Αντί προλόγου
Πώς γεννιέται το φασιστικό φαινόμενο, ποιες οι κοινωνικές και πολιτικές του ορίζουσες και προπαντός πώς αντιμετωπίζεται; Τα ερωτήματα αυτά, που χρόνια τώρα θέτουν οι κομμουνιστές και όλοι οι συνεπείς αντιφασίστες, ήρθαν πλέον στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Χρήσιμο είναι, λοιπόν, ν’ ανατρέξουμε στην ιστορία. Και τι πιο διδακτικό από μια επισκόπηση της ανόδου του φασισμού και της ανάπτυξης του αντιφασισμού στη χώρα όπου ο φασισμός πήρε την πιο αποκρουστική, την πιο βάρβαρη μορφή του, τη Γερμανία.
Το σημείωμα αυτό και τα επόμενα που θα ακολουθήσουν αποπειρώνται να περιγράψουν τους βασικούς σταθμούς της ιστορίας και πάλης του KPD, του επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, που γεννήθηκε στη φωτιά της επανάστασης του 1918 και ανδρώθηκε διεξάγοντας έναν αδιάλλακτο και αμείλικτο ταξικό πόλεμο ενάντια στο φασισμό και την εξουσία τόσο του ντόπιου όσου και του ξένου ιμπεριαλισμού στη Γερμανία. Η ηττημένη Γερμανία του μεσοπολέμου, της ληστρικής και αποικιακής συνθήκης των Βερσαλλιών, αποτέλεσε θέατρο σκληρών συγκρούσεων ανάμεσα στα βασικά πολιτικά ρεύματα που σημάδεψαν την ιστορία του εικοστού αιώνα: του φασισμού, του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Ευθείες αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα του μνημονίου και της καπιταλιστικής κρίσης δεν γίνονται εύκολα. Χρήσιμα συμπεράσματα, όμως, μπορούν να αντληθούν για αρκετά ζητήματα της ταξικής πάλης, που εμφανίζονται και σε μας σήμερα. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ελληνικό «σήμερα» και το γερμανικό «τότε» είναι αναντίρρητα η ύπαρξη ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης, του KPD.
Αμέσως μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές, η κυβερνητική πλειοψηφία και τα ΜΜΕ των εθνικών εργολάβων ανέσυραν τη θεωρία των «δυο άκρων» από την πολιτική και ιστορική φιλολογία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Με τον ίδιο τρόπο, πριν από 83 χρόνια, μέσα στη δίνη της έντονης πολιτικής κρίσης του 1932 στη Γερμανία, οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, το αστικό πολιτικό κόμμα που διέσωσε δεκάδες φορές την κυριαρχία της γερμανικής αστικής τάξης μετά την επανάσταση του 1918, ταύτιζε τον επαναστατικό αγώνα των κομμουνιστών του KPD με τη δολοφονική δράση των ταγμάτων εφόδου των ναζί.[1]
Εκτοτε, οι αστοί ιστορικοί και δημοσιολόγοι βρήκαν μέσα και χώρο για να παρουσιάσουν στον ελληνικό λαό τις απόψεις τους, σύμφωνα με τις οποίες κύριος υπεύθυνος για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ήταν το KPD. Κατηγορούν το KPD επειδή δεν συνεργάστηκε εκλογικά με το SPD προκειμένου από κοινού να ανασχέσουν την εκλογική άνοδο των ναζί. Στην πραγματικότητα, κατηγορούν το KPD γιατί δε σύρθηκε -στη λογική «του μικρότερου κακού»- πίσω από το SPD, στηρίζοντας στις προεδρικές εκλογές το Μάρτη του 1932 τον στρατάρχη του Γενικού Επιτελείου Στρατού μοναρχοφασίστα Χίντενμπουργκ ως… επιλογή σωτηρίας απέναντι στην υποψηφιότητα του Χίτλερ!
Φυσικά, δε διανοούνται να θέσουν το ερώτημα αντίστροφα: γιατί το SPD δε συνεργάστηκε με το KPD ούτε για μια στιγμή στα συνδικάτα, στο δρόμο, στα εργοστάσια, εκεί που πραγματικά κρινόταν το μέλλον της εξουσίας στη Γερμανία; Στο ερώτημα αυτό δε δίστασαν να απαντήσουν τότε οι σοσιαλδημοκράτες. «Δέκα φορές θα συνεργαζόμουν με την μπουρζουαζία, παρά μία με τους κομμουνιστές»[2], δήλωνε προκλητικά ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών στο Αμβούργο, Σάρεντορφ, μετά την ανοιχτή έκκληση που απηύθυνε ο ηγέτης του KPD Ερνστ Τέλμαν στους σοσιαλδημοκράτες για κήρυξη γενικής απεργίας, όταν ο Χίτλερ οριζόταν πρωθυπουργός (Ιανουάριο του 1933) από τον μοναρχοφασίστα πρόεδρο Χίντενμπουργκ (τον εκλεκτό των σοσιαλδημοκρατών για την προεδρία, για να μην ξεχνιόμαστε).
Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα από την αρχή.
Το βάπτισμα του πυρός
Στον απόηχο της επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία, οι συμφορές του πολέμου, η πείνα και οι αμέτρητοι νεκροί προκαλούν, τον Απρίλη του ίδιου χρόνου τις πρώτες μαζικές απεργίες στη Γερμανία. Τα θεμέλια της γερμανικής αυτοκρατορίας αρχίζουν να τρίζουν. Το Μάρτη του 1918 ο γερμανικός ιμπεριαλισμός επιβάλλει στην αδύναμη ακόμη σοβιετική εξουσία τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Εξασφαλίζοντας τη νίκη στο ανατολικό μέτωπο, το γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο προσανατολίζεται σε γενική επίθεση στο δυτικό μέτωπο την άνοιξη. Τα γερμανικά στρατεύματα ηττώνται και υποχωρούν.
Στις 4 Νοέμβρη του 1918, οι ναύτες του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού στο Κίελο αρνούνται να συμμετάσχουν σε μια μάταιη επίθεση και εξεγείρονται. Ενα επαναστατικό τσουνάμι συνταράσσει όλη τη Γερμανία. Οι εργάτες απ’ άκρου σε άκρο καταλαμβάνουν τα εργοστάσια, αναλαμβάνουν την παραγωγή, οπλίζονται και συγκροτούν σοβιέτ.[3]
Η αστική τάξη της Γερμανίας αποσύρει κάθε στήριξή της στην αυτοκρατορία, η μοναρχία πέφτει και το SPD σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση. Ο σοσιαλδημοκράτης Φίλιπ Σάιντεμαν κηρύσσει τη δημοκρατία στη Γερμανία, από το παράθυρο του μεγάρου του Ράιχσταγκ. Ο σοσιαλδημοκράτης Γκούσταβ Νόσκε σπεύδει στο Κίελο, αναλαμβάνει την ηγεσία των τοπικών σοβιέτ και πείθει τους ναύτες να υποχωρήσουν. Ο ηγέτης του SPD Φρίντριχ Εμπερτ καταφέρνει να αποσπάσει την πλειοψηφία των σοβιέτ του Βερολίνου υπέρ της προσωρινής κυβέρνησης. Οι υποσχέσεις προς τους εξεγερμένους προλετάριους είναι πάμπολλες: οχτάωρο, ψωμί, δουλειά, εκκαθάριση των μοναρχικών και φασιστικών στοιχείων από το στρατό, ελευθερία του Τύπου, του συνέρχεσθαι, γενική αμνηστία κτλ. Μόνο που όλες ήταν στάχτη στα μάτια, προκειμένου οι εξεγερμένοι εργάτες να εγκαταλείψουν τον έλεγχο της παραγωγής, να αποδυναμώσουν τα σοβιέτ και να αποδεχτούν ξανά την εξουσία της αστικής τάξης, αυτή τη φορά με τη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το SPD, η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Γερμανίας, το μεγαλύτερο εργατικό κόμμα, με την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου έδωσε το έναυσμα για τη μεγάλη προδοσία της εργατικής τάξης στην Ευρώπη. Τον άδικο, ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήγαγαν οι αστικές τάξεις των ιμπεριαλιστικών χωρών τον βάπτισαν αμυντικό και δίκαιο πόλεμο «υπέρ βωμών και εστιών». Οι βουλευτές του SPD, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ψήφισαν τις έκτακτες πολεμικές πιστώσεις, παρείχαν κάθε δυνατή ιδεολογική και πολιτική στήριξη στο γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η καταστροφή και η εξαθλίωση, μαζί με τις πρώτες προλεταριακές αντιδράσεις, έφεραν την πρώτη σημαντική κρίση στο SPD. Αρκετοί σοσιαλδημοκράτες βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν νέες πολεμικές πιστώσεις. Ακολουθώντας μια κεντριστική πολιτική θέση, που έπαιρνε ίσες αποστάσεις από τη στρατηγική της προλεταριακής επανάστασης των μπολσεβίκων και την ευθεία στήριξη του SPD στο γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο, ιδρύουν -αρχικά ως κοινοβουλευτική ομάδα και μετέπειτα ως ανεξάρτητο πολιτικό φορέα- το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το USPD. Ανάμεσά τους βρίσκεται και μια ομάδα επαναστατών που εξαρχής διαφώνησε με τη συμμετοχή στο πόλεμο και πλήρωσε τη στάση της με διώξεις. Είναι οι λεγόμενοι Σπαρτακιστές, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Βίλχελμ Πικ κ.ά. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν ο μοναδικός βουλευτής στο Ράιχσταγκ που καταψήφισε εξαρχής τις πολεμικές πιστώσεις, καταδικάζοντας τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και άδικο για την εργατική τάξη. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ φυλακίστηκε γιατί τόλμησε να περιγράψει τη σήψη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και να αμφισβητήσει την εθνική ενότητα υπό τη δικτατορία των στραταρχών Λού-ντερτορφ και Χίντενμπουργκ.
