«Η πρόταση νόμου που κατέθεσε το ΚΚΕ για την κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων, του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και των εφαρμοστικών νόμων, είναι μια ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη παρέμβαση του Κόμματος, που μπορεί και πρέπει να γίνει όπλο στα χέρια του λαϊκού κινήματος». Αυτά έγραφε ο «Ριζοσπάστης» την περασμένη Τρίτη, στο κύριο άρθρο του με τίτλο «Να γίνει υπόθεση του λαού».
Πώς ακριβώς θα γίνει «όπλο στα χέρια του λαϊκού κινήματος» μια πρόταση νόμου, η οποία –στην καλύτερη περίπτωση– μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση, την οποία κατά κανόνα σνομπάρουν οι πολιτικοί αρχηγοί (για να μην της δώσουν προπαγανδιστικό βάρος); Οπως έχουμε ξαναγράψει, ο Κανονισμός της Βουλής, σε συνδυασμό με το Σύνταγμα, είναι απαγορευτικός για την προώθηση προτάσεων νόμου της αντιπολίτευσης. Οταν, μάλιστα, οι προτάσεις νόμου συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, δεν τίθενται καν σε ψηφοφορία. Γίνεται απλά μια πολιτική συζήτηση και η πρόταση νόμου απορρίπτεται για τυπικούς λόγους.
Επισκεπτόμενη τον ΟΣΕ, στις 12 Ιούλη, η Παπαρήγα έλεγε για την πρόταση νόμου πως «δεν έχουμε την ελπίδα ότι θα υιοθετηθεί, αλλά είναι μια ευκαιρία να γίνει συζήτηση στη Βουλή και να πούνε γιατί το καταψηφίζουν. Ελεγε, ακόμη, πως την καταθέτουν «για να υποβοηθήσουμε με επιχειρήματα ουσιαστικά αυτόν τον αγώνα και το δικό σας και γενικότερα».
Τα ίδια και στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε μια μέρα μετά για να παρουσιάσει την πρόταση νόμου: «Εχουμε ελπίδες να υπάρχει πλειοψηφούσα άποψη στη Βουλή; Δεν έχουμε. Ομως, πρέπει να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση». Πώς, λοιπόν, μια πρόταση που δεν έχει καμιά πιθανότητα να υλοποιηθεί και που γίνεται απλά για να υπάρξει μια συζήτηση στη Βουλή και να τοποθετηθούν τα κόμματα, μετατρέπεται, ελάχιστες μέρες μετά, σε «όπλο στα χέρια του λαϊκού κινήματος»; Δεν είναι αυτό προσπάθεια εξαπάτησης των εργαζόμενων, ότι δήθεν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες έχουν ουσιαστικό χαρακτήρα;
Στον Περισσό μάλλον δεν προέβλεψαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάθαινε «κολούμπρα» με την κατάθεση αυτής της πρότασης νόμου. Μάλλον περίμεναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τασσόταν υπέρ της πρότασης για δημαγωγικούς λόγους. Οταν διαπίστωσαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπαθε μεγάλη ταραχή, κατάλαβαν ότι χτύπησαν φλέβα, γι’ αυτό και… αναβάθμισαν την πρόταση νόμου σε«όπλο στα χέρια του λαϊκού κινήματος», χρησιμοποιώντας την σαν εργαλείο για να ξεβρακώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγματι, ακόμα και ο αστικός Τύπος πήρε χαμπάρι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενοχλήθηκε σφόδρα από την πρόταση νόμου του Περισσού. Παραθέτουμε ενδεικτικά τι έγραψαν μια «γαλάζια» και μια «πράσινη» φυλλάδα: «Η απόφαση του ΚΚΕ να καταθέσει πρόταση νόμου φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την Κουμουνδούρου. Παρά το γεγονός ότι στην αρχή στον ΣΥΡΙΖΑ δήλωναν θετικοί στο νομοσχέδιο, εσχάτως το γυρίζουν και λένε ότι δεν μπο- ρούν να ψηφίσουν την καταγγελία του Μνημονίου εφόσον αυτή οδηγεί στην έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ και τη μονομερή διαγραφή του χρέους» (Ελεύθερος Τύπος). «Ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τον κ. Σκουρλέτη, δεν συμμερίζεται τη συνολική τοποθέτηση του ΚΚΕ απέναντι στα ζητήματα της κρίσης, γιατί, όπως είπε, συνδέει την απάντηση στη σημερινή οικονομική κρίση “με ζητήματα που είναι έξω από το δικό μας στρατηγικό προσανατολισμό, ό-πως αυτό της απομάκρυνσης από την ΕΕ”» (Εθνος).
