Ας κάνουμε μια απλή υπόθεση. Αν στη θέση της κυβέρνησης Καραμανλή βρισκόταν η κυβέρνηση Σημίτη και στη θέση του νόμου για τον βασικό μέτοχο ένας οποιοσδήποτε άλλος νόμος, θα γινόταν πρώτο θέμα και θα συζητιόταν από τα ΜΜΕ με τόση ένταση η διαδικασία προειδοποίησης που κίνησε η Κομισιόν; Η απάντηση είναι όχι και δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε γιατί.
Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, την παραπολιτική πτυχή της υπόθεσης, που είναι αυτή που κυριαρχεί.
Ο Καραμανλής πράγματι την πάτησε. Και άγρια μάλιστα. Πιεσμένος από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία τον στήριξαν το διάστημα που βρισκόταν στην αντιπολίτευση και νομίζοντας ότι θα του βγει προπαγανδιστικά η «μάχη κατά της διαφθοράς», ξεκίνησε έναν αλαζονικό πόλεμο που τον έφερε σε αντίθεση όχι μόνο με τα πανίσχυρα εκδοτικά συγκροτήματα, που ελέγχουν την ενημέρωση στην Ελλάδα, αλλά και με τον ΣΕΒ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Οδ. Κυριακόπουλος, καπιταλιστής που ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι δεξιός, πολεμά με ειρωνικά σχόλια την κυβέρνηση ακόμα και την ώρα που Καραμανλής και Παυλόπουλος περνούν δύσκολες ώρες στις Βρυξέλλες και αντιμετωπίζουν τη χλεύη ακόμα και υπαλληλίσκων της Κομισιόν.
Δεν τα λογάριασε καλά ο Καραμανλής, προφανώς παρασύρθηκε και από την αλαζονεία του Παυλόπουλου, που τον διαβεβαίωνε ότι θα «περάσει» το θέμα από την Κομισιόν και τώρα βάλλεται πανταχόθεν ως ανίκανος, λίγος, απροετοίμαστος και χωρίς διεθνές κύρος. Φυσικά, τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ έχουν πάρει γραμμή από τα αφεντικά τους να φουσκώσουν το θέμα και να κωλοχτυπήσουν τον Καραμανλή μέχρι που αυτός να πετάξει λευκή πετσέτα. Και πώς να μην τον κωλοχτυπάνε, όταν η κυβέρνηση έχει δώσει την εξής εικόνα. Ψήφισε το νόμο και ο δεξιός Τύπος μαζί με πολλά κυβερνητικά στελέχη πανηγύριζαν ότι «έσβησαν τον εθνικό εργολάβο» (δηλαδή τον Μπόμπολα, ο οποίος ακόμα ζει και βασιλεύει). Στη συνέχεια η κυβέρνηση βρέθηκε ατύπως εγκαλούμενη από την Κομισιόν. Τρεις υπουργοί ταξίδεψαν στις Βρυξέλλες για να συναντηθούν με ένα γενικό διευθυντή (!) ο οποίος τους έκανε παρατηρήσεις σε ιταμό ύφος, τσαλακώνοντας το πολιτικό τους ίματζ. Υστερα, ταξίδεψε στις Βρυξέλλες ο ίδιος ο Καραμανλής για να ζητήσει από τον Μπαρόζο τη χάρη να του δώσει ένα μήνα αναβολή και τελικά πήρε μόλις μια βδομάδα. Ο «πολύς» Παυλόπουλος γέμισε τη βαλίτσα του με χαρτιά και πήγε στις Βρυξέλλες γεμάτος αυτοπεποίθηση για τη νίκη του, αλλά γύρισε κι αυτός άπρακτος, συνοδευόμενος από τα σκαιά σχόλια του αρμόδιου επιτρόπου. Ακολούθησε η απόφαση του κολλεγίου των επιτρόπων και το χλευαστικό σχόλιο υπαλλήλου της επιτρόπου Ντανούτα Χούμπνερ, που μίλησε για «τραγωδία του έλληνα πρωθυπουργού» ο οποίος κατά τα άλλα του είναι συμπαθής! Αν όλα αυτά δεν συνιστούν ένα επικοινωνιακό Βατερλό της κυβέρνησης, αλλά και του ίδιου του Καραμανλή, που αναμίχθηκε προσωπικά στην υπόθεση, σε όλες τις φάσεις της, χωρίς να τη φορτώσει σε κάποιον υπουργό, για να έχει περιθώρια εύσχημης αναδίπλωσης, τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Φυσικά, επισήμως τα κυβερνητικά στελέχη δεν θα το παραδεχτούν ποτέ, θα προσπαθήσουν να αμυνθούν με νύχια και με δόντια, όμως ξέρουν καλά ότι έχουν πάθει μεγάλη ζημιά, που θα είναι μεγαλύτερη αν αναγκαστούν να αποσύρουν το νόμο.
