Υστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις τριών ημερών, οι εκπρόσωποι διάφορων πολιτικών ομάδων της αντιπολίτευσης συμφώνησαν, την περασμένη Κυριακή 11 Νοεμβρίου, στη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού – ομπρέλα, του «Συριακού Εθνικού Συνασπισμού για την Αντιπολίτευση και τις Επαναστατικές Δυνάμεις».
Οι διαπραγματεύσεις έγιναν υπό το άγρυπνο βλέμμα αράβων, αμερικάνων και άλλων δυτικών διπλωματών και αξιωματούχων που είχαν καταλύσει στο πολυτελές ξενοδοχείο στη Ντόχα του Κατάρ όπου διεξάγονταν οι διαπραγματεύ-σεις.
Το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο, η μεγαλύτερη ομάδα της συριακής αντιπολίτευσης και μέχρι τώρα προνομιακός συνομιλητής της Δύσης ως εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης, αναγκάστηκε τελικά, κάτω από την έντονη πίεση των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ που το απείλησαν ακόμη και με διακοπή της χρηματοδότησης, να πάρει μέρος στο νέο σχήμα. Παρόλο που πολλά μέλη του είχαν εκφράσει έντονες αντιρρήσεις φοβούμενα ότι θα παραγκωνιστεί στο νέο σχήμα, γι’ αυτό και έγινε σκληρό παζάρι για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις στα όργανα του Συνασπισμού.
Η πολιτική πλατφόρμα του Συνασπισμού βασίζεται στο σχέδιο για τη «Συριακή Εθνική Πρωτοβουλία», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 2 Νοεμβρίου από το γνωστό αντίπαλο του καθεστώτος Ασαντ και καπιταλιστή, Ριάντ Σεΐφ, ο οποίος υποστηρίζεται από το Λευκό Οίκο. Πρόκειται ουσιαστικά για την αμερικάνικη πρόταση για τη δομή και το ρόλο της συριακής αντιπολίτευσης. Με στόχο να παραγκωνιστεί το αναποτελεσματικό, αναξιόπιστο και χωρίς σοβαρή πολιτική επιρροή στο εσωτερικό της Συρίας Συριακό Εθνικό Συμβούλιο και να συγκροτηθεί μια πιο συνεκτική και αντιπροσωπευτική αντιπολίτευση, ως εναλλακτική πολιτική λύση στο καθεστώς Ασαντ, μέσω της οποίας θα διοχετεύεται η χρηματοδότηση της αντιπολίτευσης και ο οπλισμός στους αντάρτες, ώστε να αποκλειστούν οι ένοπλες ομάδες του ριζοσπαστικού Ισλάμ, που αυξάνονται συνεχώς και φέρονται να έχουν στην κατοχή τους τα περισσότερα και καλύτερα όπλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σχετικό άρθρο του το αμερικάνικο περιοδικό «TIME» στην ηλεκτρονική του έκδοση (13/11/12) χαρακτηρίζει τον «Εθνικό Συνασπισμό προϊόν των δυτικών και αράβων υποστηρικτών του – που εξοργισμένοι από την αποτυχία του προηγούμενου ευνοούμενού τους, του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου, να ξεπεράσει τις διαλυτικές διαφωνίες ανάμεσα στις φράξιες και να αποκτήσει κάποια επιρροή στη βάση – πίεσαν ομάδες της αντιπολίτευσης στην εξορία να δεχτούν μια νέα πιο αντιπροσωπευτική ηγετική δομή ως προϋπόθεση για να συνεχιστεί η ξένη υποστήριξη.
Πρόεδρος του «Συριακού Εθνικού Συνασπισμού για την Αντιπολίτευση και τις Επαναστατικές Δυνάμεις» εκλέχτηκε ο Μοάζ αλ – Κατίμπ, μετριοπαθής σουνίτης και πρώην ιμάμης στο ιστορικό τζαμί Ουμαϊάντ στη Δαμασκό και αναπληρωτές του ο προαναφερόμενος Ριάντ Σεΐφ και η Σουχαΐρ αλ Ατάσι, ακτιβίστρια της αντιπολίτευσης από γνωστή πολιτική οικογένεια της Χομς.