Κατά την έκρηξη της επανάστασης στη Γερμανία, η εργατική τάξη στερούνταν δυστυχώς επαναστατικού πολιτικού φορέα που να είναι δοκιμασμένος στις μεγάλες καμπές της ταξικής πάλης και να διαθέτει αρκετά και έμπειρα στελέχη από τους κόλπους της εργατικής τάξης, προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη δημαγωγία και την εξαπάτηση των σοσιαλδημοκρατών ηγετών και να οδηγήσει την εργατική επανάσταση ως το τέλος.[4]
Αντίθετα, το ρωσικό προλεταριάτο διέθετε το Φλεβάρη του 1917 ένα Μπολσεβίκικο Κόμμα ατσαλωμένο σε δεκαπεντάχρονη πάλη (από το 1902) ενάντια στον οπορτουνισμό των μενσεβίκων και την μικροαστική πολιτική και δράση των εσέρων, όχι μόνο μέσα από την προπαγάνδα και τη ζύμωση, αλλά και με την καθοδήγηση μαχητικών, ανειρήνευτων απεργιών και συγκρούσεων και, βεβαίως, με την ολόψυχη συμμετοχή στην επανάσταση του 1905.
Την ίδια στιγμή, η αστική τάξη της Γερμανίας, όπως και οι αστικές τάξεις των χωρών της Αντάντ, είχε πάρει τα αναγκαία διδάγματα από την Οκτωβριανή Επανάσταση.[5] Δε θα άφηνε την επανάσταση να ωριμάσει, θα χτυπούσε πρώτη με όλα τα μέσα, αξιοποιώντας τη χρυσή εφεδρεία, τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες.
Η αντεπανάσταση επιτίθεται
Μόλις το Δεκέμβρη του 1918, οι Σπαρτακιστές, με την καθοδήγηση των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, ίδρυσαν στο επαναστατημένο Βερολίνο το KPD. Το Γενάρη του 1919, η αστική τάξη θα εξαπέλυε την αντεπίθεση. Στις 4 Γενάρη, η κυβέρνηση Εμπερτ απομάκρυνε τον αρχηγό της αστυνομίας του Βερολίνου, που ήταν προσκείμενος στο USPD και είχε αρνηθεί να καταστείλει εργατικές διαδηλώσεις το Δεκέμβρη. Την επομένη, χιλιάδες εργάτες έβγαιναν στο δρόμο του Βερολίνου και καταλάμβαναν τους σιδηροδρομι- κούς σταθμούς και τα γραφεία του κεντρικού δημοσιογραφικού οργάνου του SPD, της Vorwaerts (Εμπρός).
Το αυθόρμητο ξέσπασμα χιλιάδων εργατών που συνειδητοποιούσαν την προδοσία και τα ψέματα των ηγετών του SPD έδωσε τη σκυτάλη στην ένοπλη εξέγερση. Τα στελέχη του KPD συνειδητοποιούσαν ότι η ένοπλη εξέγερση δεν ήταν ακόμη ώριμη. Η απαιτούμενη επαναστατική ενότητα και πειθαρχία δεν ήταν εξασφαλισμένες στις γραμμές των βερολινέζων εργατών. Επιπλέον, το εξεγερμένο Βερολίνο θα έμενε απομονωμένο από την υπόλοιπη Γερμανία και η συντριβή θα ήταν μοιραία. To KPD, όμως, δεν είχε ακόμη την καθοριστική επιρροή στις εργατικές μάζες, για να συγκρατήσει την οργή και το μίσος των εργατών και να αποφευχθεί η πρόωρη ένοπλη σύγκρουση και ήττα, όπως κατόρθωσαν οι μπολσεβίκοι στην Πετρούπολη τον Ιούλη του 1917. Οι Σπαρτακιστές θα σφράγιζαν την πρώτη τους εμφάνιση στον επαναστατικό στίβο με το αίμα των ηγετών τους. Γνώριζαν, όμως, ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα έσμιγαν οι τύχες του προλεταριάτου με αυτές ενός μεγάλου, μαζικού, επαναστατικού κόμματος.
