Ετοιμη να ξεπουλήσει και πάλι τους εκπαιδευτικούς είναι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας. Η οποία είναι πρόθυμη να συμμετάσχει σ’ έναν ακόμη στημένο «διάλογο» από το Φθινόπωρο με το υπουργείο Παιδείας, με προειλημμένες αποφάσεις. Γι’ αυτό και αναπαράγει την «κατηγορηματική διαβεβαίωση» του Αρβανιτόπουλου «πως οτιδήποτε εφαρμοστεί στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση θα είναι προϊόν διαλόγου και όχι αιφνιδιασμού και επιβολής», καθώς «πρέπει να υπάρχει κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης μεταξύ εκπαιδευτικών και Υπουργείου». Στο ίδιο πνεύ-μα και με την ίδια στόχευση -την παραπλάνηση δηλαδή των εκπαιδευτικών-, ο πρόεδρος της ΔΟΕ Μαντάς δήλωσε στην «Καθημερινή» πως ο υπουργός Παιδείας «τοποθετήθηκε ως εκπαιδευτικός» και «είχε διάθεση συνεννόησης για την εξεύρεση λύσεων».
Δε γνωρίζουν οι εργατοπατέρες ότι θα υπάρξουν περαιτέρω περικοπές στο ήδη εξευτελιστικό ποσόν του προϋπολογισμού για την Παιδεία (ήδη συζητούν για 50 εκατομ. ευρώ νέες περικοπές); Δεν τους ανακοίνωσε ο Αρβανιτόπουλος ότι φέτος θα γίνουν μόνο 1065 διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο και ότι στον ορίζοντα δε φαίνεται πουθενά νέος διαγωνισμός της ντροπής για την πρόσληψη μόνιμων εκπαιδευτικών; Δεν ξέρουν πως θα ακολουθήσει και νέο κύμα συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολικών μονάδων; Ολα τούτα τα γνωρίζουν, όπως ξέρουν καλά και ότι η αξιολόγηση που ετοιμάζεται για τους εκπαιδευτικούς θα είναι σε κάθε περίπτωση τιμωρητική, γιατί: 1) θα στηριχτεί στους ήδη ψηφισμένους νόμους (από τον 1566 ακόμη, που προβλέπει απόλυση σε περίπτωση που ο εκπαιδευτικός κριθεί ανεπαρκής, την ενεργοποίηση του θεσμού του «δόκιμου εκπαιδευτικού», μέχρι και το νέο μισθολόγιο-φτωχολόγιο, που συνδέει απόλυτα το μισθό με το βαθμό και προβλέπει προαγωγή με ποσόστωση, με μοχλό την αξιολόγηση) 2) το Μνημόνιο-2 απαιτεί 15.000 απολύσεις δημόσιων υπάλληλων μέσα στο 2012 και 150.000 ως το 2015 3) θα πλήξει πρώτα και κύρια τους εκπαιδευτικούς που αντιστέκονται στις αντιδραστικές επιλογές του συστήματος, αφού το «νέο σχολείο» της αγοράς απαιτεί πρώτα απ’ όλα πειθάρχηση και υποταγή.
Επειδή, όμως, ως μακρύ χέρι του συστήματος μέσα στο εργατικό κίνημα, θέλουν να το διευκολύνουν στο πέρασμα των αντεργατικών και αντιεκπαιδευτικών μέτρων, αναπαράγουν συνειδητά τα ψεύδη του υπουργείου ότι η αξιολόγηση θα είναι «δομών και διαδικασιών», δεν θα είναι «τιμωρητική και δεν θα συνδέεται με απολύσεις».
Το ξεπούλημα για πολλοστή φορά των συμφερόντων των εκπαιδευτικών, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα το ανταλλάξει -στο παζάρι που θα κάνει με το υπουργείο- με επιμέρους ρυθμίσεις, που έχουν σήμερα μηδαμινές επιπτώσεις στην ήδη προαποφασισμένη αντιεκπαιδευτική στρατηγική και τακτική. Ετσι, π.χ. παζαρεύει την άρση της υποχρεωτικής διετίας παραμονής στην οργανική θέση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, προκειμένου αυτοί να θεμελιώσουν δικαίωμα μετάθεσης, την άρση της ρύθμισης να διαγράφονται από τον πίνακα αναπληρωτών για τη χρονιά που καλούνται και την επόμενη οι αναπληρωτές που αρνού-νται να αναλάβουν υπηρεσία (επειδή δεν μπορούν να επιβιώσουν μακριά από τον τόπο τους με μισθούς εξαθλίωσης των 660 ευρώ), την προσμέτρηση της προϋπηρεσίας των αναπληρωτών και μετά το 2010. Ολες αυτές οι ρυθμίσεις, που ενέτειναν παραπέρα την τιμωρία των εκπαιδευτικών και είχαν αποφασιστεί από την Διαμαντοπούλου, σήμερα έ-χουν μηδαμινή σημασία, αφού οι διορισμοί ανά βαθμίδα είναι ελαχιστότατοι έως μηδενικοί και όταν άλλοι νόμοι, όπως π.χ. αυτός του ενιαίου φτωχολόγιου και αυτός της αξιολόγησης που ετοιμάζεται εξασφαλίζουν το πετσόκομμα των δαπανών για την Παιδεία, την κατατρομοκράτηση και υποταγή των εκπαιδευτικών και τη λειτουργία των σχολείων με υποτυπώδη μέσα.
