Πέμπτη, 4 Οκτώβρη 2012. Το πρωί τα ΜΑΤ επιτέθηκαν στους εργάτες των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, που έχουν μήνες απλήρωτοι και διαμαρτύρονταν στο προαύλιο του υπουργείου Αμυνας. Ακολούθησε σύγκρουση σώμα με σώμα, η αντίσταση των εργατών κάμφθηκε με τα χημικά και ακολούθησαν συλλήψεις περισσότερων από 100 εργατών, οι οποίοι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές κρατούνταν σε μια πολιορκημένη από εργάτες ΓΑΔΑ. Το ίδιο πρωί, μπάτσοι εισέβαλαν σε υπό κατάληψη σχολείο στο Χολαργό, χτυπώντας τους μαθητές, εγκαινιάζοντας μια καινούργια τακτική αντιμετώπισης των μαθητικών καταλήψεων. Το απόγευμα, τα ΜΑΤ επιτέθηκαν σε αγρότες του Ηρακλείου, οι οποίοι είχαν αποκλείσει το αεροδρόμιο, απαιτώντας από την κυβέρνηση να ανακοινώσει δημόσια ότι δεν πρόκειται να πετσοκόψει τις ισχνές αγροτικές συντάξεις.
Τα γεγονότα ασφαλώς δεν είναι τυχαία. Δείχνουν μια κατεύθυνση σκλήρυνσης της κρατικής καταστολής, από μια κυβέρνηση που μέσα σε τρεις μήνες έχασε κάθε ίχνος κοινωνικής συναίνεσης και καταφεύγει στην πολιτική του κνούτου για ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό λαό.
Το τονίζουμε, γιατί αρκετοί πέρασαν στο ντούκου το άγριο χτύπημα της αντιφασιστικής μοτοπορείας το βράδυ της περασμένης Κυριακής. Λες και δεν τους αφορούσε, λες και αφορούσε μόνο ένα κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου. Και όμως, το χτύπημα της αντιφασιστικής μοτοπορείας εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο με το χτύπημα των εργατών του Σκαραμαγκά, των αγροτών του Ηρακλείου και των μαθητών του Χολαργού. Είναι το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» που οδηγεί τους μπάτσους να επιτίθενται σαν φρενιασμένα σκυλιά σε αλληλέγγυους μέσα στα δικαστήρια της Ευελπίδων και τους δικαστές να διατηρούν την κράτηση των τεσσάρων συλληφθέντων, καθαρά εκδικητικά (αναλυτικά γράφουμε στη σελίδα 13).
Το χτύπημα της αντιφασιστικής μοτοπορείας έχει, βέβαια, και μια άλλη διάσταση. Αποτελεί μια ακόμη κραυγαλαία απόδειξη του ότι οι νεοναζί δεν είναι παρά το μακρύ χέρι του αστικού κράτους, ένας άτυπος βραχίονας των δυνάμεων καταστολής, που δρα χάρη όχι μόνο στην ανοχή τους αλλά και στην προστασία τους. Επί μια βδομάδα τα νεοναζιστικά τάγματα εφόδου προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τον έγχρωμο μεταναστευτικό πληθυσμό στους δρόμους πίσω από την πλατεία Αττικής. Εσπασαν μαγαζιά, ξυλοκόπησαν ανθρώπους, διέλυσαν τα γραφεία της τανζανικής κοινότητας, ενώ οι μπάτσοι παρατηρούσαν απαθείς και φύλαγαν μη τυχόν και υπάρξει επίθεση στα τάγματα εφόδου. Οταν κάποιοι απ’ αυτά τα θρασύδειλα σκουλίκια έφαγαν ξύλο, το μάτι των μπάτσων που έφτασαν σε χρόνο ρεκόρ για να τους προστατεύσουν «γύρισε». Η α-γριότητα με την οποία έπεσαν πάνω στο τελευταίο τμήμα της μοτοπορείας ήταν χαρακτηριστική. Χτυπούσαν μηχανές με μηχανές και πετούσαν κάτω οδηγό και συναναβάτη. Μετά, όπως ήταν πεσμένοι κάτω, τους λιάνιζαν με τα κλομπ και με τις μπότες. Πετούσαν χημικά σε ανθρώπους που κινούνταν με μηχανάκια, με κίνδυνο να προκαλέσουν σοβαρά ατυχήματα.
Αν το «πέσιμο» στη γωνία Φυλής και Λεμεσού θα μπορούσε ν’ αποδοθεί σε υπερβάλλοντα ζήλο των μπάτσων που είδαν δαρμένα τρία φιλαράκια τους νεοναζί, το τελικό δολοφονικό χτύπημα στην περιοχή της Νεάπολης Εξαρχείων και ενώ δεν συνέβαινε τίποτα, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί παρά μόνο σε εντολή από την πολιτική ηγεσία. Ηταν ο ίδιος ο Δένδιας που έδωσε το σύνθημα «τσακίστε τους, για να μην τολμήσουν να ξαναπειράξουν τους νεοναζί». Από τους 15 αντιφασίστες που συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν με κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος οι περισσότεροι ήταν χτυπημένοι. Ενας σύρθηκε σιδηροδέσμιος στα δικαστήρια με το κεφάλι μπανταρισμένο, το ένα χέρι σπασμένο και εκδορές και μώλωπες σε όλο του το σώμα.
Κι όμως, το γεγονός πέρασε στα ψιλά ή σχολιάστηκε από τη σκοπιά της θεωρίας «των άκρων». Οι νεοναζί ανενόχλητοι να επιτίθενται με τα τάγματα εφόδου, οι αντιφασίστες να μη μπορούν ούτε να διαδηλώσουν.
Η αναβάθμιση της κρατικής καταστολής και η ανάμιξή της με τη δράση των νεοναζιστικών ταγμάτων εφόδου ήταν αναμενόμενη. Και είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, λόγω της ενίσχυσης των νεοναζί. Φαινόμενο που α-παιτεί από το κίνημα αποφασιστικότητα, αλλά και σοφία. Δράσεις που άλλοτε ήταν ανεκτές τώρα δεν είναι. Η κρατική καταστολή δεν αναζητά καν προσχήματα. Πρέπει, λοιπόν, και το κίνημα να οργανώσει την τακτική του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί ν’ αντιστέκεται με τις μικρότερες απώλειες. Για παράδειγμα, η άποψη ότι μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις τους νεοναζί «στρατιωτικά» είναι εκτός τόπου και χρόνου, ενώ παράλληλα αγνοεί τελείως το κοινωνικό πεδίο, στο οποίο πρέπει να δοθεί η μάχη. Ολες οι κινήσεις αντίστασης πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ξεχωριστά κομμάτια ενός ενιαίου μετώπου αντίστασης. Αλλιώς, το πιο δυναμικό κομμάτι του κινήματος κινδυνεύει να απομονωθεί και να υποστεί συντριπτικά χτυπήματα, που εκτός των άλλων θα έχουν και παραδειγματικό χαρακτήρα. Το νεοναζισμό θα τον χτυπήσουμε μέσα στην κοινωνία, μαζί της και όχι χώρια απ’ αυτήν.