Η εγγυητική λειτουργία της ποινής εκδηλώνεται πρωταρχικά με τις συνταγματικές και νομοθετικές εγγυήσεις ότι κατά την εκτέλεσή της δεν θα προσβληθούν ορισμένα στοιχειώδη αγαθά του ατόμου.
Αυτό που προέχει, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα, είναι η έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας μέσα στο πλαίσιο των επιταγών του Συντάγματος, των Διεθνών Συμβάσεων που επέχουν θέση νόμου αυξημένης τυπικής ισχύος, των νόμων του Ελληνικού Κράτους και άλλων διεθνών ή διακρατικών κειμένων γενικής αναγνώρισης.
Ο νόμος αποτελεί έναν συστηματικό ευσύνοπτο, με ξεκάθαρη διατύπωση, χάρτη των δικαιωμάτων, κατά πρώτο λόγο, και των υποχρεώσεων, κατά δεύτερο, των κρατουμένων σε ελληνικά καταστήματα κράτησης. Δίνει περισσότερα από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο σχετικό νομοθέτημα δικαιώματα στους κρατουμένους, χωρίς ωστόσο να δημιουργείται από αυτό κίνδυνος για την εύρυθμη λειτουργία του σωφρονιστικού καταστήματος ή για την τάξη και ασφάλεια της χώρας, δεδομένου ότι ο έλεγχος από τη δικαστική αρχή είναι διάχυτος.
Σύμφωνα με το νόμο, κατά τη μεταχείριση των κρατουμένων πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, να ενισχύεται ο αυτοσεβασμός και η συναίσθηση της κοινωνικής τους ευθύνης. Στον παλαιό Σωφρονιστικό Κώδικα οι παραπάνω αρχές τελούσαν υπό την επιφύλαξη των αναγκαίων μέτρων για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του καταστήματος κράτησης. Η άνω επιφύλαξη καταργήθηκε ρητά, προφανώς διότι καμία επιφύλαξη δεν μπορεί να γίνει συνταγματικά ανεκτή σε σχέση με την επιταγή του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
Στόχος της έκτισης της ποινής είναι η βελτίωση του κρατουμένου και η κοινωνική του επανένταξη. Κατά την εκτέλεση της ποινής απαγορεύεται κάθε δυσμενής διακριτική μεταχείριση των κρατουμένων και δεν περιορίζεται κανένα άλλο ατομικό δικαίωμά τους, εκτός από το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Οι κρατούμενοι δεν πρέπει να εμποδίζονται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, γεγονός το οποίο εμφανώς αντικατοπτρίζει το νομοθετικό στόχο της επίτευξης της κοινωνικής τους επανένταξης.
Σε κάθε περίπτωση, η Δικαστική Αρχή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί αυστηρό έλεγχο της νομιμότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων. Περιορισμοί στους όρους διαβίωσης, αυξημένα μέτρα ασφαλείας και κάθε διαχωρισμός και διακριτική μεταχείριση σε βάρος ορισμένων μόνο κρατουμένων τελεί υπό τον έλεγχο των αρμοδίων δικαστικών οργάνων, τα οποία οφείλουν να κινητοποιούνται άμεσα όταν παραβιάζονται οι άνω αρχές. Η εποπτεία από τους δικαστικούς λειτουργούς δεν διασφαλίζει μόνο τη νομιμότητα, αλλά προλαμβάνει και ασυδοσίες, από οπουδήποτε και αν προέρχονται.
Ο νέος Σωφρονιστικός Κώδικας έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένως ως επιτυχής, καθώς τείνει προς την κατεύθυνση ενός «ανοίγματος των φυλακών». Είναι σαφής ο προσανατολισμός του προς μία φιλελεύθερη και ανθρωπιστική κατεύθυνση, σε αντίθεση με το παλαιό νομοθετικό καθεστώς, το οποίο μεριμνούσε περισσότερο για την αποτελεσματικότερη οργάνωση της καταστολής.
Ωστόσο, ο νόμος παραμένει «γράμμα κενό» όταν στην πράξη κυριαρχεί ο τιμωρητικός ανταποδοτικός χαρακτήρας της έκτισης της ποινής. Οι εφαρμοστές του δικαίου οφείλουν να λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τους ότι, από κοινωνιολογική άποψη, η ποινή αντιδιαστέλλεται από την εκδίκηση. Επιβάλλεται από την οργανωμένη κοινωνία, με στόχο την ομαλή επανένταξη των κρατουμένων, και οφείλει να μην ενισχύει φαινόμενα βασανισμού, σωματικής και ψυχικής εξόντωσής τους.
Η αντίδραση των αρμοδίων δικαστικών αρχών σε φαινόμενα υπέρμετρης και αδικαιολόγητης συρρίκνωσης των δικαιωμάτων ορισμένων κρατουμένων πρέπει να είναι άμεση, προκειμένου οι εξαγγελίες και το πνεύμα του νόμου να βρίσκουν ευθεία εφαρμογή στην πραγματική κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές.
Γιάννα Γ. Παναγοπούλου
Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου – Ταμίας του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης