Με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης Δημήτρη Κατσαρή και Αννυς Παπαρρούσου συνεχίστηκε η δίκη στο τρομοδικείο του Κορυδαλλού. Μετά την καθιερωμένη ανάγνωση του απουσιολόγιου από την πρόεδρο Μ. Τζανακάκη και το πρόβλημα εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε για δύο πολιτικούς κρατούμενους, έγινε μια σύντομη διακοπή και με την επανάληψη της συνεδρίασης πρώτος πήρε το λόγο ο Δ. Κατσαρής, συνήγορος υπεράσπισης του Γιώργου Καραγιαννίδη.
Υπάρχει όμως και μια μερίδα αντιφασιστών, συνέχισε, αναφερόμενος σε μερικά γεγονότα. Εγινε μια αντιφασιστική μοτοπορεία, έγιναν συλλήψεις και μέσα στα νοσοκομεία ξυλοκοπήθηκαν άγρια από αστυνομικούς που δήλωσαν χρυσαυγίτες. Ο υπουργός τους κάλυψε και δήλωσε ότι θα κάνει μήνυση σε ξένη εφημερίδα. Ο Μπαλτάκος, το δεξί χέρι της κυβέρνησης, συνομίλησε με τον υπόδικο Κασιδιάρη και του είπε να μην ανησυχεί, δεν υπάρχουν στοιχεία σε βάρος του!
Τι θα ήθελα εγώ; συνέχισε. Ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Ποια είναι τα στοιχεία σ’ αυτή την υπόθεση; Πέρασαν δύο χρόνια και τα μόνα στοιχεία που έχετε είναι τα παραμύθια της Αντιτρομοκρατικής που λειτουργεί ως αιχμή του δόρατος της εκτελεστικής εξουσίας και φουντώνει το κλίμα της τρομοϋστερίας για να διαιωνίζει την κυριαρχία της η πολιτική εξουσία. Στην αρχή συλλαμβάνονται έξι και διαρρέεται στα ΜΜΕ ότι αυτοί που συνελήφθησαν αποτελούν τρομοκρατική οργάνωση. Στη συνέχεια έφυγαν οι δύο, γιατί δεν είχαν καμία σχέση, και έμειναν οι τέσσερις που και γι’ αυτούς τα μόνα στοιχεία είναι τα ψέματα του Χαρδαλιά και του Μπαγατέλα. Ισχυρίστηκαν ότι η παρακολούθησή τους άρχισε δήθεν 15 ημέρες πριν τη σύλληψή τους. Ηξεραν από την πρώτη στιγμή ότι είχαν φιλικές σχέσεις, τους παρακολουθούσαν από πολύ παλιά και δεν υπήρξαν στοιχεία που να αποδεικνύουν σχέσεις τους με τη ΣΠΦ. Γνώριζε ο Χαρδαλιάς ότι δεν είχαν σχέσεις με τη ΣΠΦ.
Στη συνέχεια, ο συνήγορος αναφέρθηκε στην άποψη του εισαγγελέα Σ. Μπάγια, ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι Γ. Καραγιαννίδης, Α. Μητρούσιας, Κ. Σακκάς και Στ. Αντωνίου δεν έδωσαν εξηγήσεις, και τόνισε ότι είναι υποχρέωση της εισαγγελίας να βρει στοιχεία και όχι των κατηγορούμενων.
Το μοναδικό στοιχείο είναι η κατοχή του οπλισμού, πέραν αυτού κανένα άλλο, τόνισε ο Δ. Κατσαρής. Με θάρρος παραδέχτηκαν την κατοχή των όπλων και με την ίδια ευθύτητα θα παραδέχονταν ότι είναι μέλη της οργάνωσης, εάν ήταν. Συνελήφθησαν οι δύο, ο Μητρούσιας και ο Σακκάς. Πού ήταν ο Καραγιαννίδης; Θέλετε να πείτε ότι ήταν οργάνωση; Πώς αποδεικνύεται αυτό; Η άλλη οργάνωση τι έκανε; Ο Καραγιαννίδης στο κουρείο, η Αντωνίου μαγείρευε, ο Πολίτης σε καφετέρια. Με ποια στοιχεία θα πείτε ότι είναι οργάνωση; Ο Καραγιαννίδης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν είχε καμία σχέση με τα όπλα. Ομως αυτός μοιράστηκε την ευθύνη για την κατοχή τους. Αυτό και μόνο υπάρχει, δεν θα αντιστρέψουμε την πραγματικότητα.
Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την κατάθεση του Χαρδαλιά και των άλλων αντιτρομοκρατικάριων, λέγοντας ότι κακώς κατέθεσαν αυτοί που έστησαν το παραμύθι. Ο Χαρδαλιάς, για να σας πείσει ότι ήταν σπουδαίος, ακολουθούνταν από οκτώ άτομα! Σε άλλη δίκη καταγράφηκε να λέει, ότι υπουργός του είπε «δώσε και σε μας μια δίκη». Του λέμε φέρε μας στοιχεία και εκείνος μας απαντά ότι τα έχει σκίσει. Προσπαθεί να μας πείσει ότι τα είχε όλα στο μυαλό του. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν και κορόιδευαν.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στις καταθέσεις του Μπαγατέλα και στην περιβόητη παρακολούθηση στο ΚΤΕΛ Αγρινίου. Προκάλεσαν τους πάντες, ζητώντας να φέρουν τις κασέτες από το σταθμό του ΚΤΕΛ στο Αγρίνιο. Πού να τις βρουν όμως, αφού τέτοια παρακολούθηση δεν έγινε;Στο σημείο αυτό ο συνήγορος αναφέρθηκε στην περίπτωση του πρόσφατα συλληφθέντα αναρχικού αγωνιστή Α. Σταμπούλου που πήγαν να το φορτώσουν πολλά.
Οπως έχουμε γράψει, ο εισαγγελέας στηρίχτηκε στην πρωτόδικη απόφαση της τρομοδίκης του Χαλανδρίου προκειμένου να προτείνει την ενοχή των κατηγορούμενων, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα σύμφωνα, με τους δικούς τους δικονομικούς κανόνες. Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό, ο συνήγορος τόνισε ότι την απόφαση του Χαλανδρίου το δικαστήριο μπορεί να τη χρησιμοποιήσει μόνο για την απόφαση που θα πάρει για την εκκρεμοδικία και για τίποτ’ άλλο. Επανερχόμενος στην κατηγορία της συμμετοχής στη ΣΠΦ, ο Δ. Κατσαρής αναρωτήθηκε ρητορικά με ποια πράξη συνδέθηκαν οι κατηγορούμενοι, με ποιο μανιφέστο;
Πέρασε στη συνέχεια την υπόθεση των βομβοδεμάτων, για τα οποία κατηγορούνται μόνο οι δύο από τους τέσσερις (Καραγιαννίδης και Μητρούσιας). Το μόνο στοιχείο ήταν κάποιες αναγνωρίσεις από φωτογραφίες, αναγνωρίσεις που έγιναν φύλλο και φτερό, μετά από την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση. Επεσήμανε τη στάση της εισαγγελέα που έκανε την εισήγηση για την παραπομπή, που θεώρησε αυτές τις δήθεν αναγνωρίσεις έγκυρες, παρά το γεγονός ότι στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση κατέρρευσαν, και έκλεισε την αναφορά του λέγοντας ότι συντάσσεται μεν την πρόταση του εισαγγελέα ότι ο Καραγιανίδης δεν είχε καμία σχέση με τα βομβοδέματα.
Συνέχισε με το ένταλμα σύλληψης του Καραγιαννίδη, αναφέροντας ότι κλήθηκαν 29 άτομα, των οποίων αποτυπώματα βρέθηκαν στο περιβόητο σπίτι του Χαλανδρίου. Απ’ αυτά, μόνο τα άτομα που τόλμησαν να δηλώσουν αναρχικοί κατηγορήθηκαν και βγήκαν εντάλματα σύλληψής τους. Ο Γ. Καραγιαννίδης για ένα τουλάχιστον εξάμηνο μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης εργαζόταν κανονικά, δεν κρυβόταν. Μόνο στο σπίτι του δεν έμενε. Οταν βγήκε η διάταξη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να δώσει τραπεζικό λογαριασμό για να πληρώνεται, αναγκάστηκε να σταματήσει τη δουλειά και να κρύβεται πια. Είναι δε ένας άνθρωπος που οι εργοδότριές του τον περιμένουν να τελειώσει με την εμπλοκή του και να επιστρέψει στη δουλειά.
Ο συνήγορος έκλεισε την αγόρευσή του αναφερόμενος στην κατηγορία της οπλοκατοχής, επαναλαμβάνοντας ότι πρόκειται για μια απλή οπλοκατοχή. Στάθηκε στη στάση της προέδρου, η οποία κατά την ακροαματική διαδικασία επέμενε να ρωτάει τους μάρτυρες υπεράσπισης αν γνωρίζουν ότι οι κατηγορούμενοι Αντωνίου, Μητρούσιας, Καραγιαννίδης και Σακκάς είχαν βαρύ οπλισμό και απαντώντας διάβασε μεγάλα αποσπάσματα από την απόφαση για την απαγωγή του βιομήχανου Μυλωνά. Οι κατηγορούμενοι που συνελήφθησαν δικάστηκαν για απλή οπλοκατοχή και τους επιβλήθηκε ποινή 10 μηνών, παρά το γεγονός ότι στην κατοχή τους βρέθηκε πάρα πολύς οπλισμός, που δεν συγκρίνεται μ’ αυτόν που βρέθηκε στην κατοχή του Σακκά και του Μητρούσια και συνυπέγραψε και ο Καραγιαννίδης. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά της ώρας για να διαβάσει ο συνήγορος τον κατάλογο με τον οπλισμό που βρέθηκε στην κατοχή των κατηγορούμενων για την υπόθεση της απαγωγής του Μυλωνά. Οταν ολοκλήρωσε, κατέθεσε την απόφαση στο τρομοδικείο.
Εκλεισε λέγοντας ότι μία είναι η πράξη, αυτή της απλής οπλοκατοχής. Η αναρχία δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Ζητώ από εσάς να υπερασπιστείτε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Φτάνουμε στο τέλος μιας δίκης η οποία διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια, τόνισε εισαγωγικά η Α. Παπαρρούσου, αγορεύοντας ως συνήγορος του Αλέξανδρου Μητρούσια. Η δικαστική πρακτική των παράλληλων δικών μεγάλης διάρκειας, που εισήχθη κυρίως με τις δίκες της λεγόμενης τρομοκρατίας και οι οποίες διεξάγονται στον Κορυδαλλό μέσα στην δικαστική αίθουσα των φυλακών, θέτει τους κατηγορούμενους σε μία παρατεταμένη δικαστική ομηρία. Οι πολλαπλές ποινικές διώξεις που καταλήγουν σε μία σειρά δικών που διεξάγονται παράλληλα, εκθέτουν τους κατηγορουμένους στον κίνδυνο της πολλαπλής τιμώρησης για την ίδια κατηγορία, ενδεχόμενο που αποκλείεται από το δίκαιο, όπως θα εκθέσω στη συνέχεια. Κατά τα λοιπά, θα ακολουθήσω τον ειρμό της Εισαγγελικής Πρότασης.
