Από τη μια το Χόλιγουντ με τα μπλοκμπάστερ και τα υπόλοιπα βλακώδη προϊόντα του. Από την άλλη οι λεγόμενοι καλλιτέχνες-δημιουργοί που δεν αφήνουν φεστιβάλ για φεστιβάλ, αποκτώντας οπαδούς και κόλακες που γεμίζουν σελίδες επί σελίδων για να μας πείσουν για την αναμφισβήτητη (;) αξία τους. Ανθρωποι υπερτιμημένοι και συνήθως κενοί περιεχομένου, που στην πραγματικότητα η μόνη αναμφισβήτητη ικανότητα που έχουν είναι να στήνουν ωραία πλάνα. Ο Κιμ Κι Ντουκ ανήκει σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Καλλιτέχνης της εικόνας ναι, δημιουργός, όμως, σίγουρα όχι. Γιατί δημιουργός σημαίνει, πάνω απ’ όλα, να εκφράζεις την εποχή σου. Ομως, ο Κιμ Κι Ντουκ δεν είναι παρά ένας φορμαλιστής αμπελοφιλόσοφος. Στις ιστορίες τους δεν πάλλεται η ζωή με την πολυπλοκότητα, την απλότητα και τις ουσιώδεις λεπτομέρειές της, αλλά οι ακραίες, αν και υπαρκτές, πότε αυτοβιογραφικές και πότε όχι, ιδέες του σκηνοθέτη για τη βίαιη φύση του ανθρώπου, τη διαστροφική συμπεριφορά, τα πρωτόγονα συναισθήματα.
Πάνω που περιμένεις, όπως π.χ. στο «Νησί», να δεις την «κοινωνική» συμπεριφορά του ανθρώπου, την αρπακτικότητα και περιφρόνησή του απέναντι στη φύση, την απέλπιδα προσπάθειά του να ξεφύγει από την αλλοτριωμένη συνείδησή του, το πράγμα καταλήγει στη σαδομαζοχιστική σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ξεκινά από μια γενικότερη ενδιαφέρουσα ιδέα για να καταλήξει σε μια αδιάφορη ατομική ιστορία που η μόνη συζήτηση που μπορεί να προκαλέσει είναι η ωμότητα δυο αυτοακρωτηριασμών. Τον πιο επιτυχημένο χαρακτηρισμό για το «Νησί» τον έδωσε κάποιος Michael Atkinson κριτικός στο Village Voice: «Ανήκει σ’ ένα είδος ψυχοσεξουαλικού υπαρξισμού». Οσοι τώρα αναζητούν αλληγορίες και συμβολισμούς σε φιλοσοφικά ή άλλα επίπεδα απλά είναι είτε φαντασιόπληκτοι είτε ψωνισμένοι, είτε απλώς νομίζουν ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να βγάλουν το ψωμί τους.
Ομως για τον Κιμ Κι Ντουκ θα επανέλθουμε την άλλη βδομάδα που βγαίνει άλλη μια ταινία του, το «3-Ιron».
Ελένη Σταματίου