Οντως, ο Σκουρλέτης, αφού είπε κάτι φτηνιάρικα του τύπου ότι ο Περισσός παραδέχεται, «έστω και καθυστερημένα, ότι το μνημόνιο αποτέλεσε και αποτελεί τη βασική διαχωριστική γραμμή της συγκυρίας», δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «για τη συγκεκριμένη πρόταση, στο βαθμό που αφορά συγκεκριμένους εφαρμοστικούς νόμους τους οποίους ούτως ή άλλως –έχετε δει- κι εμείς έχουμε καταθέσει μια αντίστοιχη πρόταση νόμου για τα ζητήματα της μετενέργειας και του κατώτατου μισθού, προφανώς και θα τα υποστηρίξουμε», έσπευσε όμως να συμπληρώσει, ότι μένει ανοιχτό το τι θα κάνουν στη Βουλή, γιατί δεν συμμερίζονται «τη συνολική τοποθέτηση του ΚΚΕ απέναντι στα ζητήματα της κρίσης, γιατί συνδέει την απάντηση στη σημερινή οικονομική κρίση με ζητήματα που είναι έξω από το δικό μας στρατηγικό προσανατολισμό, όπως αυτό της απομάκρυνσης από την ΕΕ».
Η πρόταση του Περισσού, όμως, είναι σαφής. Δε θέτει ζήτημα εξόδου από την ΕΕ, αλλά προβλέπει την κατάργηση των Μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και όλων των εφαρμοστικών νόμων. Προβλέπει, δηλαδή, αυτό που μέχρι τις 6 Μάη υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα είναι η πρώτη πράξη μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς». Τώρα, δεν είναι διατεθειμένοι να πουν «ναι» ούτε σε μια πρόταση νόμου που δεν έχει καμιά πρακτική αξία, που δεν πρόκειται καν να τεθεί σε ψηφοφορία, εν όλω ή εν μέρει. Είναι προφανές ότι αυτό υπαγορεύεται από την «υπευθυνότητα» της «αντιπολίτευσης του 27%». Ούτε σε προπαγανδιστικό επίπεδο πλέον δεν μιλούν για κατάργηση των Μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων. Γι’ αυτό και η πρόταση νόμου που οι ίδιοι κατέθεσαν, όπως και η δεύτερη που υποσχέθηκαν ότι κάποια στιγμή θα καταθέσουν, αφορούν μόνο δευτερεύουσες πλευρές του αντεργατικού οργίου της τελευταίας διετίας και αφήνουν άθικτες όλες τις σοβαρές ανατροπές που έχουν γίνει στον τομέα των εργασιακών σχέσεων και της Κοινωνικής Ασφάλισης (αναλυτικά γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο).
Γεγονός είναι πως στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν πάθει μια ταραχή και άρχισαν τη διγλωσσία ακόμα και σ’ αυτό το θέμα. Ο Σκουρλέτης εκφράζει μεν την επίσημη γραμμή, όμως ο Στρατούλης υποστηρίζει ότι «κατά τη γνώμη του» ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να στηρίξει το σύνολο της πρότασης νόμου, ο Λαφαζάνης τη βγαίνει από τ’ αριστερά στον Περισσό και δηλώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ψηφίσει την πρόταση νόμου, γιατί «εμείς πρώτοι είμαστε υπέρ της κατάργησης των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων που προωθούν αυτά τα μνημόνια», ενώ ο πονηρός Παπαδημούλης δηλώνει πως την πρόταση νόμου θα την εξετάσει η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ και θ’ αποφασίσει τη στάση της (ψέγει, δηλαδή, τον Σκουρλέτη για βιασύνη).