1. Η στάση του εντολέα μου στη δίκη δεν ήταν αντιφατική. Ασκησε εν μέρει το δικαίωμα σιωπής, το οποίο δε μπορεί να ερμηνευτεί εις βάρος του (ΑΠ 1630/2007). Εξάλλου, το Δικαστήριο στην παρούσα φάση, εκτιμά τις αποδείξεις και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου και δεν παλινδρομεί σε ανακριτικές προσεγγίσεις. Και στα δύο βουλεύματα, 208 και 209/12, η βασική κατηγορία είναι κοινή: 187Α Συγκρότηση και ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση. Το άρθρο αυτό είναι αντισυνταγματικό. Τον λόγο της αντισυνταγματικότητάς του τον ανέφερε και ο κ. Εισαγγελέας στην αγόρευσή του, χωρίς να τον εντάσσει στο πλαίσιο της αντισυνταγματικότητας: Αναφέρεται στις αόριστες νομικές έννοιες (βλάβη μιας χώρας), αλλά επισημαίνει ότι «και αυτή η έννοια μπορεί να καλυφθεί από το δικαστήριο με βάση την αρχή in dubio pro reo». Στο σημείο αυτό όμως έγκειται και η αντισυνταγματικότητα της διάταξης αυτής: Είναι ανεπίτρεπτα αόριστη και χρειάζεται να ερμηνευτεί από το δικαστήριο. Ειδικότερα, ο συνταγματικά κατοχυρωμένος κανόνας του ά. 7 του Συντάγματος οδηγεί στην παραδοχή ότι μόνο ο νόμος μπορεί να ορίσει το έγκλημα και την ποινή. Αμεση συνέπεια της δικαιοκρατικής αυτής αρχής, είναι ότι πρέπει ο ίδιος ο νόμος να καθορίζει την έννοια μιας αξιόποινης πράξης με σαφή και ορισμένα στοιχεία και να μην αρκείται σε αόριστους γενικούς αφορισμούς. Πρέπει δηλαδή, οι αξιόποινες πράξεις να περιγράφονται από τον ίδιο το νόμο με τέτοια ακρίβεια, ώστε ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως αξιόποινης, να στηρίζεται μόνο στο νόμο και όχι στις απόψεις του δικαστηρίου. Η μεταφορά αρμοδιότητας από το νομοθέτη στο δικαστή βρίσκεται σε αντίθεση προς το περιεχόμενο της αρχής της νομιμότητας. Έτσι, τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να κηρύξουν ένα νόμο με αόριστο περιεχόμενο αντισυνταγματικό κι επομένως να μην τον εφαρμόσουν. Εξάλλου, τον πραγματικό πυρήνα του αδικήματος συνιστά το στοιχείο της πράξης. Αν ο ποινικός νόμος δεν προβαίνει κατά τον προσδιορισμό της αξιόποινης συμπεριφοράς στην ειδικότερη περιγραφή της και αρκείται σε μια αφηρημένη ρήτρα, τότε καταλύεται η ασφάλεια δικαίου και η ορθολογική δομή του. Η επί λέξει αντιγραφή της σχετικής Απόφασης – Πλαίσιο, που είχε υιοθετηθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία γα την αόριστη διατύπωση του 187Αδιότι από το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προκύπτει ότι σκοπός των Αποφάσεων – Πλαίσιο είναι η προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών και όχι επομένως η ταύτισή τους. Στην ίδια διάταξη διευκρινίζεται ότι οι Αποφάσεις – Πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μόνον «ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
Επιπλέον, η υπαγωγή της διάταξης του 187Α ΠΚ στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τον τίτλο «Επιβουλή της δημόσιας τάξης» είναι καταχρηστική, διότι από την διατύπωση των αορίστων εννοιών της δυνατότητας «βλάβης της χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού» ή της «σοβαρής βλάβης ή καταστροφής των θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών ή οικονομικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού» κλ, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο αυτό καλείται να προστατεύσει αόριστα και ασαφή έννομα αγαθά τα οποία εκτείνονται σαφώς πέραν της έννοιας της δημόσιας τάξης. Σύμφωνα με το «Ποινικό Δίκαιο» του Γ. Α. Μαγκάκη, (εκδόσεις Παπαζήση 1984 σελ. 117), «Αν ο ποινικός νόμος δεν προβαίνει κατά τον προσδιορισμό της αξιόποινης συμπεριφοράς στην ειδικότερη περιγραφή της και αρκείται σε μία πολύ αφηρημένη ρήτρα πχ στον γενικό και αόριστο ορισμό ότι όποιος προσβάλλει σοβαρά κοινωνικά ή κρατικά συμφέροντα τιμωρείται με την ανάλογη ποινή, τότε ούτε ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει ποιες μορφές συμπεριφοράς απειλούνται με ποινή, ούτε ο δικαστής μπορεί να διαγνώσει ποιες πράξεις πρέπει να τιμωρήσει. Μια τέτοια όμως ασάφεια και αοριστία δεν είναι στην ουσία επιλογή και αντιστρατεύεται την ασφάλεια δικαίου, που αποτελεί σταθερή επιδίωξη κάθε ορθολογικού Δικαίου και δημιουργεί την πιο καταλυτική για την έννομη τάξη αβεβαιότητα».
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το άρθρο αυτό αποτέλεσε την προϋπόθεση εφαρμογής μέτρων περιστολής των συνταγματικών ελευθεριών, αφού η ερμηνεία του προκειμένου να αποδοθεί ως κατηγορία στον κατηγορούμενο δεν υπακούει σε κανόνες που θέτει το δίκαιο, αλλά σε αόριστες και αντιφατικές μεταξύ τους παραδοχές που η ασάφεια του άρθρου επιτρέπει να τίθενται κατά παράβαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Και αν συζητήσουμε σοβαρά για ηθική και υλική βλάβη της χώρας, θα έπρεπε ήδη αυτή να έχει διαγνωσθεί από τα δικαστήρια και να έχουν αποδοθεί ευθύνες για τις τρέχουσες συνθήκες της οικονομικής εξαθλίωσης και της ακραίας εξάρτησης της χώρας, η οποία δεν οφείλεται στους κατηγορούμενους, αλλά στους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Επομένως γίνεται σαφές ότι η αοριστία του ως άνω άρθρου, διέπεται από τη σκοπιμότητα της ευρείας ερμηνείας και χρήσης των διατάξεών του και γι αυτό το λόγο πρέπει να κριθεί αντισυνταγματικό και να μην εφαρμοστεί. . Το ά. 187Α εφαρμόστηκε από τα δικαστήρια χωρίς ουσιαστικές αντιρρήσεις, όπως και ο προκάτοχός του, ο ΑΝ. 509/1947 που προοριζόταν για τη δίωξη των κομμουνιστών. Αυτού του τύπου οι νόμοι δεν είχαν μεγάλη διάρκεια. Χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση τουεκάστοτε εσωτερικού εχθρού και στη συνέχεια καταργούνταν αφήνοντας τη ρύθμιση των αδικημάτων στο κοινό και κανονικό ποινικό δίκαιο. Πρόκειται για ένα άρθρο σκοπιμότητας. Και σε αυτή του τη μορφή όμως, δε σημαίνει ότι μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να στηρίζεται σε σοβαρά και βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Δεν συνεπάγεται η εφαρμογή του την κατάλυση της ποινικής δικονομίας με την αναγόρευση συμπερασμάτων σε αποδεικτικά στοιχεία! Κι εδώ στα παραπεμπτικά βουλεύματα, έχουμε ως στοιχεία, όχι τα αποδεικτικά δεδομένα που απαιτεί ο νόμος στα ά. 178 και 179 εννοώντας απτά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά χρήση και επίκληση της προηγούμενης δικαστικής απόφασης και προηγούμενων βουλευμάτων, σε συνδυασμό με εκτιμήσεις και ασταθή κριτήρια τα οποία επιστρατεύονται χωρίς κανόνες, προκειμένου να υποστηριχτεί η ενοχή με βάση το άρθρο αυτό. Παράδειγμα η χρήση της ανάληψης ευθύνης ως ένδειξης για την παραπομπή με βάση αυτό το άρθρο. Η ανάληψη ευθύνης εργαλειοποιείται και χρησιμοποιείται ως ομολογία με σκοπό την παραπομπή και την καταδίκη. Η μη ανάληψη ευθύνης, αποτιμάται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο χωρίς διαφοροποίηση, με αποτέλεσμα το ίδιο κριτήριο να χρησιμοποιείται με ασυνεπή και αντιφατικό τρόπο. Πρόκειται για νομική πλημμέλεια, η οποία περιγράφεται στην απόφαση Ολ. Α.Π. 19/2001 (Ποιν.Χρ. ΝΒ'402):«Αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόσθηκε».
Περαιτέρω, στο υπ’ αριθμ. 208/12 βούλευμα του ΣΕφΑθ, αντιμετωπίστηκε με μη σύννομο τρόπο, το θέμα των αναγνωρίσεων από την επίδειξη φωτογραφιών σε μάρτυρες. Ήδη από τις 2/11/10 οι φωτογραφίες του Αλ. Μητρούσια δημοσιεύονται από την Αστυνομία χωρίς να υπάρχει κάποια ένδειξη για τη συμμετοχή του στην υπόθεση των δεμάτων. Η φωτογραφία του επιδεικνύεται σε κάθε πιθανό μάρτυρα και επακολουθεί η νομικά και ηθικά απαράδεκτη διαδικασία των ποσοστιαίων προσομοιώσεων, κατά τη νέα ορολογία της αντιτρομοκρατικής, η οποία άκριτα υιοθετήθηκε από τα δικαστικά συμβούλια που επιλήφθηκαν της υπόθεσης αυτής. Στην από 2/8/11 αίτηση του Αλ. Μητρούσια στο Συμβούλιο για διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης, η Εισαγγελέας εισηγείται την απόρριψή της. Το Συμβούλιο, δέχεται το αίτημά του και με το υπ’ αριθμ. 2858/11 βούλευμα, διατάσσεται περαιτέρω κυρία ανάκριση. Μετά την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των μαρτύρων με τον κατηγορούμενο, από την οποία καταδείχθηκε το ανίσχυρο της κατά προσέγγιση αρχικής «προσομοίωσης», αφού οι μάρτυρες περιγράφουν άλλο πρόσωπο, πολύ πιο κοντό και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, το δεδομένο αυτό δεν αξιολογείται εις όφελος του κατηγορουμένου, αλλά στο διατακτικό του βουλεύματος αποσιωπείται εντελώς προκειμένου να χωρήσει η παραπομπή του, ενώ η Εισαγγελέας, αφού προβαίνει σε μία ανάλυση των αδυναμιών των αναγνωρίσεων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψαν περιστατικά ώστε να διαφοροποιηθεί η ως άνω πρόταση σχετικά με την παραπομπή». Η χρήση των δεδομένων με αυτόν τον τρόπο, σαφώς υπακούει στην αρχή της σκοπιμότητας και όχι στην αρχή της νομιμότητας και απέχει κατά πολύ από την υποχρέωση του Εισαγγελέα να παρέχει νόμιμες αιτιολογίες και να διερευνά τόσο την ενοχή, όσο και την αθωότητα του κατηγορουμένου. Οι σκέψεις αυτές υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο, το οποίο για να παραπέμψει τον κατηγορούμενο, αποσιωπά τα αποτελέσματα της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης των μαρτύρων με τον κατηγορούμενο και αναφέρεται στην καταδίκη του με την υπ’ αριθμ. 4199/11 απόφαση κατά τρόπο αυτοαναφορικό. Έτσι παραπέμπεται και για την υπόθεση των δεμάτων. Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί μεταξύ άλλων και στα δικαστήρια της Μπολόνια, όπου η σχετική διαδικασία έχει αναβληθεί για τις 10/2/2015. Για την υπόθεση αυτή, όπως προέκυψε και από τη διαδικασία, δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία αφού δε στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό δεδομένο και για τον λόγο αυτό ο εντολέας μου πρέπει να απαλλαγεί.
Η υπ’ αριθμ. 4199/11 απόφαση:
Η απόφαση αυτή, ως η κατ΄εξοχήν στρατευμένη απόφαση που επέβαλε στους κατηγορουμένους πολυετείς καθείρξεις με βάση την αξιολόγηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, καταδίκασε τον Αλ. Μητρούσια για την παρ. 4 του ά. 187Α για συμμετοχή του στην οργάνωση ΣΠΦ από τον Φεβρουάριο του 2009 έως και 23/09/09 , απλή συνέργεια από κοινού για την παρ. ι΄του ά. . 187Α (έκρηξη 270 περ. α και β ΠΚ), για την έκρηξη στην οικία της Λ. Κατσέλη και για παράβαση του εδ. ια του . 187Α (272 παρ. 1 ΠΚ) για κατασκευή και κατοχή από κοινού εκρηκτικού μηχανισμού που τοποθετήθηκε στο σπίτι της Λ. Κατσέλη και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 11 ετών με την συνδρομή της περιστάσεως του ά. 133 ΠΚ κι αυτό, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση που πρότεινε την καταδίκη του μόνο για την παρ. 4 του . 187Α και την απαλλαγή του από τις λοιπές κατηγορίες. Είχε ήδη συλληφθεί στις 4-12-10 με τα όπλα. Είναι ευνόητο, ότι καταδικάστηκε κυρίως γι αυτόν τον λόγο. Τα αποτυπώματά του στο σπίτι του Χαλανδρίου βρέθηκαν όλα σε κινητά αντικείμενα (διαφημιστικά φυλλάδια φροντιστηρίου, σακούλα και σε αφαιρεθέν λόγω ανακαίνισης ντουλαπόφυλλο) και επί 40 ημέρες που το σπίτι βρισκόταν σε παρακολούθηση, κανείς δεν τον είδε να μπαίνει ή να βγαίνει. Οι ταυτοποιήσεις των αποτυπωμάτων πραγματοποιήθηκαν από 25/9/09, έως 15/12/09. Ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε εναντίον του στις 13 του Ιανουαρίου 2010. Από τον Οκτώβριο που είχε ταυτοποιηθεί το αποτύπωμά του, δεν αναζητήθηκε από καμία αρχή και η οικογένειά του το πληροφορήθηκε από τη δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού στις 24/02/2010. Είναι ευνόητο ότι εξωθήθηκε στη φυγοδικία λόγω των προσωρινών κρατήσεων που επιβλήθηκαν στους λοιπούς κατηγορουμένους μόνο λόγω των αποτυπωμάτων. Στην απολογία του στο δικαστήριο ερωτήθηκε και για τα όπλα. Είναι σαφές, ότι η ποινή του στην υπόθεση του Χαλανδρίου, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη σύλληψή του στις 4-12-10 με τα όπλα.
Αυτές είναι κάποιες περιπτώσεις από την εφαρμογή του 187α ως προς την δίωξη και την ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Αδύναμες ενδείξεις που αναγορεύονται σε αποδείξεις, αποφάσεις που διαδραματίζουν τον ρόλο αποδείξεων, προκατάληψη στη δικαστική διαδικασία κλ. Υπάρχει όμως ήδη και μια πολύ σοβαρή, δυσμενής για την μετέπειτα πορεία των καταδικασθέντων και των υποδίκων για παράβαση του ά. 187α ΠΚ εξέλιξη: Με το νέο νόμο 4274/14-7-14, οι τυχόν καθείρξεις που θα επιβληθούν δεν θα είναι οι ίδιες με τις κοινές καθείρξεις, αλλά θα επισύρουν από μόνες τους μια επιπλέον ποινή, την εισαγωγή και την κράτησή τους στις φυλακές τύπου Γ΄, με τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες διαβίωσης που περιγράφονται στο νόμο. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου διέγνωσε ότι η έκτιση της ποινής γι αυτή την κατηγορία των κρατουμένων, δεν είναι αρκούντως βασανιστική στις υπάρχουσες φυλακές κι αποφάσισε να τη μετατρέψει σε επιπλέον ποινή λόγω των ειδικών συνθηκών κράτησης, παρά τα οριζόμενα στον ισχύοντα σωφρονιστικό κώδικα.
ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ:
Το αυτονόητο διέγνωσε ο κ. Εισαγγελέας στην πρότασή του. Κάθε άλλη ερμηνεία, κάθε πιθανή κατασκευή, διαστρεβλώνει το νόμο και οδηγεί σε λύσεις σκοπιμότητας. Τα βουλεύματα χειρίστηκαν το θέμα αυτό φοβικά, αναφερόμενα το ένα στο άλλο και για την εδραίωση της θέσης αυτής χρησιμοποίησαν αντιφατικές και παράλογες αιτιολογίες. Με την ένσταση εκκρεμοδικίας που κατέθεσα για λογαριασμό του εντολέα μου κατά την έναρξη της δίκης, ζήτησα στην ουσία να εφαρμοστεί η βασική δικονομική αρχή ne bis in idem. Η αναγνώριση μιας στρεβλής κατά το δίκαιο κατάστασης από το Δικαστήριο, δεν αποτελεί εύνοια προς τον κατηγορούμενο, αλλά αποκατάσταση της έννομης τάξης που τρώσκεται, από την επικράτηση μιας σαφώς μη σύννομης ερμηνείας του νόμου. Ορθά, κατά την εισαγγελική πρόταση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη του ά 187Α παρ. 4 και για τα δύο βουλεύματα, αφού έχει χωρήσει η καταδίκη του κατηγορουμένου με την υπ’ αριθμ. 4199/11 απόφαση για την ίδια πράξη της συμμετοχής στην ίδια οργάνωση.
Βούλευμα 209/12:
Σύλληψη με όπλα στις 4/12/10. Τα όπλα είναι αχρησιμοποίητα καισυσκευασμένα με τέτοιο τρόπο που συνάγεται πως δεν είναι έτοιμα προς χρήση, δεν φέρουν δε το οποιοδήποτε εύρημα που να πιστοποιεί την προσωπική επαφή του κατηγορουμένου με αυτά, ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος δεν έφερε περίστροφο σε τσαντάκι μέσης όπως εσφαλμένα του καταλόγισε η κ. Πρόεδρος. Ο σκοπός της κατοχής των όπλων δεν προκύπτει ότι ήταν η διάθεση τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή ο παράνομος εφοδιασμός ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων όπως ορίζει το ά. 15 του Ν. 2168/93. Η σύλληψή του στις 4/12/10 με τα όπλα συσκευασμένα και το σκαπτικό εργαλείο, εκ των πραγμάτων κατατάσσει την πράξη αυτή στην απλή οπλοκατοχή, αφού ο επιπλέον σκοπός του ά. 15 δε μπορεί να τεκμηριωθεί σε κανένα δεδομένο και πρέπει να εφαρμοστεί κι εδώ η αρχή in dubio pro reo. Πρόκειται για μία καθαρή περίπτωση απλής οπλοκατοχής κι εφόσον δεν υφίσταται σχέση με την οργάνωση, η πράξη αυτή δε μπορεί να τιμωρηθεί στα πλαίσια του 187Α, όπως και πρόσφατα νομολογήθηκε με την υπ’ αριθμ. 3390/14 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τα κακουργήματα (υπόθεση ληστείας Βελβεντού). Η περίπτωση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί με γνώμονα την σχετική νομολογία. Η πρόσφατη και σχετική νομολογία, έχει εισαχθεί με την σχετικά πρόσφατη απόφαση για τον Επαναστατικό Αγώνα.(προσκομίζω σχετικά αντίγραφα). Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες αποφάσεις, που έχουν αντιμετωπίσει την κατοχή αρκετά μεγάλου οπλισμού, ως απλή κατοχή όπλων.
Η συνήγορος ανέφερε στη συνέχεια μια σειρά σχετικές δικαστικές αποφάσεις, όπως η απόφαση για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα και αποφάσεις του Αρείου Πάγου, στο περιεχόμενο των οιποίων αναφέρθηκε αναλυτικά. Και συνέχισε:
Περαιτέρω, είναι ορθή η εισαγγελική πρόταση για την εφάπαξ τιμώρηση μιας αξιόποινης συμπεριφοράς, δηλ. του ά. 272 ΠΚ και του ά. 15 του Ν. 2168/93.. Η ελάχιστη ποσότητα ΤΝΤ αποτελεί σύμφωνα την από 16/5/11 έκθεση της ΔΕΕ δευτερογενή εκρηκτική ύλη η οποία από μόνη της δε μπορεί να παράξει έκρηξη, παρά τις εκτιμήσεις της κ. Προέδρου, ενώ στην Καισαρείας ανευρίσκεται και μικρή ποσότητα νιτρικού αμμωνίου, το οποίο δύναται να αποτελέσει πρώτη ύλη για την παρασκευή εκρηκτικής ύλης ως συστατικό της. ‘Αρα, τα ανευρεθέντα εκρηκτικά δε φέρουν ως έχουν επικινδυνότητα και δε μπορούν να αξιολογηθούν ως σοβαρή κατοχή εκρηκτικών υλών. Το κύριο μέγεθος είναι τα όπλα. Επομένως αφορούν όλες οι κατηγορίες τα ίδια νομικά και πραγματικά δεδομένα αλλάζοντας μόνο ως προς το νομικό τους χαρακτηρισμό, διευρύνοντας έτσι ανεπίτρεπτα το αξιόποινο. Με τον τρόπο όμως αυτό, καταστρατηγείται άμεσα η αρχή ne bis in idem σε ότι αφορά την έννοια της ταυτότητας της πράξεως, αφού αυτή υπάρχει όταν αφορά το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολό του που αφορά την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, είτε αυτό συνάπτεται άμεσα με το δράστη (τυπικό έγκλημα) είτε επακολουθεί (ουσιαστικό έγκλημα) (ΟλομΑΠ 1/2011).
Εξάλλου, σύμφωνα με το Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με πρωτοβουλία της Ελληνικής Δημοκρατίας για την έκδοση της απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής «ne bis in idem» (7246/2003 — C5-0165/2003 — 2003/0811(C για την απαγόρευση της διπλής διακινδύνευσης, δηλαδή να μηδιώκεται ούτε να δικάζεται κανείς δύο φορές για τις ίδιες πράξεις και για την ίδια αξιόποινη συμπεριφορά, κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα στα διεθνή νομικά μέσα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως στο έβδομο πρωτόκολλο (άρθρο 4) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 50), αναγνωρίζεται δε από όλα τα νομικά συστήματα που διαπνέονται από την ιδέα σεβασμού και προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η αρχή «ne bis in idem» ή η απαγόρευση της διπλής διακινδύνευσης, σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να διώκεται ή να δικάζεται κανείς δύο φορές για τις ίδιες πράξεις, πραγματικά περιστατικά ήσυμπεριφορά, κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα στα διεθνή νομικά μέσα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως στο Διεθνές Σύμφωνo για τα Ατομικά καιΠολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 14, παράγραφος 7) της 19ης Δεκεμβρίου 1966, στο έβδομο πρωτόκολλο (άρθρο 4) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 50), αναγνωρίζεται δε από όλα τα νομικά συστήματα που διαπνέονται από την ιδέα σεβασμού και προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αποτελεί ουσιαστική θωράκιση έναντι της καταχρηστικής άσκησης των κρατικών εξουσιών επί των πολιτών.
ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οι πλαστογραφίες που σαφώς πρέπει να θεωρηθούν ως μία κατ’ εξακολούθηση πράξη απέβλεπαν σε κάθε περίπτωση στη διασφάλιση μιας ελάχιστης δυνατότητας διαβίωσης και κίνησης και οι πλαστές ταυτότητες δεν χρησιμοποιήθηκαν ούτε για προσπορισμό κέρδους ούτε για κάποιο άλλο σκοπό. Για το λόγο αυτό και οι ποινές θα πρέπει να είναι ανάλογες της χρήσης που έγινε και του σκοπού τέλεσης του αδικήματος.
Τέλος, αυτό που προκύπτει από την δίχρονη αυτή διαδικασία, είναι ότι το αδίκημα με το οποίο έχετε να ασχοληθείτε, είναι η κατοχή των όπλων. Η ασφάλεια δικαίου επιτάσσει να κριθεί με βάση τη νομολογία που εισήγαγε η απόφαση για τον Επαναστατικό Αγώνα και να μετατραπεί επιτρεπτά η κατηγορία σε απλή οπλοκατοχή. Αυτό που ζητώ σε επίπεδο ποινικής μεταχείρισης, είναι μία διέξοδος που μπορεί να δοθεί από το Δικαστήριο αυτό, αν συνεκτιμηθεί ότι το γεγονός της σύλληψής του με τον οπλισμό αυτό, συνυπολογίστηκε από το δικαστήριο για την υπόθεση του Χαλανδρίου και επηρέασε την κρίση του, αφού τα δεδομένα που υπήρχαν γι αυτόν στη δικογραφία, τον κατέτασσαν στους απαλλασσόμενους από την κατηγορία. Ο κατηγορούμενος έχει παραμείνει στις φυλακές τέσσερα έτη και πρέπει να του παρασχεθεί η δυνατότητα να διαχειριστεί την ποινική του κατάσταση εν όψει και της ηλικίας του, έτσι ώστε να προκύπτει κάποια διέξοδος. Για το λόγο αυτό, ζητώ από το Δικαστήριο μία ορθολογική αντιμετώπιση του εντολέα μου σε ποινικό επίπεδο, έτσι ώστε να αποκατασταθούν οι δικονομικές ακρότητες που εχώρησαν σε προηγούμενο χρόνο.
Εν συνεχεία, η Α. Παπαρρούσου αγόρευσε ως υπερασπίτρια του Δημήτρη Πολίτη.
