Σύμφωνα με το σκηνοθέτη, η ταινία είναι εμπνευσμένη από το ποίημα του Βίκτωρα Ουγκώ «Καλοί που ειν’ οι φτωχοί». Πρωταγωνιστής ο Μισέλ, απολυμένος, πρόεδρος του σωματείου των εργαζομένων στη δουλειά του, και η γυναίκα του, η Μαρί-Κλερ. Μία ληστεία θα τους κάνει να επαναδιαπραγματευθούν τις απόψεις τους και τη σχέση με τον εαυτό τους.
Μία προσπάθεια για πολιτική ταινία, η οποία μάλλον καταλήγει σε ηθικολογικό μάθημα. Μία χαζορομαντική προσέγγιση στα πράγματα, κατά την οποία ακόμα κι αν κάποιος κάνει λάθη, πάντα θα βρίσκεται ο τρόπος να τα διορθώνει, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Μια αφελής ματιά στην ιδιότητα του συνδικαλιστή, που περισσότερο φαίνεται να αναρωτιέται πόσο επαναστάτης ή μικροαστός είναι, επειδή ψήνει λουκάνικα κάθε Κυριακή, παρά να αγωνιά για τις μάχες που δόθηκαν και πρέπει να δοθούν. Μια δήθεν αισιόδοξη οπτική, στην οποία βαφτίζεται πράξη αλληλεγγύης και επανάστασης μια πράξη που ενδεχομένως να κινείται από τις τύψεις. Τέλος, ηθικολογικό μάθημα, γιατί στον πυρήνα της η ταινία περιστρέφεται γύρω από τη μεγαλοψυχία και την καλοσύνη των πρωταγωνιστών, καθιστώντας τους «φωτεινό παράδειγμα» γι’ αυτές τους ακριβώς τις ιδιότητες και όχι για την όποια στάση τους στο όποιο (συνδικαλιστικό στην προκειμένη) κίνημα.
Ελένη Π.