υπάρχει είτε περιορίζεται σε μερικές σειρές με αόριστες διακηρύξεις, όπως η πάταξη της διαφθοράς και της οπαδικής βίας, η εξυγίανση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η επιστροφή των φιλάθλων και των οικογενειών, η δημιουργία χώρων άθλησης. Οι πιο «μυημένοι» μπορούν, διαβάζοντας τις «θέσεις για τον αθλητισμό», να ξεχωρίσουν αν το κόμμα είναι δεξιό ή αριστερό, αφού τα «αριστερά» κόμματα έχουν ως προτεραιότητα την κατάργηση του επαγγελματικού αθλητισμού και την επανίδρυση του μαζικού λαϊκού ερασιτεχνικού αθλητισμού και ακολουθούν οι λοιπές θέσεις.
Γιατί όμως τα κόμματα σνομπάρουν τόσο πολύ τον αθλητισμό; Σε μια χώρα που κυκλοφορούν τόσες πολλές αθλητικές εφημερίδες και η πλειοψηφία των φιλάθλων αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος της καθημερινότητας για να παρακολουθήσει και να σχολιάσει τις δραστηριότητες των ομάδων, πώς είναι δυνατό να μην γίνεται καμία συζήτηση για τον αθλητισμό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου;
Αν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν για να δούμε τον τρόπο «ανάπτυξης» του αθλητισμού στη Ελλάδα από τη δεκαετία του ’50 και μετά, θα είναι εύκολο να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα. Η ίδρυση σημαντικού αριθμού αθλητικών σωματείων από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τη χούντα ήταν προϊόν της δράσης των κομμουνιστών και της Αριστεράς, που ενδιαφέρονταν για κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και την αποκατάσταση στενών πολιτικών δεσμών με τη νεολαία. Η χούντα όχι μόνο διέκοψε αυτή τη δραστηριότητα, αλλά γνωρίζοντας την επίδραση του αθλητισμού στις μάζες έλεγξε μέσω της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού τα αθλητικά δρώμενα, τοποθετώντας στις αθλητικές ομοσπονδίες και στις τοπικές ενώσεις δικούς της ανθρώπους και διοργανώνοντας τις γνωστές αθλητικές φιέστες υπέρ του καθεστώτος, κατά τα πρότυπα των φασιστικών καθεστώτων του Μεσοπολέμου.
Την περίοδο αυτή, τις διοικήσεις των σωματείων κατέλαβαν άτομα με οικονομική άνεση και άρχισε σιγά-σιγά η επαγγελματοποίηση του αθλητισμού, η οποία άρχισε να εδραιώνεται μετά την πτώση της χούντας, με σημαντική ευθύνη της καθεστωτικής Αριστεράς, που θεωρούσε κάτι σαν έγκλημα την ενασχόληση με τα αθλητικά δρώμενα, αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο για την επικράτηση των καπιταλιστών προέδρων και των «ανιδιοτελών εργατών».
Με την πάροδο των χρόνων, δημιουργήθηκε το αθλητικό μοντέλο της αρπαχτής και το δόγμα «η νίκη πάνω απ’ όλα και με κάθε μέσο», με αποκορύφωμα τις «παράγκες», τις εγκληματικές συμμορίες και τους ιδιωτικούς στρατούς. Είναι, λοιπόν, απόλυτα φυσιολογικό, σε αυτό το αθλητικό οικοδόμημα να μην υπάρχουν αρχές, αξίες και σαφείς θέσεις και στόχοι, με άμεση συνέπεια και τα κόμματα να μη θέτουν σαφείς στόχους και θέσεις για τον αθλητισμό. Αυτό γίνεται για τον απλούστερο λόγο ότι κανένας δε θέλει να υπάρχουν κανόνες ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, να ισχύει μόνο ο βασικός κανόνας του καπιταλισμού: «επίτευξη του μέγιστου κέρδους με κάθε τίμημα».
Ενας επιπλέον λόγος που έχει συντελέσει στην έλλειψη σαφών πολιτικών θέσεων για τον αθλητισμό από τα κόμματα είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι Ελληνες έχουν καταντήσει οπαδοί, που ενδιαφέρονται μόνο για τα δρώμενα στην ομάδα τους, και όχι φίλαθλοι. Για τους περισσότερους ζητούμενο δεν είναι να μπουν κανόνες και αρχές, αλλά να μπορέσει η ομάδα τους να είναι αυτή που κάνει το κουμάντο στο παρασκήνιο. Γι’ αυτό και στοιχίζονται πίσω από τον πρόεδρο της ομάδας τους και δρουν προστατευτικά για τα συμφέροντά του, προκειμένου να είναι αυτός δυνατός και να μπορεί να αντιμετωπίζει τους προέδρους των άλλων ομάδων. Μια μεγάλη πλειοψηφία βάζει τη νίκη της ομάδας της πάνω απ’ όλα, προτιμά να κερδίσει με γκολ οφσάιντ και με τη βοήθεια του διαιτητή και δεν ενδιαφέρεται να δει έναν ωραίο αγώνα ανεξάρτητα από τον τελικό νικητή. Θέλει να κερδίζει η ομάδα, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα φτάσει στη νίκη, για να μπορεί την επόμενη μέρα να πουλάει μούρη στη δουλειά ή στο καφενείο.
Οσο, λοιπόν, δεν μπαίνει σε αμφισβήτηση το σημερινό αθλητικό οικοδόμημα, τα κόμματα θα συνεχίσουν να μην ασχολούνται με αρχές, θέσεις και κανόνες και να μη συμπεριλαμβάνουν στον προεκλογικό τους λόγο συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ενώ το παιχνίδι θα παίζεται από τους προέδρους των ομάδων, όπως γίνεται στην περίπτωση της ΑΕΚ και του Γατούλη, ο οποίος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους κιτρινόμαυρους οπαδούς, ως μοχλό πίεσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ για να προωθήσει τα επιχειρηματικά του συμφέροντα.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr

Ενα πολύ πρωτότυπο τρόπο βρήκαν οι οπαδοί της Λίβερπουλ για να τιμήσουν τον αρχηγό τους. Το πανό στο Ανφιλντ γράφει: «Ο καλύτερος που υπάρχει, ο καλύτερος που υπήρχε και ο καλύτερος που θα υπάρχει πάντα». |
Ενα μόνο σχόλιο. Ενας από τους λόγους που το ποδόσφαιρο θεωρείται λαϊκό άθλημα και προσφέρει τόσο μεγάλες συγκινήσεις είναι η ύπαρξη ποδοσφαιριστών όπως ο Στίβεν Τζέραρντ. Ενας από τους τελευταίους των μεγάλων, που ταυτίστηκαν με την ομάδα της καρδιάς τους.