Οι αναφορές του κ. εισαγγελέα στα πραγματικά δεδομένα του βουλεύματος 207/12 δεν είναι ακριβείς, είπε. Σάκοι με όπλα δεν υπήρξαν ποτέ στη Σαπφούς. Οπως κατέθεσε δύο φορές ο μάρτυρας Χαρδαλιάς, μία στην εξέτασή του σε αυτό το δικαστήριο και δεύτερη στην εξέτασή του στο δικαστήριο του κατηγορουμένου στο Εφετείο για τα κακουργήματα, (κατάθεση 29/01/2014), οι σάκοι που βρέθηκαν στη Σαπφούς περιείχαν ρούχα και όχι όπλα.
Καθ΄όλη τη διάρκεια της διαδικασίας από τη σύλληψή του και μετά, η κ. πρόεδρος του ανακοίνωνε ότι δικάζεται για τις πλαστογραφίες , με αποτέλεσμα σε σχετική ένστασή μου στο άλλο δικαστήριο, η εισαγγελέας της έδρας να προτείνει εκκρεμοδικία για τις κατηγορίες αυτές, περιμένοντας την απόφαση του παρόντος δικαστηρίου. Μόλις στην τελευταία συνεδρίαση, πληροφορηθήκαμε ότι με απόφαση του δικαστηρίου, ο Πολίτης δικάζεται για την κατοχή όπλων και μόνο. Και αυτό είναι βέβαια το πιο ορθό, γιατί δεν αναγκάζεται το παρόν δικαστήριο να αποφανθεί για τις πλαστογραφίες που εισάγονται ως τρομοκρατική πράξη κι έτσι να δεσμεύσει το άλλο δικαστήριο που διερευνά το σύνολο των λοιπών κακουργημάτων και τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στην οργάνωση βάσει του 187Α.
Εάν ωστόσο καταδικαστεί για την απλή κατοχή αντικειμένων τα οποία θεωρούνται όπλα και που είναι μία σιδερογροθιά, ένα κλομπ και ένα εργαλείο τύπου «σκύλα» και βρέθηκαν στο σπίτι της οδού Ελλησπόντου, θα καταλήξει το παρόν δικαστήριο στο ίδιο απευκταίο αποτέλεσμα, να προκαταλάβει δηλαδή με την απόφασή του την απόφαση του άλλου δικαστηρίου, και αυτό αναιτιολόγητα και υιοθετώντας πλήρως την ισοπεδωτική εξωνομική λογική του παραπεμπτικού βουλεύματος. Διότι αν δεχθεί τη συγκατοχή, δέχεται στην ουσία και τη συμμετοχή του στην οργάνωση, χωρίς όμως να έχει εξετάσει την οποιαδήποτε κατηγορία ως προς τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, αφού αυτός συνελήφθη την 1η/2/2013 και εισήλθε στην διαδικασία αφού είχαν ήδη εξεταστεί σημαντικοί μάρτυρες για το βούλευμα 207/12. Επομένως, υπάρχει ακυρότητα κατ’ ά. 171 παρ. δ΄ και το δικαστήριο οφείλει να τον απαλλάξει από την κατηγορία αυτή, διότι στην πραγματικότητα δεν εχώρησε πλήρης διαδικασία γι’ αυτόν τον κατηγορούμενο, έτσι ώστε να μην μπορεί να προσωποποιηθεί και να στηριχθεί νομικά η εις βάρος του κατηγορία.
Μετά το τέλος της αγόρευσής της και επειδή η Α. Παπαρρούσου εκπροσωπούσε τυπικά στη συνεδρίαση τον Γιάννη Μιχαηλίδη (μόνο για τη νομιμοποίηση), η πρόεδρος αναφέρθηκε σε απόφαση άλλης δίκης και ο εισαγγελέας Σ. Μπάγιας, παίρνοντας την «πάσα», ζήτησε από τη συνήγορο, αν μπορεί, να σχολιάσει το γεγονός ότι σε άλλη δίκη (αναφερόταν στη δίκη για τη ληστεία στο Βελβεντό), ο Μιχαηλίδης απαλλάχτηκε από την κατηγορία της συμμετοχής στη ΣΠΦ (αυτή ήταν και η εισαγγελική πρόταση). Η συνήγορος, βέβαια, μολονότι ήταν συνήγορος και στη δίκη για το Βελβεντό, δεν μπορούσε να κάνει κανένα σχόλιο εκ μέρους του Μιχαηλίδη, τον οποίο δεν εκπροσωπεί και ο οποίος έχει ζητήσει από τους διορισμένους συνηγόρους του να μην αγορεύσουν. Ο εισαγγελέας, όμως, σίγουρα δεν άνοιξε τυχαία αυτό το ζήτημα.
Ο κ. Μπάγιας έχει προτείνει την ενοχή και του Γ. Μιχαηλίδη για «ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Ομως, ένα ομοιόβαθμο δικαστήριο τον έχει ήδη απαλλάξει, με απαλλακτική πρόταση και του εκπροσώπου της ενιαίας εισαγγελικής αρχής. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε εμείς το πρόβλημα που υπάρχει. Εμμέσως πλην σαφώς το παραδέχτηκε ο εισαγγελέας. Κατά τη γνώμη μας, έχει υποχρέωση να επανέλθει δευτερολογώντας και να διορθώσει την πρότασή του, προτείνοντας πλέον την απαλλαγή του Γ. Μιχαηλίδη απ’ αυτή την κατηγορία (και όλες τις συναφείς κατοχή όπλων, εκρηκτικών, εκρήξεις κτλ.). Για να υπάρχερι στοιχειώδης ευθυγράμμιση με την απόφαση του άλλου τρομοδικείου.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 23 Οκτώβρη.