Στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη, το υπουργείο Παιδείας στέλνει εγκύκλιο στα σχολεία (190089/Γ1/10.12.2013), προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαδικασίες εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης, που αποτελεί βραχίονα της αξιολόγησης που θα ακολουθήσει. Επιλέγεται το «καρότο», δηλαδή ο δημοκρατικός μανδύας, καθόσον το υπουργείο δεν είχε τεστάρει ακόμα τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών. Σύμφωνα με την εγκύκλιο αυτή, με απόφαση του συλλόγου διδασκόντων ορίζονται «ομάδες εργασίας», που θα επεξεργαστούν τα σχέδια δράσης και θα συντάξουν την έκθεση της γενικής εκτίμησης της εικόνας του σχολείου [«…Η εφαρμογή της ΑΕΕ στα σχολεία είναι υποχρεωτική και την ευθύνη της υλοποίησης έχουν οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων, με την επιστημονική /παιδαγωγική στήριξη των Σχ. Συμβούλων και τη διοικητική των Δ/ντών Διευθύνσεων… Η διαδικασία πραγματοποιείται από ομάδες εργασίας των εκπαιδευτικών με απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων … Η διαδικασία ολοκληρώνεται μέχρι τον Μάιο του 2014 με τη σύνταξη της Εκθεσης της Γενικής Εκτίμησης της εικόνας του σχολείου….. 2. Η έναρξη των διαδικασιών της ΑΕΕ στο σχολείο γίνεται με τον καθορισμό των ομάδων εργασίας και ολοκληρώνεται στο τέλος του σχολικού έτους με την έγκριση των αποτελεσμάτων σε τακτικές ή έκτακτες ολομέλειες του συλλόγου διδασκόντων, σύμφωνα με το Ν. 1566/85 (ΦΕΚ 167/30-09-1985, τ. Α΄, Αρθρο 11, παρ. ΣΤ) και το Αρθρο 37 της με αριθμ.Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002 (ΦΕΚ 1340, τ. Β΄) Υπ. Απόφασης].
Ακολουθούν οι αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίοι συντάσσονται με τα «βήματα» που τους υποδεικνύουν οι συνδικαλιστικές «τους» γραφειοκρατίες: Καθολική σχεδόν ανταπόκριση στη συλλογή υπογραφών κάτω από κείμενα εναντίωσης στη συγκεκριμένη μορφή αξιολόγησης, που διακινούν ΔΟΕ-ΟΛΜΕ (οι γραφειοκράτες εδώ υπονοούν ότι είναι δυνατόν να υπάρξει και «καλή» αξιολόγηση στο αστικό σύστημα, που δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα), μαζικότατες αρνήσεις συλλόγων διδασκόντων να ορίσουν «ομάδες εργασίας», μαχητικές συγκεντρώσεις μπλοκαρίσματος των σεμιναρίων επιμόρφωσης των «στελεχών» της εκπαίδευσης για την αξιολόγηση. Ολα τούτα πραγματοποιούνται μέσα στα περιθώρια που δίνουν οι νόμοι και η πρακτική και οι συνήθειες αντίδρασης του αστικού γραφειοκρατικού συνδικαλισμού (οι μαχητικές «παραφωνίες» στις συγκεντρώσεις μπλοκαρίσματος των σεμιναρίων αποτελούν εξαίρεση).
Η αντίδραση της εξουσίας είναι αναμενόμενη. Ο Αρβανιτόπουλος πετά το «καρότο» και πιάνει το «μαστίγιο». Επικεντρώνει την τρομοκρατία πάνω στον κατώτερο και πιο αδύναμο κρίκο της διοικητικής πυραμίδας, τους διευθυντές των σχολείων. Χαρακτηρίζουμε τους διευθυντές «αδύναμο κρίκο» διότι είναι αυτοί που έρχονται σε καθημερινή επαφή με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου και ως εκ τούτου βρίσκονται «στα δυο στενά», αφού από τη μια μεριά αισθάνονται δέσμιοι της πίεσης που τους ασκούν οι εκπαιδευτικοί του σχολείου τους, είναι και οι ίδιοι μέλη του συλλόγου διδασκόντων, είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργάνων των εκπαιδευτικών, λόγω των ρεφορμιστικών αυταπατών που καταδυναστεύ-ουν χρόνια τώρα το κίνημα και από την άλλη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής ιεραρχίας, τις αποφάσεις της οποίας οφείλουν να εκτελούν.
