Είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα ότι στη διάρκεια της μνημονιακής πενταετίας το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε, όμως με τους χειρισμούς που έγιναν, το ελληνικό κράτος εξακολούθησε να πληρώνει κανονικά τους ετήσιους τόκους. Φυσικά, θα χρειαστεί να γίνουν και άλλες αναδιαρθρώσεις του χρέους στο μέλλον, όμως αυτό δεν ανησυχεί τους ιμπεριαλιστές δανειστές, διότι στόχος τους δεν είναι να μηδενίσουν το ελληνικό κρατικό χρέος, αλλά να το διαχειριστούν, εξασφαλίζοντας ότι το ελληνικό κράτος θα το «εξυπηρετεί» κανονικά, δηλαδή θα είναι σε θέση να πληρώνει τους ετήσιους τόκους. Γι’ αυτό και είναι σκόπιμα αφελής εκείνη η άποψη που λέει ότι η μνημονιακή πολιτική απέτυχε στο ζήτημα της διαχείρισης του χρέους.
Πέρα από το χρέος, όμως, υπάρχει η δεύτερη κατεύθυνση της διαχειριστικής πολιτικής που επιβλήθηκε με τα Μνημόνια: η κινεζοποίηση. Σ’ αυτή την κατεύθυνση η επιτυχία των ιμπεριαλιστών δανειστών και της ελληνικής αστικής τάξης υπήρξε απόλυτη. Ελάχιστα πράγματα απομένουν να γίνουν, όπως οι ίδιοι παραδέχονται. Γι’ αυτό και οι ίδιοι δηλώνουν (δείτε για παράδειγμα τις δηλώσεις Μοσκοβισί κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα), ότι η δημοσιονομική πειθαρχία πρέπει να διατηρηθεί (αυτό άλλωστε επιβάλλεται από τη Συνθήκη της ΕΕ) και επιπρόσθετα να υπάρξει μια λίστα «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (όχι «προαπαιτούμενα» πλέον), η προώθηση των οποίων θα ελέγχεται δυο φορές το χρόνο σε συναντήσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους εκπροσώπους των δανειστών. Δηλαδή, οι «προληπτικές γραμμές πίστωσης» (μία από τον ESM και μία από το ΔΝΤ) θα έχουν έναν πιο χαλαρό μηχανισμό επιτήρησης, σε σχέση με την τρόικα, κι αυτό καθίσταται δυνατό επειδή η κινεζοποίηση έχει κατά βάση ολοκληρωθεί σε όλη την έκταση της εργατικής τάξης, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ ακούγονται, βέβαια, φωνές περί «αποτυχίας» του προγράμματος. Δημιούργησε ανεργία και φτώχεια, άρα απέτυχε λένε! Γιατί, όμως, η ανεργία και η φτώχεια να αποτελούν δείγματα αποτυχίας ενός προγράμματος συντηρητικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού; Αντίθετα, αποτελούν ενδείξεις επιτυχίας του προγράμματος, διότι στόχος της συντηρητικής ανασυγκρότησης είναι -όπως ήδη έχουμε πει- η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Αυτό σημαίνει μείωση μισθών, ξεχαρβάλωμα κάθε παλιάς κανονικότητας στις εργασιακές σχέσεις και δημιουργία ενός εφεδρικού στρατού ανέργων, ο οποίος θα ασκεί διαρκώς πίεση για τη διατήρηση της κινεζοποίησης στα ίδια επίπεδα.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει -όχι αβάσιμα- ότι ο εφεδρικός στρατός των ανέργων έχει αυξηθεί επικίνδυνα, πολύ πάνω από το όριο που μια καπιταλιστική κοινωνία μπορεί να «αντέξει» (για να διατηρεί την κοινωνική συνοχή της), όμως αυτό είναι μια «παρενέργεια» της θυελλώδους προώθησης της κινεζοποίησης. Ολα έπρεπε να γίνουν τάχιστα και βίαια. Οταν σε μια τετραετία μειώνεις το ΑΕΠ μιας καπιταλιστικής χώρας στα τρία τέταρτά του, είναι λογικό να έχεις έκρηξη της ανεργίας. Αυτό το γνώριζαν οι εμπνευστές και διαχειριστές του «προγράμματος». Γνωρίζουν, όμως, πως με την αναιμική ανάπτυξη που θα υπάρξει τα επόμενα χρόνια θα απορροφηθεί ένα μέρος της ανεργίας και -το κυριότερο- ότι οι νέες θέσεις εργασίας θα είναι πλέον στην πλειοψηφία τους «μισές» (αλλά στις στατιστικές θα λογίζονται σαν ολόκληρες), ενώ οι μισθοί και οι εργασιακές σχέσεις δε θα ξεκολλούν από τα επίπεδα της κινεζοποίησης.
