Διευρύνεται η διπλωματική υποστήριξη στο νέο πολιτικό σχηματισμό – ομπρέλα, το «Συριακό Εθνικό Συνασπισμό για την αντιπολίτευση και τις Επαναστατικές Δυνάμεις», που συγκροτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου στη Ντόχα του Κατάρ, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις και την έντονη πίεση του Λευκού Οίκου και άλλων αραβικών και δυτικών κυβερνήσεων.
Στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (συμμετέχουν οι αμερικανόδουλες μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Μπαχρέιν, του Ομάν, του Κουβέιτ και των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων), στην Τουρκία και στη Γαλλία, που αναγνώρισαν αμέσως το νέο σχηματισμό ως το «μόνο νόμιμο εκπρόσωπο του συριακού λαού», προστέθηκε στις 20
Νοεμβρίου και η Βρετανία.
Νοεμβρίου και η Βρετανία.
Πιο συγκρατημένοι, ο Αραβικός Σύνδεσμος αρχικά και στη συνέχεια η Ιταλία και η σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις 19 Νοεμβρίου περιορίστηκαν να αναγνωρίσουν το Συριακό Εθνικό Συνασπισμό ως «νόμιμο εκπρόσωπο των ιδανικών του συριακού λαού».
Επιφυλακτική στάση συνεχίζει να κρατά και ο Λευκός Οίκος, παρόλο που ο νέος Συνασπισμός είναι κυρίως δικό του επίτευγμα, αφού οι πολιτικές ομάδες και οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες που συμμετέχουν έχουν επιλεγεί και προταθεί από την Ουάσιγκτον, όπως αποκάλυψε η ίδια η Χίλαρι Κλίντον. «Ενα από τα ζητήματα για το οποίο θα συνεχίσουμε να πιέζουμε -δήλωσε σε συνέντευξη ο Ομπάμα- είναι να διασφαλίσουμε ότι η αντιπολίτευση είναι προσηλωμένη σε μια δημοκρατική Συρία, μια Συρία χωρίς αποκλεισμούς, μια μετριοπαθή Συρία. Ενα άλλο από τα ζητήματα για τα οποία πρέπει να επαγρυπνούμε, ιδιαίτερα όταν αρχίσουμε να συζητάμε για τον εξοπλισμό της αντιπολίτευσης, είναι ότι δεν δίνουμε έμμεσα όπλα σε χέρια ανθρώπων που θα βλάψουν Αμερικάνους ή Ισραηλινούς ή θα εμπλακούν σε ενέργειες επιβλαβείς για την εθνική μας ασφάλεια».
Το κρίσιμο ζήτημα, αυτό που ανησυχεί πάνω απ’ όλα και καθορίζει τη στάση των ξένων κυβερνήσεων που υποστηρίζουν την αντιπολίτευση στη Συρία είναι η συνεχώς αυξανόμενη παρουσία και στρατιωτική ισχύς των μαχητών του ριζοσπαστικού Ισλάμ στον εμφύλιο και ό,τι αυτό συνεπάγεται στη μετά Ασαντ εποχή. Ο αποκαλούμενος Ελεύθερος Συριακός Στρατός δεν είναι ένας συγκροτημένος και συνεκτικός αντάρτικος στρατός με κεντρική καθοδήγηση και έλεγχο. Είναι περισσότερο ένας σχηματισμός – ομπρέλα, στον οποίο αναφέρονται εκατοντάδες ένοπλες ομάδες, με ποικίλες ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις, που επιχειρούν κυρίως αυτόνομα. Στις συνθήκες αυτές, δεν είναι καθόλου εύκολο να ελέγξει κανείς σε ποια χέρια καταλήγουν τα όπλα που μπαίνουν στη χώρα. Γι αυτό άλλωστε ένας από τους βασικούς στόχους που έχει θέσει ο Συριακός Εθνικός Συνασπισμός είναι η συγκρότηση ενός ανώτατου στρατιωτικού συμβουλίου κάτω από το οποίο θα ενωθούν και θα συνεργάζονται οι αναρίθμητες ένοπλες ομάδες. Στόχος καθόλου εύκολος αν όχι ανέφικτος. Γεγονός που εξηγεί την μέχρι τώρα απροθυμία των υποστηριχτών της αντιπολίτευσης να εξοπλίσουν με τα αναγκαία όπλα τους αντάρτες, αλλά και την επιφυλακτικότητά τους ακόμη και μετά τη συγκρότηση του νέου Συνασπισμού. Η τακτική τους συνοψίζεται στο «βλέποντας και κάνοντας», γιατί δε θέλουν δίπλα στο Ισραήλ μια άλλη Λιβύη. Οχι μόνο ο Λευκός Οίκος, που έχει εκφράσει ανοιχτά το σκεπτικισμό και τις επιφυλάξεις του για τον εξοπλισμό της αντιπολίτευσης, αλλά και οι κυβερνήσεις που έσπευσαν, με την έγκριση φυσικά της Ουάσιγκτον, να αναγνωρίσουν το νέο Συνασπισμό ως το «μόνο νόμιμο εκπρόσωπο του συριακού λαού» δεν πρόκειται να ανοίξουν τον κρουνό των εξοπλισμών στους αντάρτες τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, αν δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Η διπλωματική αναγνώριση σ’ αυτή τη φάση θα χρησιμοποιηθεί κυρίως ως μέσο πίεσης από τη μια απέναντι στο καθεστώς Ασαντ και τους υποστηριχτές του, το Ιράν, την Κίνα και κυρίως τη Ρωσία, και από την άλλη απέναντι στις συνιστώσες του Συνασπισμού προκειμένου να υπερβούν τις διαφορές και τις αντιθέσεις τους και να επιταχύνουν την υλοποίηση των αποφάσεων της συμφωνίας της Ντόχα, ώστε να προβληθούν ως αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική λύση στο καθεστώς Ασαντ.