Οι δυνάμεις που συγκρότησαν το Συριακό Εθνικό Συνασπισμό συμφώνησαν σε 12 σημεία, μεταξύ των οποίων, να εργαστούν για την πτώση του καθεστώτος και όλων των συμβόλων και των στηριγμάτων του, να αποκλείσουν κάθε διάλογο με την κυβέρνηση Ασαντ, να ενώσουν τις ένοπλες ομάδες κάτω από ένα ανώτατο στρατιωτικό συμβούλιο και να συγκροτήσουν μια εθνική δικαστική επιτροπή για τις ελεγχόμενες από τους αντάρτες περιοχές. Συμφώνησαν επίσης στη συγκρότηση ενός σώματος, μιας συνέλευσης, από 60 μέλη, από τα οποία τα 22 θα προέρχονται από το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο και τα 14 θα είναι εκπρόσωποι των 14 περιφερειών της Συρίας, καθώς και στο σχηματισμό μιας προσωρινής κυβέρνησης όταν ο Συνασπισμός κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση και μιας μεταβατικής κυβέρνησης μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ.
Πρωταρχικός στόχος του Συνασπισμού είναι η διεθνής αναγνώριση προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για περισσότερη οικονομική «βοήθεια» και καλύτερο εξοπλισμό από τις αραβικές και δυτικές πρωτεύουσες.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (οι αμερικανόδουλες μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας, του Μπαχρέιν, του Ομάν, του Κατάρ, του Κουβέιτ και των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων) έσπευσαν αμέσως να αναγνωρίσουν το Συνασπισμό ως το «νόμιμο εκπρόσωπο του συριακού λαού».
Ο Αραβικός Σύνδεσμος καλωσόρισε το σχηματισμό του, αλλά περιορίστηκε να τον αναγνωρίσει ως «εκπρόσωπο των ιδανικών του συριακού λαού», λόγω επιφυλάξεων στις γραμμές του από την πλευρά του Ιράκ και της Αλγερίας και της αποχής του Λιβάνου, λόγω της ευαίσθητης θέσης και σχέσης του με τη Συρία, όπως αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης.
Ο Λευκός Οίκος σε ανακοίνωσή του στις 13 Νοεμβρίου τον αναγνώρισε ως «ένα νόμιμο εκπρόσωπο του συριακού λαού» και όχι ως το μόνο νόμιμο εκπρόσωπο, μη θέλοντας προφανώς να κλείσει την πόρτα στην κυβέρνηση Ασαντ. Την ίδια μέρα, ύστερα από τη συνάντησή τους με τον Αραβικό Σύνδεσμο στο Κάιρο, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καλωσόρισαν τη δημιουργία του Συνασπισμού και κάλεσαν όλες τις ομάδες της αντιπολίτευσης να ενταχθούν για να βρεθεί λύση στην 20μηνη σύγκρουση. Μόνο η Γαλλία, παλιά αποικιακή δύναμη στη Συρία, διαφοροποιήθηκε μέχρι στιγμής, με δήλωση του Ολάντ ότι «η Γαλλία αναγνωρίζει το Συριακό Εθνικό Συνασπισμό ως το μόνο εκπρόσωπο του συριακού λαού και συνεπώς ως τη μελλοντική προσωρινή κυβέρνηση μιας δημοκρατικής Συρίας».
Η δημιουργία του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού και η διπλωματική αναγνώρισή του ή έστω η υποστήριξή του από μια σειρά χώρες θα χρησιμοποιηθεί, εκτός των άλλων, και ως μέσο πίεσης στο καθεστώς Ασαντ και στις δυνάμεις που το υποστηρίζουν και κυρίως στη Ρωσία.