Επομένως και για να συνοψίσουμε: στη «μνημονιακή» πενταετία, το μεν χρέος αυξήθηκε αντί να μειωθεί, αλλά εξυπηρετείται, η δε κινεζοποίηση της εργατικής τάξης κατά βάση ολοκληρώθηκε.
Σε ό,τι αφορά το αυξημένο ύψος του χρέους, οφείλουμε να σημειώσουμε πως από αστική σκοπιά έχει δίκιο ο Χαρδούβελης όταν λέει πως σημασία δεν έχει ο δείκτης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά η δυνατότητα εξυπηρέτησής του, η οποία σήμερα είναι πιο άνετη σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στη μετακίνηση των λήξεων σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος και στα κυμαινόμενα επιτόκια, που επιτρέπουν στο ελληνικό κράτος να πληρώνει αυτή την περίοδο γύρω στα 7 δισ. ευρώ ετησίως για τόκους, ενώ μέχρι το 2012 πλήρωνε γύρω στα 12-13 δισ. Οσο για τα ομόλογα που λήγουν κάθε χρόνο, αυτά έως τώρα αντικαθίστανται με νέα ομόλογα (από τα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης, του ΔΝΤ και του EFSF τα τελευταία χρόνια), θα εξακολουθήσουν να αντικαθίστανται με ομόλογα που θα χρηματοδοτούνται από τις «προληπτικές γραμμές πίστωσης» για τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμη, ενώ στο μέλλον σχεδιάζεται να αντικαθίστανται με νέα ομόλογα που θα διατίθενται στις περιβόητες «αγορές».
Αυτό είναι το σχέδιο και δεν είναι κρυφό: το ελληνικό κράτος θα πληρώνει τους τόκους και θ’ αντικαθιστά τα παλιά ομόλογα με νέα, ενώ αν μπορεί θα μειώνει σχετικά το ύψος του χρέους, μέσω των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις και μέσω τμήματος των λεγόμενων «πρωτογενών πλεονασμάτων». Ο στόχος είναι να έχει μειωθεί το χρέος το 2022 στο 110% του ΑΕΠ, αλλά δε νομίζουμε ότι θα στενοχωρηθεί ιδιαίτερα κανένας αν αυτός ο στόχος δεν πιαστεί. Αλλωστε, αυτού του τύπου οι στόχοι είναι περισσότερο ορόσημα, παρά αυστηρά καθορισμένες καταλήξεις. Σημασία δεν έχει πόσο θα είναι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022, αλλά αν το ελληνικό κράτος θα εξακολουθεί να το εξυπηρετεί (δηλαδή να πληρώνει το σύνολο των τόκων και να αντικαθιστά τα ομόλογα που λήγουν με νέα, όταν δεν μπορεί να τα αποπληρώσει στο σύνολό τους). Σημασία έχει, επίσης, να μπορέσουν στο μεταξύ να πάρουν σε εξευτελιστικές τιμές όσα από τα «ασημικά» του ελληνικού κράτους έχουν σημασία για τα επιχειρηματικά τους σχέδια (ιδιωτικοποιήσεις).