Ωστόσο, παρά τη διπλωματική αναγνώριση και την υποστήριξη από δυτικές κυβερνήσεις, τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα για το νέο Συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Associated Press» (20/11/12), «κλειδί για την αξιοπιστία του είναι αν μπορεί να εξασφαλίσει υποστήριξη των πολυάριθμων σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητων ταξιαρχιών που πολεμούν σ’ όλη τη χώρα, οι οποίες ως επί το πλείστον αγνόησαν την προηγούμενη πολιτική ηγεσία της αντιπολίτευσης (σ.σ. το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο), που αποτελούνταν από εξόριστους». «Οι αντάρτες δεν περιμένουν να αλλάξουν πολλά αν δεν πάρουν χρήματα και όπλα. Πολλοί αντάρτες αισθάνονται προδομένοι από τη διεθνή κοινότητα, ιδιαίτερα από τη Δύση, γιατί αρνήθηκε να επιβάλει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, που αποδείχτηκε τόσο αποτελεσματική στην πτώση του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε ρεπορτάζ με τίτλο «Οι αντάρτες ζητούν πράξεις, όχι λόγια» το Γαλλικό Πρακτορείο (14/11/12).
Ομως, αν οι φερόμενοι ως κοσμικοί αντάρτες κρατούν μέχρι στιγμής τη στάση «βλέποντας και κάνοντας» απέναντι στο νέο Συνασπισμό, οι όλο και πιο ισχυρές ομάδες των ανταρτών του ριζοσπαστικού Ισλάμ τον απέρριψαν, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στους δυτικούς υποστηριχτές του. Σε βίντεο που αναρτήθηκε σε ισλαμική ιστοσελίδα στις 18 Νοεμβρίου, σε ένα τραπέζι με 20 εκπροσώπους ένοπλων σχηματισμών και έχοντας πίσω τη μαύρη ισλαμική σημαία μάχης, ένας εκπρόσωπος των ανταρτών διάβασε την εξής ανακοίνωση: «Εμείς οι εκπρόσωποι των μαχητικών σχηματισμών στην πόλη και στην επαρχία του Χαλέπι απορρίπτουμε ομόφωνα το συνωμοτικό σχέδιο που ονομάζεται Εθνικός Συνασπισμός και ανακοινώνουμε την ομόφωνη απόφασή μας να ιδρύσουμε ένα ισλαμικό κράτος. Απορρίπτουμε κάθε εξωτερικό συνασπισμό ή συμβούλιο που επιβάλλεται σε μας στην πατρίδα από οποιονδήποτε». Και πρόσθεσε ότι την ανακοίνωση έχουν υπογράψει 14 ένοπλοι σχηματισμοί, ανάμεσα στους οποίους οι δύο ισχυρότεροι και μαζικότεροι που πολεμούν στο Χαλέπι, το Μέτωπο Al – Nusra και η Ταξιαρχία Liwa al – Tawheed.
Παράλληλα, τις τελευταίες μέρες έχει ανοίξει ένα νέο μέτωπο, αυτή τη φορά στην επαρχία Χασάκα ανάμεσα σε αντάρτες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και κούρδους πολιτοφύλακες, μέλη των Μονάδων Λαϊκής Αμυνας, ένοπλης πτέρυγας του Κόμματος Δημοκρατικής Ενωσης (PYD), που έχει δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, το γνωστό ΡΚΚ στην Τουρκία.
Στη βόρεια και βορειοανατολική Συρία, όπου βρίσκεται η επαρχία Χασάκα, ζουν οι περισσότεροι Κούρδοι, που υπολογίζονται στα 2 εκατομμύρια και αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα της Συρίας. Από τις αρχές Νοεμβρίου, μετά την αποχώρηση του κυβερνητικού στρατού από την περιοχή για να ενισχύσει τα μέτωπα στο Χαλέπι, τμήμα του κούρδικου πληθυσμού με την υποστήριξη της πολιτοφυλακής του PYD άρχισαν να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους πόλεις κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, με στόχο να επιβάλλουν καθεστώς αυτονομίας κατά το πρότυπο του Ιρακινού Κουρδιστάν, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του καθεστώτος Ασαντ. Γεγονός που βρήκε αντίθετους τους σύριους αντάρτες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, που θέλησαν να καλύψουν το κενό που άφησε ο κυβερνητικός στρατός και να θέσουν υπό το έλεγχό τους την επαρχία, για να αποτρέψουν τις προσπάθειες αυτονόμησής της, αλλά και γιατί είναι ζωτικής οικονομικής σημασίας λόγω των κοιτασμάτων πετρελαίου που διαθέτει.
Οι τελευταίες σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στους σύριους αντάρτες και τους κούρδους πολιτοφύλακες ξεκίνησαν ύστερα από μια κουρδική διαδήλωση την περασμένη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου στην πόλη Ras al – Ain, με αίτημα να φύγουν όλοι οι αντάρτες που δεν είναι από την πόλη, το οποίο απορρίφθηκε από τους αντάρτες. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 30 τις πρώτες 24 ώρες. Αν οι συγκρούσεις συνεχιστούν, κάτι πολύ πιθανόν στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, θα περιπλέξουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα στον εμφύλιο πόλεμο, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι Κούρδοι είχαν μείνει μέχρι τώρα έξω από τον πόλεμο. Γι αυτό και στις περιοχές τους, που θεωρούνταν ασφαλείς, είχαν καταφύγει χιλιάδες πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες.
Είναι φανερό ότι ο πόλεμος στη Συρία έχει μακρύ δρόμο ακόμη.