Ο υπουργός Παιδείας προχωρά, λοιπόν, ουσιαστικά στην πολιτική τους επιστράτευση, με δεύτερη εγκύκλιο (44375/Γ1/24-3-2014), που στέλνει στις σχολικές μονάδες στην εκπνοή του Μαρτίου, απειλώντας τους, εμμέσως πλην σαφώς με το αδίκημα της «απείθειας», που επισύρει την ποινή της αργίας. Η εξουσία ανασύρει από τα κιτάπια της άλλη διάταξη νόμου (άρθρο 39 παρ. 15 της ΥΑ Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002 η οποία μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων των διευθυντών σχολικών μονάδων προβλέπει τα εξής: «Οταν ο Σύλλογος για οποιονδήποτε λόγο αδυνατεί να αναθέσει στους εκπαιδευτι- κούς τη διδασκαλία μαθημάτων ή την κατανομή τάξεων και τμημάτων, την απόφαση παίρνει ο Διευθυντής σε συνεργασία με τον αρμόδιο Σχολικό Σύμβουλο. Σε περίπτωση αδυναμίας να ανατεθούν εργασίες και τομείς ευθύνης, εντός του σχολείου, την απόφαση παίρνει ο Διευθυντής»), στην οποία δίνει την ερμηνεία που τη βολεύει στην περίσταση.
Ετσι η νέα εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας αναφέρει ότι: «Σε περίπτωση που ο σύλλογος διδασκόντων δεν μπορεί να καταλήξει σε απόφαση συγκρότησης επαρκούς αριθμού ομάδων εργασίας ή συγκεκριμένης σύνθεσης ή κατανομής αρμοδιοτήτων (π.χ. τους δείκτες που θα επεξεργαστεί κάθε ομάδα), τότε ο Διευθυντής του σχολείου, σύμφωνα με το άρθρο 39, παρ. 15, ΦΕΚ 1340/2002, υποχρεούται να ορίσει τον αριθμό, τη σύνθεση και τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες κάθε ομάδας».
Ακόμη, όμως, και να μην ήταν η σχετική διάταξη με την «διασταλτική» ερμηνεία της οποίας, ο διευθυντής «εντέλλεται» να ορίσει αυτός και όχι ο σύλλογος διδασκόντων τις «ομάδες εργασίας», υπάρχει δόξα… τω Θεώ και ο φασιστικός Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας, το Καθηκοντολόγιο, το Πειθαρχικό Δίκαιο, κ.λπ., που αντιμετωπίζουν τον δημόσιο υπάλληλο ως φαντάρο. Ο υπάλληλος οφείλει να εκτελεί τις εντολές της εξουσίας, ακόμη και αν αυτές είναι παράνομες και στη συνέχεια να βγαίνει… παραπονούμενος.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ προσφεύγει εκ νέου στη νομική της σύμβουλο για να της δώσει τα «φώτα» της. Η νομική σύμβουλος απαντά, βεβαίως, ως δικηγόρος που κινείται στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας, υποδεικνύοντας και τρόπους αντίδρασης, που κινούνται σε κάθε περίπτωση πάνω σ’ αυτό το έδαφος.
