Στοιχεία μπορεί να μην έχουμε –ούτε καν ενδείξεις– μπορούμε όμως να δημιουργήσουμε εντυπώσεις. Κάπως έτσι δεν χειρίζεται η Αντιτρομοκρατική τις υποθέσεις των οργανώσεων ένοπλης πάλης, σε συνεργασία με τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ; Πόσα δεν ειπώθηκαν, για παράδειγμα, όταν έγιναν οι συλλήψεις για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα; Τι έμεινε όταν άρχισε η δίκη; Τίποτα, εκτός από την ανάληψη πολιτικής ευθύνης των τριών μελών του ΕΑ (Ν. Μαζιώτης, Π. Ρούπα, Κ. Γουρνάς). Ο περιβόητος Παπαθανασάκης, ο τμηματάρχης της Αντιτρομοκρατικής, το μόνο που είχε να καταθέσει ήταν για συναντήσεις για καφέ στην καφετέρια του άλσους της Καισαριανής και συναντήσεις σε σπίτια (σε κατοικίες, όχι σε γιάφκες). Ολα τα υπόλοιπα, αυτά με τα οποία παιζόταν το προπαγανδιστικό παιχνίδι αμέσως μετά τις συλλήψεις, ο πονηρός ασφαλίτης δεν τα αξιολόγησε. Κάποια στιγμή που ρωτήθηκε, μάλιστα, ζήτησε να μην του φορτώνουν αυτουνού και της υπηρεσίας του όσα έγραφαν οι εφημερίδες και έλεγαν τα κανάλια! Το προπαγανδιστικό πακέτο, βέβαια, η Αντιτρομοκρατική το φτιάχνει κάθε φορά και τα «παπαγαλάκια» το υλοποιούν, αλλά οι ασφαλίτες δεν το παίρνουν πάνω τους όταν εμφανίζονται στα δικαστήρια. Παριστάνουν τις αθώες περιστερές.
Ο εισαγγελέας της έδρας του τρομοδικείου Α. Λιόγας, όμως, σαν να μην θυμάται τι έχει κατατεθεί στη δίκη από τον «καθ’ ύλην αρμόδιο» Παπαθανασάκη, επιμένει στην αναπαραγωγή των εντυπώσεων, από τις οποίες προσπαθεί να πιαστεί, σαν να ‘ναι η μοναδική σανίδα σωτηρίας που απέμεινε από το ναυάγιο της κατηγορίας. Και το κάνει πολύ άγαρμπα, στη φάση της εξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης των κατηγορούμενων, ενώ δεν το έκανε όταν κατέθεταν οι ασφαλίτες. Ζητάει τώρα εξηγήσεις, που θα έπρεπε να έχει πρώτα ζητήσει από τους ασφαλίτες και κυρίως από τον Παπαθανασάκη. Και το κάνει με σκανδαλώδη τρόπο, παρά το ήπιο ύφος που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί.
Σήμερα ήταν η μέρα της κατάθεσης των μαρτύρων υπεράσπισης του Κώστα Κάτσενου και ο εισαγγελέας επέλεξε τον πατέρα του, Σπυρίδωνα Κάτσενο, για να ζητήσει διευκρινίσεις για ένα θέμα επί του οποίου δεν είχε ζητήσει διευκρινίσεις από τον Παπαθανασάκη, ο οποίος είχε παραδεχτεί ότι σε βάρος του Κάτσενου δεν υπάρχει τίποτα. Πρόκειται για κάποιες σφραγίδες (μια στρογγυλή αστυνομική, μια για το γνήσιο της υπογραφής και μια αστυνομικού), που βρέθηκαν στο σπίτι των γονιών του Κάτσενου και όχι στο δικό του διαμέρισμα. Βρέθηκαν μαζί με άλλες σφραγίδες σ’ ένα πλαστικό σακουλάκι που έκλεινε με φερμουάρ. Ηταν στο σπίτι, δεν ήταν κάπου κρυμμένες οι σφραγίδες. Η υπεράσπιση Κάτσενου είχε ανακινήσει μόνη της το ζήτημα, καταθέτοντας έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι ήταν ένα πακέτο με σφραγίδες που σχετίζονταν με επιχείρηση που είχε συνεταιρικά ο πατέρας Κάτσενος πριν από πολλά χρόνια.