Από το Νοέμβρη ως το Γενάρη, οι ηγέτες του SPD συνωμοτούσαν με τους αρχηγούς του γερμανικού στρατιωτικού επιτελείου, προκειμένου να συντρίψουν την επανάσταση στο Βερολίνο και σε όλη τη Γερμανία. Ο φιλόδοξος και μέγας ραδι- ούργος και ιντριγκαδόρος -τότε συνταγματάρχης του γερμανικού στρατού- Κουρτ Φον Σλάιχερ, ο μελλοντικός καγκελάριος που θα παραχωρούσε τη θέση του στον Χίτλερ το 1933, συνέλαβε το σχέδιο της συγκρότησης ενός στρατού από φασιστικά στοιχεία, τα λεγόμενα Φράικορπς (Freikorps). Θορυβημένος από την επιρροή που ασκούσε η επανάσταση στον αστικό στρατό και γνωρίζοντας το κάζο της απόπειρας στρατιωτικού πραξικοπήματος του Κορνίλοφ, τον Αύγουστο του 1917 στην επαναστατημένη Ρωσία, ο Σλάιχερ πρότεινε την άμεση χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης από ακροδεξιούς και μοναρχικούς λούμπεν προλετάριους και πρώην αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του γερμανικ,ού στρατού, που δε θα δίσταζαν να εξοντώσουν τους εξεγερμένους προλετάριους.
Τα Φράικορπς ήδη δραστηριοποιούνταν ως τάγματα θανάτου στις χώρες της Βαλτικής, στα μετόπισθεν του γερμανικού στρατού, τρομοκρατώντας με λεηλασίες, βιασμούς και δολοφονίες τον άμαχο σλαβικό πληθυσμό. Η βασική ιδεολογική θέση αυτών των αποβρασμάτων συνοψίζεται στη φράση «Πισώπλατο Χτύπημα». Θεωρούσαν ως βασικούς υπεύθυνους για την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τους μπολσεβίκους, τους εβραίους και τους σοσιαλδημοκράτες. Στο μέλλον έπρεπε να εκδικηθούν για την ήττα της Γερμανίας, εξοντώνοντας τους εργατικούς ηγέτες και επιβάλλοντας μια εθνική φασιστική ηγεσία που θα αναγεννούσε το Τρίτο Ράιχ από τις στάχτες του. Εμπνευστής αυτής της θεωρίας ήταν ο ίδιος ο στρατάρχης Εριχ Λούντεντορφ, που έλαβε μέρος μαζί με τον Χίτλερ στο πραξικόπημα της μπιραρίας το 1923. Αρκετά στελέχη των μετέπειτα ναζί ήταν πρώην μέλη των Φράικορπς.
Στις 12 Γενάρη, οι ορδές των Φράικορπς έμπαιναν στο Βερολίνο, κάτω από τις εντολές του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε και τις ευλογίες του σοσιαλδημοκράτη Εμπερτ. Οι Σπαρτακιστές αντιστάθηκαν θαρραλέα, αλλά ηττήθηκαν. Το απόγευμα της 15ης Γενάρη η Ρόζα και ο Καρλ θα συλλαμβάνονταν και θα εξοντώνονταν από τα Φράικορπς. Μετά τη συντριβή της επανάστασης στο Βερολίνο, ο Νόσκε έδινε εντολή σε μονάδες των Φράικορπς και στα απομεινάρια του αστικού στρατού να συντρίψουν την επανάσταση σε άλλες πόλεις. Το Μάη του 1919, τα σοβιέτ στο Μόναχο πνίγονταν στο αίμα των εξεγερμένων εργατών.
Στο επόμενο: Το πραξικόπημα του Καπ, η κρίση του Ρουρ, η εξέγερση του Αμβούργου, το πραξικόπημα της μπιραρίας.
Παραπομπές
[1] Σοσιαλδημοκρατικής κοπής η θεωρία των «δύο άκρων», Κόντρα, φύλλο 747, 12.10.2013.
[2] Ερνστ Τέλμαν, 50 χρόνων, Βίλχελμ Πικ, Ιούλιος 1936.
[3] 9 Νοέμβρη 1918 – τα γεννητούρια της γερμανικής επανάστασης, Ερνστ Τέλμαν.
[4] 10 χρόνια Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, Ερνστ Τέλμαν.
[5] Γράμμα στους γερμανούς συντρόφους, Ι.Β. Λένιν, 14.8. 1921.