Σαν έτοιμη από καιρό, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, πραγματοποιεί την προγραμματισμένη «κωλοτούμπα». Αφήνει στην μπάντα τις μεγαλόστομες διακηρύξεις για ακύρωση στην πράξη της αξιολόγησης μέχρι τέλους και υποδεικνύει στους μεν διευθυντές να υπακούσουν, να ορίσουν τις «ομάδες εργασίας», αναφέροντας (στην πράξη ανάθεσης) «ότι το κάνουν από υπηρεσιακό και μόνο καθήκον παρά το γεγονός ότι γνωρίζουν πως καλούνται να εκτελέσουν μια παράνομη εντολή την αντίθεσή τους στην οποία δηλώνουν», στους δε συλλόγους διδασκόντων «όσοι δεν το έχουν ήδη κάνει, να επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους να μη στελεχώσουν εθελοντικά τις ομάδες εργασίας, να ολοκληρώσουν τη σύνταξη των πρακτικών και να γνωστοποιήσουν την απόφασή τους στον τοπικό Σύλλογο». Κηρύσσει δε, «διαρκή στάση εργασίας για όλους τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για όλο το χρονικό διάστημα ως το τέλος της σχολικής χρονιάς, όταν καλούνται σε συνεδρίαση της ομάδας εργασίας στην οποία, ως ‘’επιστρατευμένοι’’, συμμετέχουν». Και παράλληλα προκηρύσσει μια 24ωρη απεργιακή ντουφεκιά για τις 4 του Απρίλη (καταληκτική ημερομηνία σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας, που οι σύλλογοι οφείλουν να έχουν συγκροτήσει τις «ομάδες εργασίας» και ημέρα πραγματοποίησης σεμιναρίου επιμόρφωσης των σχολικών συμβούλων), ενώ επιστέγασμα θεωρείται η άλλη 24ωρη απεργιακή «κηδεία» των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στις 9 του Απρίλη.
Τι θα περίμενε κανείς, βεβαίως, από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που ως τώρα έχει μεγάλο παρελθόν στο ξεπούλημα μεγάλων και ηρωικών αγώνων των εκπαιδευτικών; Οταν από «θέση αρχής» αποδέχεται την αξιολόγηση στο πλαίσιο του αστικού σχολείου και «τσινάει» μόνο για ακραίες πλευρές της, όπως είναι η σύνδεσή της με τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη και η προκαθορισμένη ποσόστωση για το πέρασμα από τον ένα βαθμό στον άλλο; Οταν, ακόμα και τώρα που τέλειωσαν τα ψέματα, που ξεδιάλυνε η θολούρα που συσκότιζε το ρόλο των διευθυντών ως αναπόσπαστο τμήμα της μιας και αδιαίρετης διοικητικής πυραμίδας, δεν ζητάει ευθέως την παραίτηση αυτών που τους έχει απομείνει στοιχειώδης αξιοπρέπεια, διαλέγοντας επιτέλους στρατόπεδο;
Τους εκπαιδευτικούς, όμως, τους έχουν ζώσει τα φίδια. Γιατί βλέπουν με τρόμο ότι αυτό που επιχειρεί τώρα το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση είναι πολύ χειρότερο από το περιεχόμενο και τους σκοπούς του παλιού επιθεωρητισμού. Τώρα, μέσω της αξιολόγησης, δεν επιβάλλεται μόνο η οσφυοκαμψία, και η υποταγή, ή η μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση. Τώρα, η αξιολόγηση οδηγεί και στις απολύσεις, που με διαδικασίες fast track έχουν επιβληθεί και στο Δημόσιο, ανατρέποντας το καθεστώς της μονιμότητας που ίσχυε για έναν αιώνα. Τώρα, υπάρχει τριγύρω ένα ζοφερό κλίμα, έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα, δικαιώματα και κατακτήσεις χάνονται εν ριπή οφθαλμού. Τώρα, υπάρχει από τα πριν καθορισμένη ποσόστωση στη βαθμολογία των αξιολογητών ελεγχόμενη αυστηρά από τα πάνω, που κλείνει κάθε ελπίδα για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη και που μπορεί να οδηγήσει και σε απόλυση στην περίπτωση που ο εκπαιδευτικός κριθεί δυο φορές «ελλιπής».
