Δεν ξέρω γιατί συνέχεια γυρίζω στο ευτυχισμένο καλοκαίρι του 2004. Ισως γιατί με συνέπαιρνε αυτός ο εθνικός ξεσηκωμός, έστω και αν δημιουργούνταν από άσχετο για την πορεία του τόπου θέμα, τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Ισως γιατί η ιστορία αυτού του τόπου με έκανε υπερήφανο, όπως όταν τη μάθαινα από τα εγχειρίδια του Δημοτικού, αποστειρωμένη από συγκρούσεις, αγώνες, δικτατορίες, Μακρονήσια, βασιλείες, ορθόδοξες εκκαθαρίσεις, δουλοκτησίες, μετανάστες από εδώ στα Νταχάου για την «ανόρθωση» των ξένων οικονομιών, μετανάστες από εκεί στα εδώ Νταχάου για την «ανόρθωση» της «ελληνικής» οικονομίας.
Τώρα έμεινα μόνος μου, με τον Κακαουνάκη, τον Αυτιά και τον Παπαδάκη. Με την Καλομοίρα, τα χιλιοπαιγμένα fame story, τα survivor, τα χιλιοεξαντλημένα ριάλιτι και τα ερωτικά τρίγωνα, τετράγωνα και πεντάγωνα των σίριαλ. Ακόμα και αυτό το Champions League το κάνανε κάθε 15 μέρες και η δόση του δεν φτάνει για να με αποκοιμίζει ευτυχισμένο και εξαπατημένο, προβληματισμένο αλλά αισιόδοξο τα ζεστά βράδια του Οκτώβρη. Βέβαια, ο πολιτισμός μας προσφέρει πάρα πολλές εναλλακτικές λύσεις που άμα ψάξεις ή άμα ψάξεις πάρα πολύ δεν μπορεί κάτι «ποιοτικό» θα βρεις. Πάρε μια εφημερίδα, άνοιξε στα καλλιτεχνικά, εκατοντάδες θέατρα. Ε, μέσα σ’ αυτά δεν θα βρεις δυο παραστάσεις; Ανοιξε στους κινηματογράφους. Χιλιάδες αίθουσες, δεν θα βρεις μια ταινία να σου κάνει; Με λίγο ζόρι όλο και κάτι θα βρεις. Μετά έχει απ’ όλα. Μουσικές σκηνές με εξεζητημένες συνεργασίες -κάτι σαν τα ερωτικά τετράγωνα των σίριαλ-, μπαράκια με ελληνική ή άλλη «ποιοτική» μουσική, ταβέρνες με όλες τις γεύσεις που έχει ανακαλύψει ο άνθρωπος. Απ’ όλα, ό,τι λαχταράει η ψυχή. Δεν θα ‘πρεπε να είναι έτσι; Γιατί ζούμε λοιπόν; Για ένα καλοκαίρι που μοιάζει σαν να μη έγινε ποτέ; Που μας το υπενθυμίζει μόνο η δικαστική έρευνα που γίνεται για τον Κεντέρη, τον Τζέκο και τη Θάνου, μέχρι και αυτή να πάρει την άγουσα προς την συγκάλυψη;
Αμ, δεν ζούμε μόνο γι’ αυτο. Κάποτε, όταν δεν υπήρχαν e-mail, κινητά, μηνύματα και άλλα τέτοια ωραία πράγματα, ψάχναμε με ενδιαφέρον το τραπεζάκι με την αλληλογραφία να βρούμε κανένα γράμμα από φίλο, από φίλη, να επικοινωνήσουμε, να ανταλλάξουμε σκέψεις, συναισθήματα και προσδοκίες. Τώρα, το τραπεζάκι με την αλληλογραφία έγινε έδρα δημόσιου κατήγορου. Εισαγγελική έδρα. Κάτι σαν τον περιβόητο… «και για όσα ξέχασα ένοχοι» ή σαν τους ανακαλύψαντες στην Ελλάδα του 2004 τη ναζιστική πατέντα της συλλογικής ευθύνης. Τέτοια έδρα. Καταπέλτης. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ και μπόλικη αλληλογραφία από τράπεζες. Μπόλικη. Αν ήταν φίλοι, θα είμασταν «ευτυχισμένοι» άνθρωποι, αλλά είναι τράπεζες. Ο χαμογελαστός υπάλληλος που κάνει τις προσφορές δίνει τη θέση του στον αυστηρό που τηλεφωνεί δίκην εισαγγελέα (γεμίσαμε εισαγγελείς, ρε παιδιά) και προειδοποιεί αν δεν μπουν τα λεφτά.
