Η Βραζιλία, εκτός από Μουντιάλ, έχει και προεδρικές εκλογές στις 5 Οκτώβρη. Και η πρόεδρος της χώρας Ντίλμα Ρούσεφ έχει επενδύσει σημαντικό μέρος της προεκλογικής της καμπάνιας στην κατάκτηση του Κυπέλλου από τη βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική ομάδα. Γι’ αυτό την είδαμε στον εναρκτήριο αγώνα να πανηγυρίζει σαν παιδούλα τα γκολ της Βραζιλίας. Οι κάμερες είχαν εντολή να παρακολουθούν κάθε αντίδρασή της. Ο βραζιλιάνικος Τύπος αποκάλυψε ότι είχε και κρυφό δείπνο με τον προπονητή Φελίπε Σκολάρι, στον οποίο κατέστησε σαφές ότι πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσει το Μουντιάλ.
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη που το κάνει αυτό. Το έχουμε δει και στη χώρα μας και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Η διαφορά είναι πως η Ρούσεφ μοστράρεται ως αριστερή, ότι κουβαλά το θρύλο της αντάρτισσας πόλης. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς να στηρίξει την προεκλογική της εκστρατεία στο φιλολαϊκό της έργο και όχι στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Αμ δε. Οι διαδηλωτές, που ξεκίνησαν από πέρυσι να διαμαρτύρονται για την προκλητική σπατάλη του Μουντιάλ και να ζητούν να δοθούν τα κονδύλια για την κατασκευή σχολείων και νοσοκομείων, αντιμετωπίστηκαν με την πιο αδίστακτη αστυνομική βία. Οσοι επιμένουν να διαδηλώνουν και μετά την έναρξη του Μουντιάλ αντιμετωπίζονται ακόμη και με πραγματικά πυρά. Ολόκληρες παραγκουπόλεις ισοπεδώθηκαν στην περίοδο της προετοιμασίας, ενώ οι εργαζόμενοι του Μετρό του Σάο Πάουλο, που τόλμησαν να απεργήσουν λίγες μέρες πριν την έναρξη του Μουντιάλ, «γεύτηκαν» τις «περιποιήσεις» της αστυνομίας μέσα στους σταθμούς του Μετρό.
Η κυβέρνηση Ρούσεφ δείχνει το πρόσωπο μιας εξαιρετικά κατασταλτικής αστικής κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση της Δεξιάς δε θα είχε να ζηλέψει τίποτα από την κυβέρνηση… της Αριστεράς. Αναρωτιέται κανείς, γιατί η Ρούσεφ επέλεξε να επενδύσει πολιτικά στο Μουντιάλ, αντί να επενδύσει σε ένα γύρο στοχευμένης φιλολαϊκής δημαγωγίας, η οποία –αποδεδειγμένα– φέρνει ψήφους;
Αυτός ο τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος είναι λάθος. Η επένδυση της Ρούσεφ στην κατάκτηση του Μουντιάλ είναι δευτερογενής και όχι πρωτογενής. Ισχυροί καπιταλιστικοί όμιλοι της Βραζιλίας, οι οποίοι στηρίζουν το κυβερνών Εργατικό Κόμμα, απαίτησαν να πάρει η χώρα και το Μουντιάλ του 2014 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016, βλέποντας σ’ αυτές τις μπίζνες ένα τεράστιο πεδίο κερδοφορίας. Τηρουμένων των αναλογιών, η Ρούσεφ υποχρεώθηκε να αποδεχτεί και το Μουντιάλ και τους Ολυμπιακούς, επειδή της το επέβαλαν οι «εθνικοί εργολάβοι», όπως ακριβώς επέβαλαν οι δικοί μας «εθνικοί εργολάβοι» τους Ολυμπιακούς του 2004 στον Σημίτη, ο οποίος δεν τους πολυγουστάριζε και το είχε εκφράσει.
Από τη στιγμή που η αστική τάξη της Βραζιλίας επέλεξε και Μουντιάλ και Ολυμπιακούς, η Ρούσεφ ήταν υποχρεωμένη να διαχειριστεί τη μπίζνα με τον πιο αποτελεσματικό για τα καπιταλιστικά συμφέροντα τρόπο. Και το έκανε ισοπεδώνοντας αδίστακτα κάθε εστία αντίστασης και παίρνοντας πάνω της την υπόθεση. Αν μάλιστα η βραζιλιάνικη εθνική ομάδα κατακτήσει το Μουντιάλ (πράγμα που δεν είναι και τόσο σίγουρο, βάσει της εικόνας της), τότε η Ρούσεφ ελπίζει ότι θα κάνει περίπατο τον Οκτώβρη και θα εξασφαλίσει άνετα την επανεκλογή της.
Περιττεύει να πούμε ότι σε όλ’ αυτά δεν υπάρχει ίχνος όχι «αριστεροσύνης», αλλά ούτε παλαιάς κοπής σοσιαλδημοκρατίας. Είναι χρήσιμα, όμως, γιατί δείχνουν με παραστατικό τρόπο τι συμβαίνει όταν μια ρεφορμιστική (στα λόγια) Αριστερά αναρριχάται στην κυβέρνηση μιας καπιταλιστικής χώρας και καλείται να διαχειριστεί το σύστημα.
Π.Γ.