Τώρα, είναι τόσες πολλές οι κατηγορίες και τα κριτήρια αξιολόγησης και τόσο «ανοιχτά» σε ερμηνείες, που ο καθένας μπορεί να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να κριθεί «ελλιπής». Τώρα, οι διευθυντές είναι αξιολογητές των εκπαιδευτικών του σχολείου τους και ταυτόχρονα «μάνατζερς» και κρίνονται από τους ανωτέρους τους στην αξιολογική πυραμίδα και από το πώς θα βαθμολογούν με βάση την ποσόστωση και από το πώς φέρνουν «πόρους» στο σχολείο, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης και κινητοποιώντας υποχρεωτικά το εκπαιδευτικό δυναμικό του σχολείου τους σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τώρα, μέσα στο ίδιο το σχολείο θα επικρατήσει η ανθρωποφαγία και ο ανταγωνισμός, ενώ ως σύνολο οι σχολικές μονάδες θα κατηγοριοποιηθούν και οι μαθητές θα υποστούν πρόσθετα δεινά με ένταση των ταξικών φραγμών, των αξιολογικών κρίσεων, μιας και θα πρέπει να εφευρεθούν «αντικειμενικές» διαδικασίες μέτρησης της απόδοσής τους, η οποία αποτελεί με τη σειρά της κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Τώρα, στο πάρτι της στοχοποίησης των εκπαιδευτικών, ως μοναδικών υπαίτιων για τα δεινά του δημόσιου σχολείου, παίρνουν μέρος και οι γονείς, αφού το ΠΔ 152/2013 για την αξιολόγηση τους δίνει ρόλο αξιολογητή, αποβλέποντας στον βρόμικο «κοινωνικό αυτοματισμό». Τώρα, τέλος, είναι γεγονός η σταθερή δέσμευση της κυβέρνησης έναντι των ντόπιων αφεντικών και της τρόικας να κρατά συνεχώς ανοιχτή και πλούσια σε περιεχόμενο τη δεξαμενή δημιουργίας «μη επαρκών» δημόσιων υπάλληλων-υποψήφιων προς απόλυση.
Οι εκπαιδευτικοί, λοιπόν, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν βαθύτατα. Πρέπει, όμως, να αντιληφθούν ότι στοιχιζόμενοι κάτω απ’ τις σημαίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δεν έχουν μέλλον. Οτι η αντίσταση στην αξιολόγηση με νομικίστικα τερτίπια, είναι αδιέξοδη, γιατί η εξουσία έχει άπειρους άσους στο μανίκι της, που ανασύρει κάθε φορά και ανάλογα την περίσταση. Οτι η υποταγή στην αστική νομιμότητα νομοτελειακά οδηγεί στην ήττα. Μόνο ο μαζικός, επίμονος, ανυποχώρητος αγώνας, που βγαίνει έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο του αστισμού έχει προοπτική, γεννάει ελπίδες νίκης.
ΥΓ: Το υπουργείο Παιδείας βιάζεται να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο, διαψεύδοντας όλους αυτούς που εσκεμμένα προπαγάνδιζαν ότι η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας είναι κάτι διαφορετικό από την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Ηδη μέσω του ΙΕΠ (Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής) προχωράει σε προκήρυξη για την ανάθεση σε ανάδοχο του έργου «ΜΕΛΕΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ», σύμφωνα με την οποία, ο ανάδοχος, μεταξύ άλλων, καλείται να καταθέσει και πρόταση για «τη σύνδεση του πλαισίου αξιολόγησης με την αυτοαξιολόγηση της εκπαιδευτικής μονάδας, με στόχο τη διαμόρφωση ενός ολιστικού μοντέλου αξιολόγησης, που θα λαμβάνει υπόψη του στοιχεία από τις επιμέρους διαδικασίες αξιολόγησης». Στη συνέχεια, η προκήρυξη τονίζει ότι: «Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στους τρόπους αξιοποίησης των δεδομένων, των διαδικασιών ή και των αποτελεσμάτων της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, ώστε να διασφαλίζεται η διασταύρωση των στοιχείων, να μειώνεται ο χρόνος και ο φόρτος της συλλογής των δεδομένων και να διαμορφώνεται ένα συνεκτικό πλαίσιο αξιολόγησης που να εξυπηρετεί και τις δυο μορφές της αξιολόγησης».