Κάτι σαν το περιβόητο 2004. Ξεκίνησε χαμογελαστό (γιατί δεν ήταν και πρέπει να σκιάζουν την ευτυχία μας τα εργατικά ατυχήματα στα ένδοξα στάδια και το ντόπινγκ των ένδοξων ελλήνων αθλητών, έστω και αν ορισμένοι από αυτούς δεν ήξεραν να μιλήσουν ελληνικά) και κατέληξε συννεφιασμένο. Πολύ συννεφιασμένο. Πάλι καλά. Προσέξτε τώρα πως ξεδιπλώνεται η λογική του μικρότερου κακού, που μας έχουν ποτίσει μέχρι το μεδούλι και που ορισμένες φορές τα θέλει και μας ο οργανισμός μας. Πάλι καλά που ο καλός θεός ή η Παναγία του Αναστασιάδη διατηρούν ακόμα το καλοκαίρι και ο λογαριασμός των κοινόχρηστων παραμένει σε μη φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα. Ευτυχώς. Γιατί όλα τα άλλα έχουν εκτοξευτεί στα ύψη. Το καλαθάκι της νοικοκυράς έγινε ιπτάμενος δίσκος. Πυροδοτούμενος με καινούργια καύσιμα από τα φροντιστήρια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα ρωσικά της δωρεάν παιδείας. Επεσε και ο γίγας Κίμωνας, που κυνηγούσε τους κερδοσκόπους στις λαϊκές με τα ματσούκια των δημοσιογράφων ως προτεταμένα πολυβόλα.
Υπάρχει, λοιπόν, σκοπός στη ζωή μας. Ζούμε για να πληρώνουμε. Να πληρώνουμε, να δανειζόμαστε, για να ξαναπληρώσουμε. Δεν έχει σημασία αν δεν μπορούμε να απολαύσουμε τις στοιχειώδεις προσφορές της αναμασώμενης πολιτιστικής δημιουργίας. Αν δεν μπορούμε, μένουμε στα ριάλιτι. Υπάρχουν άλλες κοινωνικές τάξεις, άλλες κοινωνικές ομάδες -Ελληνες και αυτοί, κυρίως Ελληνες- που τα απολαμβάνουν όλα με ζήλο περισσό! Γιατί αυτοί είναι μεν λαός -ελληνικός λαός, όπως εμείς- αλλά έχουν τον τρόπο τους. Εχουν ιδιοκτησία. Εργοστάσια, super market, υπηρεσίες, εμπορικά, μεγαλοκαταστήματα. Εχουν και καλοπληρωμένους υπαλλήλους. Manager, ειδικούς, δημοσιογράφους, δικαστικούς, μπάτσους. Δεν πτοούνται αυτοί από την ακρίβεια. Δεν τους νοιάζει αν ζουν για να πληρώνουν. Πληρώνουν γιατί είναι άρχοντες. Γιατί δεν εντάσσονται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας του 2% ή 3%, που υπογράφουν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ. Δεν εντάσσονται σ’ αυτούς που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με 1000 και 1200 ευρώ το μήνα. Αυτοί μπορούν να απολαμβάνουν. Οπως μπορούν και να εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη εργασία στην περιβόητη ελεύθερη αγορά. Οπως μπορούν να είναι πιο ίσοι από τους ίσους στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα των πολιτών.
Ο κόσμος του καλοκαιριού του 2004, ο ευτυχισμένος, ο ενωμένος, ο εθνικά υπερήφανος κόσμος του καλοκαιριού, ο κόσμος των ψευδαισθήσεων και των παραισθήσεων, έδωσε τη θέση του στον πραγματικό κόσμο των… δύο κόσμων. Των πλουσίων και των φτωχών. Αυτών που απολαμβάνουν και αυτών που ζορίζονται. Των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων.
Ο χειμώνας προβλέπεται βαρύς. Τα μαύρα σύννεφα της ανεργίας έχουν σκεπάσει για τα καλά τον υπερήφανο ουρανό της Ελλάδος με τα βεγγαλικά της Γιάννας, που καίγαν και κάνα δάσος άμα λάχει. Η εικονική πραγματικότητα έχει τελειώσει. Δεν έχει τελειώσει, όμως, η πάλη των τάξεων. Ο αγώνας για το μεροκάματο. Ο αγώνας γαι το δικαίωμα στη δουλειά. Ο αγώνας για να δουλεύεις για να ζεις και όχι να ζεις για να δουλεύεις. Ο αγώνας του φτωχού εναντίον του πλούσιου. Του δημιουργού εναντίον του λαμόγιου. Του προλετάριου εναντίον του εκμεταλλευτή. Ο αγώνας για τα στοιχειώδη δικαιώματα στο απάνθρωπο καπιταλιστικό σύστημα σε συνδυασμό με τον αγώνα για την ανατροπή του. Αυτός ο αγώνας δεν είναι εικονικός. Είναι πραγματικός και αναγκαίος. Πιο αναγκαίος από ποτέ.
Παντελής Νικολαϊδης