Ωστόσο, ούτε οι αισιόδοξες διακηρύξεις ούτε η όποια διπλωματική αναγνώριση του Συνασπισμού σημαίνουν ότι μπορούν να υλοποιηθούν όσα προβλέπονται από τη συμφωνία της Ντόχα. Γιατί οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, οι θρησκευτικές και εθνικές αντιθέσεις (Κούρδοι της Συρίας), τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, όπου κυρίως οφείλεται η μέχρι τώρα διάσπαση της αντιπολίτευσης στο καθεστώς Ασαντ, δεν είναι καθόλου εύκολο να γεφυρωθούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Κι αν ακόμη παραμεριστούν ή συγκαλυφτούν αναγκαστικά, είναι βέβαιο ότι θα επανεμφανίζονται σε κάθε ευκαιρία και θα προκαλούν προβλήματα και διχαστικές τάσεις στις γραμμές του Συνασπισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολιτικές ομάδες που συμμετέχουν στο Συνασπισμό είναι, πιθανόν με κάποιες εξαιρέσεις, αστικές πολιτικές δυνάμεις (κάποιες από τις οποίες μάλιστα συνδέονται και υπηρετούν ξένα κέντρα), οι οποίες ανταγωνίζονται για να ενισχύσουν το ρόλο και την επιρροή τους στο Συνασπισμό με στόχο τη νομή της εξουσίας στο μέλλον. Επειτα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι πολιτικές ομάδες και οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες που συμμετέχουν στο Συνασπισμό, οι οποίοι μάλιστα έχουν επιλεγεί και προταθεί από την Ουάσιγκτον, όπως αποκάλυψε η ίδια η Χίλαρι Κλίντον, έχουν σημαντική επιρροή στη βάση της εξέγερσης και συνεπώς αντίστοιχη απήχηση.
Οπως επισημαίνεται στο προαναφερόμενο άρθρο του «TIME», «η νέα ηγετική δομή της αντιπολίτευσης στη Συρία, που ανακοινώθηκε στο Κατάρ την Κυριακή, θα μπορού-σε να σηματοδοτεί μια καμπή στην αδιέξοδη εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Ασαντ. Ομως θα μπορούσε εύκολα να αποδειχτεί μια ακόμη ουτοπική δυτική απόπειρα να στήσει ένα φιλικό καθεστώς σε μια αραβική χώρα σε μετάβαση. Κι αυτό γιατί η ώθηση για το νέο Εθνικό Συνασπισμό για την Αντιπολίτευση και τις Επαναστατικές δυνάμεις προήλθε από ξένες δυνάμεις παρά από τη βάση της εξέγερσης και το κύρος του στη βάση, ιδιαίτερα ανάμεσα στις εκατοντάδες ένοπλες ομάδες, είναι περισσότερο μια φιλοδοξία παρά μια πραγματικότητα σ’ αυτό το στάδιο».
Ετσι εξηγείται και η επιφυλακτικότητα του Λευκού Οίκου. «Καλούμε εδώ και πολύ καιρό – δήλωσε η Χίλαρι Κλίντον κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής της στην πόλη Περθ της Αυστραλίας - γι’ αυτή τη μορφή οργάνωσης. Θέλουμε να δούμε ότι η ορμή διατηρείται. Καθώς η συριακή αντιπολίτευση θα παίρνει αυτά τα μέτρα και θα αποδεικνύει την αποφασιστικότητά της να προωθεί την υπόθεση μια ενωμένης, δημοκρατικής πλουραλιστικής Συρίας, εμείς θα προετοιμαστούμε να εργαστούμε μαζί τους για να προσφέρουμε βοήθεια στο συριακό λαό». Με άλλα λόγια, «βλέποντας και κάνοντας».
Στο μεταξύ, στο στρατιωτικό επίπεδο συνεχίζεται η στασιμότητα. Οι συγκρούσεις και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί μαίνονται σ’ όλη τη χώρα και είναι βέβαιο ότι θα κλιμακωθούν μετά τη συμφωνία της Ντόχα, την οποία ο σύριος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Φαϊζάλ Μουκντάντ χαρακτήρισε «διακήρυξη πολέμου», αφού «αποκλείει κάθε διάλογο με την κυβέρνηση». Προφανώς, το ποιος τελικά θα επικρατήσει θα κριθεί στα πεδία των μαχών.