Θα περίμενε κανείς από τον εισαγγελέα να ερευνήσει το θέμα, ζητώντας τη μαρτυρία του Παπαθανασάκη. Να τον ρωτήσει, δηλαδή, αν οι «επίμαχες» σφραγίδες είχαν χρησιμοποιηθεί σε κάποια δραστηριότητα του ΕΑ. ‘Η αν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Να τον ρωτήσει αν οι σφραγίδες ήταν σωστές και προπαντός αν ήταν επίκαιρες. Αν θα μπορούσαν, δηλαδή, να χρησιμοποιηθούν τώρα και όχι πριν από μερικές δεκαετίες. Να ρωτήσει αν, πλέον, υπάρχουν άλλες, πιο σύγχρονες μέθοδοι κατασκευής σφραγίδων και αν ένας έμπειρος γραφίστας, όπως ο Κ. Κάτσενος, θα κατέφευγε σε τέτοιου τύπου σφραγίδες. Να ρωτήσει τον έμπειρο ασφαλίτη, αν είναι τόσο σύνηθες ένα μέλος ένοπλης οργάνωσης να κρατάει παράνομες σφραγίδες στο σπίτι των γονιών του, μαζί με άλλες άσχετες σφραγίδες, ή αν είναι σύνηθες τέτοιες σφραγίδες να φυλάγονται στις γιάφκες των οργανώσεων (όπως συνέβη με τη 17Ν, για παράδειγμα).
Ολ’ αυτά δεν τα διερεύνησε ο εισαγγελέας, όταν κατέθετε ο Παπαθανασάκης, αλλά «θυμήθηκε» να τα διερευνήσει κατά την κατάθεση του πατέρα Κάτσενου.
Ο μάρτυρας υπήρξε σαφής σε δυο πράγματα. Πρώτο, ότι ο γιος του κατοικούσε στο δώμα, πάνω από το διαμέρισμα των γονιών του, το οποίο μάλιστα του είχε κληροδοτήσει η γιαγιά του, επειδή την φρόντιζε με αγάπη, και το οποίο είχε διαφορετικό ρολόι της ΔΕΗ (δεν ήταν, δηλαδή, παρακολούθημα του διαμερίσματος των γονιών του). Ο εισαγγελέας, όμως, αμφισβήτησε αυτή την κατάθεση με μια λογική όχι νομικού, αλλά… κουτσομοπόλας γειτόνισσας («πάντα έχουμε στο σπίτι και ένα δωμάτιο για το παιδί»!). Ο μάρτυρας έδωσε στέρεες απαντήσεις σε όλες τις εισαγγελικές αμφισβητήσεις, ορισμένες εκ των οποίων τον προσέβαλαν κιόλας.
Δεύτερο, ο μάρτυρας ξεκαθάρισε την προέλευση των σφραγίδων. Ανήκαν στον αδελφό της τέως συνεταίρου του και τις πήρε ο ίδιος όταν έκλεισε το κατάστημά τους στην οδό Πλουτάρχου. Ο Κώστας τότε ήταν τεσσάρων ετών και το σακουλάκι με τις σφραγίδες ούτε το είδε ποτέ, ούτε το άγγιξε ποτέ. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι σφραγίδες ήταν όλες μαζί. Ο ίδιος, δε, δεν είχε καν κοιτάξει τι σφραγίδες ήταν. Πήρε το σακουλάκι και το άφησε κάπου, μαζί με τα βιβλία της επιχείρησης που έκλεισε.