Ετσι, ένα τμήμα του χρέους θα ανταλλαγεί στη λήξη του με περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους. Περιττεύει να πούμε ότι οι όροι αυτής της ανταλλαγής θα είναι όροι ενεχειροδανειστήριου. Ο αγοραστής αγοράζει αυτό που τον ενδιαφέρει και όχι «πακέτα». Και αγοράζει σε τιμή που συμφέρει τον ίδιο, αφού ο πωλητής «καίγεται» για ρευστό, προκειμένου να πετύχει τους στόχους της απομείωσης του χρέους, οι οποίοι καθορίζονται από μηχανισμούς που βρίσκονται «πιο κοντά» (για να το πούμε κομψά) στον αγοραστή παρά στον πωλητή. Δεν είναι τυχαίο, ότι πέρασε σχεδόν μια πενταετία και οι ιδιωτικοποιήσεις προχώρησαν ελάχιστα, μολονότι όταν πρωτοεξαγγέλθηκαν, από τρόικα και Παπακωνσταντίνου, ανακοινώθηκε στόχος 50 δισ. ευρώ!
Ετσι, το χρέος, εκτός από εργαλείο για την προώθηση της κινεζοποίησης και προσοδοφόρα τοποθέτηση κεφαλαίων που λιμνάζουν, γίνεται και μοχλός απόσπασης περιουσιακών στοιχείων από το κράτος οφειλέτη, σε τιμές εξευτελιστικές, έτσι που η συγκεκριμένη επένδυση να αποδίδει με ευκολία το μέγιστο κέρδος. Αυτονόητο είναι πως οι ελέγχοντες το χρέος και υπαγορεύοντες την πολιτική διαχείρισής του (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ) έχουν τον τρόπο να δράσουν υπέρ των υποψήφιων αγοραστών από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες, με την ίδια αποφασιστικότητα που δρουν κατά των υποψήφιων αγοραστών από ανταγωνίστριες χώρες (π.χ. Ρωσία, Κίνα), ματαιώνοντας ακόμα και κλεισμένες συμφωνίες.
Η επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής του χρέους (έχει ήδη γίνει μία και ετοιμάζεται άλλη μία, μόλις ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα) έχει διπλό όφελος για τους δανειστές (είτε πρόκειται για κράτη και διακρατικούς μηχανισμούς είτε πρόκειται για το ιδιωτικό χρηματιστικό κεφάλαιο). Από τη μια, εξασφαλίζουν την τακτική και πλήρη είσπραξη των τόκων τους και, από την άλλη, εξασφαλίζουν στο διηνεκές έναν απολύτως ελεγχόμενο χώρο τοποθέτησης τμήματος του χρηματιστικού κεφάλαιου που λιμνάζει διεθνώς. Εξασφαλίζουν ένα κράτος-οφειλέτη νομιμόφρων, υπάκουο και πειθήνιο.
Επενδύουν τα παρασιτικά κεφάλαιά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και, βέβαια, εξασφαλίζουν τον απόλυτο οικονομικό (και πολιτικό) έλεγχο του κράτους-οφειλέτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα και τα συμφέροντα των μονοπωλιακών τους ομίλων. Ο ιμπεριαλισμός εμπεριέχει το μοίρασμα των αγορών ανάμεσα στα μονοπώλια και το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη έλεγε ο Λένιν. Η περίπτωση της Ελλάδας το επιβεβαιώνει και επίσης επιβεβαιώνει ότι το χρέος είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για την προώθηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής.
Μπορεί η μετα-μνημονιακή περίοδος να είναι διαφορετική από τη μνημονιακή; Μπορεί μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων, όπως επαγγέλλεται; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσουμε στα δυο τελευταία σημειώματα αυτής της σειράς.
Πέτρος Γιώτης