Αντίθετα, πιθανή άρση αυτών των ρυθμίσεων προσφέρει έναν φιλεργατικό αέρα στο υπουργείο Παιδείας και προσχήματα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να συνδιαλλαγεί με το υπουργείο για το πέρασμα άλλων ουσιωδών μέτρων, όπως αυτό της αξιολόγησης και της παγίωσης άλλων, όπως του ενιαίου φτωχολόγιου, της κατάργησης σχολικών μονάδων, κ.λπ.
Στο πλαίσιο της συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού και επομένως της μείωσης των δαπανών για την Παιδεία, είναι και η φημολογού-μενη αύξηση του διδακτικού ωράριου των εκπαιδευτικών. Προκειμένου να συκοφαντηθούν οι εκπαιδευτικοί και να λειτουργήσει ο «κοινωνικός αυτοματισμός», η κυβέρνηση χρησιμοποιεί στην προπαγάνδα της τις ψευδείς αναφορές της έκθεσης του ΟΟΣΑ, που συντάχθηκε κατά παραγγελία του υπουργείου Παιδείας, κόστισε 127.653 ευρώ, χωρίς να υπολογίσουμε τους φόρους και τις κρατήσεις και παραδόθηκε στη Διαμαντοπούλου. Η έκθεση ισχυρίζεται ότι «το διδακτικό ωράριο των Ελλήνων εκπαιδευτικών είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη». Αντίθετα, έρευνα της ΟΛΜΕ διαβεβαιώνει ότι «δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια διαφορά από τις άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου η πλειονότητα των εκπαιδευτικών διδάσκουν από 18 ως 20 ώρες την εβδομάδα». Σημειώνουμε ότι στην Ελλάδα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το βασικό διδακτικό ωράριο είναι 21 ώρες εβδομαδιαίως (μειώνεται με τα χρόνια υπηρεσίας στις 16 ώρες) και στην πρωτοβάθμια 24 ώρες (μειώνεται με τα χρόνια υπηρεσίας στις 21 ώρες), ενώ για τους νηπιαγωγούς δεν υπάρχει νομοθετημένο διδακτικό ωράριο, με αποτέλεσμα αυτό να γίνεται λάστιχο με συνεχείς αυξήσεις.
Οπως επισημαίνει η ΟΛΜΕ «οι ειδήμονες του ΟΟΣΑ, γνωρίζουν πολύ καλά τις τεράστιες ελλείψεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος σε υποδομές, εξοπλισμό και προσωπικό. Γνωρίζουν, επίσης, τους εξαιρετικά χαμηλούς πόρους που διατίθενται για την εκπαίδευση, οι οποίοι μάλιστα μετά την εφαρμογή των επαίσχυντων Μνημονίων έχουν συρρικνωθεί πολύ κάτω από το 3% επί του ΑΕΠ, φτάνοντας στο 2,69%, με αποτέλεσμα οι σχολικές μονάδες να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τις στοιχειώδεις λειτουργικές δαπάνες τους». Γνωρίζουν «τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι Ελληνες εκπαιδευτικοί μετά τις απανωτές περικοπές στους μισθούς τους και τις επώδυνες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό. Και όμως, όλα αυτά τα αποσιωπούν προκειμένου να υπηρετήσουν το βασικό στόχο που έχει θέσει η Τρόικα: να ενοχοποιήσουν για όλα τα δεινά της εκπαίδευσης τους Ελληνες εκπαιδευτικούς, ώστε να συνεχιστεί και να ενταθεί η επίθεση εναντίον τους και εναντίον της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας».
Η κυβέρνηση επεξεργάζεται, λοιπόν, την αύξηση του διδακτικού ωράριου των εκπαιδευτικών, όπως διεμήνυσε ο Αρβανιτόπουλος σε εκδήλωση για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο στην Πάτρα, αλλά όχι για τη φετινή σχολική χρονιά.
Ας μην παριστάνει επομένως την απατημένη σύζυγο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ, η οποία «πίστεψε» τις διαβεβαιώσεις του υπουργού «ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα».
Δεν πείθουν κανένα οι κραυγές της ότι θα ζωστεί φυσεκλίκια για να απαντήσει στην «εμμονή» του υπουργείου Παιδείας «στην οικονομική προσέγγιση της εκπαίδευσης αδιαφορώντας για τους ποιοτικούς δείκτες της».
Ανεξάρτητα, όμως, από την υπόληψη που έχουν οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες μέσα στους εκπαιδευτικούς και γενικότερα στους εργαζόμενους, εκείνο που πρέπει να καταλάβει η εργαζόμενη κοινωνία είναι πως η αύξηση του διδακτικού ωράριου των εκπαιδευτικών θα επιδεινώσει παραπέρα την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ο κουρασμένος, αμοιβόμενος με εξευτελιστικό μισθό εκπαιδευτικός, που αγωνιά για την επιβίωσή του και την παραμονή του στην εργασία, που δεν προσβλέπει σε κανένα μέλλον, που εργάζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες μέσα σε πολυπληθή τμήματα μαθητών, πολλές ώρες, πάνω από το επίπεδο απόδοσης και αντοχής του, είναι σε βάρος της μάθησης των παιδιών. Και πάνω απ΄όλα των παιδιών της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που δεν έχουν από πουθενά αλλού υποστήριξη στη διάρκεια του μαθητικού τους βίου.
Γιούλα Γκεσούλη