Το δεύτερο ζήτημα δημιουργίας εντυπώσεων που επέλεξε ο εισαγγελέας, ρωτώντας επ’ αυτού και άλλους μάρτυρες, αφορούσε το γεγονός ότι ο Κ. Κάτσενος κρύφτηκε μέχρι την έναρξη της δίκης. Ο Κ. Κάτσενος κρύφτηκε από την Αντιτρομοκρατική, γιατί πανικοβλήθηκε (όπως κατέθεσε ο αδερφός του), γιατί φοβήθηκε τον εφιάλτη (όπως κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες), εμφανίστηκε όμως λίγο πριν την έναρξη της δίκης. Γιατί δεν εξακολούθησε να κρύβεται, αν ήταν βέβαιος για την ενοχή του; Αυτό το λογικό ερώτημα, που επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές από τον υπερασπιστή Π. Ρουμελιώτη, ο εισαγγελέας επέλεξε να το προσπεράσει. Βλέπετε, αυτό διαλύει όλες τις εντυπώσεις και δεν βολεύει την εισαγγελική λογική. Εμείς θα θυμήσουμε στον εισαγγελέα δυο διάσημους κατά το παρελθόν φυγάδες. Τον Γιώργο Μπαλάφα, που συνελήφθη μετά από 12 (αν θυμόμαστε καλά) χρόνια φυγοδικίας και τον Αβραάμ Λεσπέρογλου, που συνελήφθη επιστρέφοντας από την Ολλανδία μετά από περισσότερα χρόνια φυγοδικίας. Τους είχαν φορτώσει βαρύτατες κατηγορίες, όμως και οι δύο αθωώθηκαν πανηγυρικά, μετά από απανωτές δίκες, χωρίς η πολύχρονη φυγοδικία τους να θεωρηθεί ένδειξη ενοχής. Σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους, ο Κ. Κάτσενος απέφυγε τη σύλληψη για 12 περίπου μήνες (και όχι χρόνια) και δεν φυγοδίκησε ούτε για μια μέρα. Εμφανίστηκε για να δικαστεί. Για κάθε λογικό άνθρωπο αυτό αποτελεί ένδειξη αθωότητας, όμως οι τρομοσκοπιμότητες απαιτούν ακόμη και τον παραμερισμό της κοινής λογικής.
Κατά τα άλλα, οι μάρτυρες υπεράσπισης του Κ. Κάτσενου βρέθηκαν (όπως και οι μάρτυρες των Κορτέση-Σταθόπουλου-Νικητόπουλου) στην άχαρη θέση των ανθρώπων που προσπαθούν ν’ αποδείξουν ότι ο φίλος, ο σύντροφος, ο συνάδελφός τους δεν είναι ελέφαντας. Η συνάδελφός του στο Εθνικό Τυπογραφείο Α.Ζ. μίλησε για την προσωπικότητά του, τη συναδελφικότητά του, τη δίψα του για μάθηση και σπουδές. Ο δικηγόρος Α.Λ. μίλησε για τον δικό του κατασταλτικό εφιάλτη, όταν βρέθηκε κατηγορούμενος για εμπρησμό ΑΤΜ, για ν’ αθωωθεί τελικά και να εισπράξει και αποζημίωση για την ταλαιπωρία του. Ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Γ.Σ. μίλησε για τη γνωριμία του μ’ ένα νέο που διψούσε να μάθει πράγματα για την ιστορική εξέλιξη της Πολεοδομίας, καταλήγοντας πως από τη μακρά τους συνεργασία ο ίδιος αποκλείει να ήταν αυτό για το οποίο κατηγορείται.
Η δημοσιογράφος Μ.Κ., στενή του φίλη, κουμπάρα του και συντρόφισσά του στον αντιεξουσιαστικό χώρο, αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του Κ. Κάτσενου, τον χαρακτήρα του, τις κοινές τους αναζητήσεις, την αγωνία του να βρει κάποια μόνιμη δουλειά. Οταν οι εφημερίδες έγραφαν για κάποιον Κ.Κ., σημείωσε, ούτε για μια στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μιλούσαν για τον Κώστα. Το κατάλαβα όταν άρχισαν να δείχνουν το σπίτι του. Και τότε τρόμαξα, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς χειρίζονται αυτά τα ζητήματα οι εντεταλμένοι δημοσιογράφοι: παίρνουν τα δελτία της Ασφάλειας και τα αναπαράγουν, βάζοντας και τη σχετική σάλτσα. Αν ο Κώστας ήταν στον ΕΑ, κατέληξε, όχι μόνο θα το παραδεχόταν, αλλά θα ήταν και περήφανος, επειδή αυτός είναι ο χαρακτήρας του.
Η Μ.Π., συνάδελφος και φίλη από την εποχή που εργάζονταν και οι δύο στο ατελιέ της «Αυριανής», σε εργασιακές συνθήκες γαλέρας, αναφέρθηκε στην πολύ πιεσμένη ζωή που ζούσαν, λόγω των ατελείωτων εξαντλητικών ωραρίων. Ο Β.Μ. είχε υπάρξει καθηγητής του Κάτσενου στο DTP και δεν είχε πάρει χαμπάρι την εμπλοκή του σ’ αυτή την υπόθεση, μέχρι που τον συνάντησε τυχαία στο δρόμο, έμαθε και αποφάσισε να έρθει ως μάρτυράς του. Ο καθηγητής Φυσικής Π.Θ. μίλησε για τη φιλία τους από τα παιδικά τους χρόνια και για τις πολιτικές τους συζητήσεις επί χρόνια, μολονότι ο Κώστας ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο και ο ίδιος στο χώρο της Αριστεράς. Ποτέ δεν μου φάνηκε ότι σε κάποια φάση της ζωής του κάτι άλλαξε, τόνισε. Εκείνο που έβλεπα πάντοτε ήταν η συνεχής προσπάθειά του να βελτιώσει τους όρους της ζωής του.
Ο Γιώργος Κάτσενος, αδελφός του Κώστα, καθηγητής Μακροοικονομίας στο πανεπιστήμιο του Αννόβερο, έκανε μια μακρά κατάθεση, ξεκινώντας από τα παιδικά τους χρόνια και περνώντας απ’ όλες τις καμπές στη ζωή του αδελφού του. Η πολιτική του συγκρότηση, είπε, δεν έγινε την εποχή των μαθητικών καταλήψεων του 1990-91, αλλά την εποχή που άρχισε να εργάζεται και ν’ αναζητά συνεχώς περισσότερα εργασιακά προσόντα και έξοδο από την εργασιακή ανασφάλεια. Οταν βρήκε μια κανονική δουλειά στο Εθνικό Τυπογραφείο, στα 35 του χρόνια, αποφάσισε να κάνει και σπουδές που δε θ’ αφορούσαν την εργασία του. Γράφτηκε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Ελληνικό Πολιτισμό και έπαιρνε κάθε χρόνο το μέγιστο των μαθημάτων, για να τελειώσει όσο γίνεται πιο γρήγορα και να σπουδάσει στη συνέχεια και Κοινωνιολογία. Οταν άκουσα από το τηλέφωνο το φόβο του πατέρα μου, σημείωσε, σοκαρίστηκα, γιατί κατάλαβα. Ηταν τέτοια η διαπόμπευση που γινόταν, που έφτασαν να γράψουν ακόμα και για πιστόλι που βρέθηκε στο σπίτι του αδελφού μου. Αυτή η μεταχείριση του προκάλεσε πανικό, τον έτρεψε σε φυγή. Ο αδελφός μου, κατέληξε, είναι εντελώς διαφορετικός από το σκοτεινό κατασκεύασμα της Αντιτρομοκρατικής. Βρίσκεται εδώ λόγω των πολιτικών του απόψεων και ελπίζω ότι δε θα ζήσουμε μια μεταμοντέρνα εκδοχή των φρονηματικών διώξεων του παρελθόντος.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο πατέρας Σπ. Κάτσενος μίλησε για το γιο του, που τον γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, για τις αρετές του, για τις ανησυχίες του, για τη συνεχή πάλη του για εργασιακή αποκατάσταση. Αναφέρθηκε στον εφιάλτη που έζησε η σύζυγός του όταν έζωσαν το τετράγωνο και απειλούσαν να σπάσουν την πόρτα του σπιτιού τους αν δεν τους άνοιγε. «Εχω φτάσει στο σημείο να ντρέπομαι που είμαι Ελληνας», είπε σε μια αποστροφή του λόγου του, για να καταλήξει σημειώνοντας ότι αυτή η δίκη δε θα γραφτεί μόνο σε κάποια πρακτικά που θα πολτοποιηθούν μετά από κάποια χρόνια, αλλά θα γραφτεί και στην Ιστορία.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη 15 Γενάρη με τους μάρτυρες υπεράσπισης της Μαρίας Μπεραχά, τελευταίας στη σειρά από τους κατηγορούμενους. Μετά θα έχουμε τη φάση των απολογιών.