Ομως, και αν δεν αναγκαστεί η κυβέρνηση να αποσύρει εθελοντικά το νόμο, θα την υποχρεώσει η Κομισιόν, που έχει πάρει φόρα και δεν κρατιέται με τίποτα. Η διαδικασία που ξεκίνησε είναι γνωστή, μιας και τα ΜΜΕ φρόντισαν να τη βάλουν σε κάθε σπίτι και στο μυαλό κάθε Ελληνα, ακόμα και εκείνων που ουδέποτε είχαν ασχοληθεί με τις κοινοτικές διαδικασίες. Επιλέγοντας τη μικρότερη χρονική προθεσμία που προβλέπεται, η Κομισιόν κάλεσε την κυβέρνηση Καραμανλή να δώσει εντός 15 ημερών εξηγήσεις για το νόμο. Αν αυτές δεν κριθούν επαρκείς (αυτό πια πρέπει να θεωρείται δεδομένο), θα παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας ταυτόχρονα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή το πάγωμα του νόμου μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση. Επομένως, είτε με τη μια είτε με την άλλη διαδικασία, ο νόμος θα καταστεί ανενεργός και οι κατά Καραμανλή «νταβατζήδες» θα συνεχίσουν ανενόχλητοι να παίρνουν τις δουλειές του Δημοσίου και μάλιστα ενισχυμένοι πια έναντι της κυβέρνησης.
Πέρα από την παραπολιτική διάσταση, όμως, υπάρχει η πολιτική που έχει περάσει σκόπιμα σε δεύτερη μοίρα, για να μην πούμε έχει εξαφανιστεί.
Ας θέσουμε ένα ακόμα ερώτημα. Αν στη θέση της Ελλάδας ήταν η Γερμανία ή η Γαλλία, θα τολμούσε η Κομισιόν να συμπεριφερθεί έτσι; Θα τολμούσε ο οποιοσδήποτε υπάλληλος να μιλήσει χλευαστικά για τον Σρέντερ ή για τον Σιράκ; Θα του ‘κοβαν τη γλώσσα ή θα την κατάπινε μόνος του. Θυμηθείτε τί έπαθε ο Πάγκαλος (υπουργός, όχι υπαλληλάκος) που του ξέφυγε η δήλωση ότι «η Γερμανία είναι ένας γίγαντας με μυαλό νάνου». Τον ανάγκασαν να ζητήσει δημόσια συγνώμη. Θυμηθείτε τί έπαθε πέρυσι η Κομισιόν, που πήγε να τα βάλει (λόγω της θεσμικής της υποχρέωσης) με τη Γερμανία και τη Γαλλία για το έλλειμμα πάνω από 3% που είχαν. Οι δυο κυβερνήσεις την έγραψαν κανονικότατα, υποχρέωσαν το Ecofin να αποφασίσει κόντρα στο Σύμφωνο Σταθερότητας, προκάλεσαν μια κρίση στη θεσμική λειτουργία της ΕΕ, αλλά έκαναν το δικό τους, χωρίς να υποχωρήσουν ούτε πόντο από τον προγραμματισμό τους.
Ομως, η ψωροκώσταινα αντιμετωπίζεται ως μπανανία, οι επίτροποι συμπεριφέρονται στους υπουργούς σαν δουλοκτήτες απέναντι σε δούλους και οι υπάλληλοί τους δεν διστάζουν να λοιδορήσουν τον πρωθυπουργό με τον τρόπο που λοιδορούν τις υπηρέτριές τους. Γιατί; Γιατί αυτοί είναι οι συσχετισμοί στην ΕΕ. Γιατί στο σύστημα του ιμπεριαλισμού οι διακρατικές σχέσεις δεν καθορίζονται με βάση τις τυπικές διακηρύξεις περί ισότητας, αλλά με το μόνο τρόπο που γνωρίζει ο καπιταλισμός: τη δύναμη. Τη δύναμη του κεφάλαιου και του κάθε εθνικού κράτους.
Η Κομισιόν απευθύνεται ιταμά στην ελληνική κυβέρνηση και της λέει ότι αδιαφορεί για το Σύνταγμα του ελληνικού κράτους. Το νόημα της σχετικής αναφοράς είναι το εξής: μπορείτε να κρατήσετε το Σύνταγμά σας σαν διακοσμητικό στοιχείο, φτάνει να είναι ανενεργό. Δηλαδή, να μην υπάρχει ο εκτελεστικός νόμος. Το ίδιο ακριβώς λένε οι Πασόκοι, με επικεφγαλής τον «πολύ» Βενιζέλο, ο οποίος αδειάζει το φίλο του Παυλόπουλο, μαζί με τον οποίο έφτιαξαν την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, που ψηφίστηκε το 2001. Το πρόβλημα -λέει ο Βενιζέλος- δεν είναι το Σύνταγμα αλλά ο εκτελεστικός νόμος. Δηλαδή, οι Πασόκοι ζητούν να βγει ένας νόμος που δεν θα εφαρμόζει αυτά που υποκριτικά οι ίδιοι έβαλαν στο Σύνταγμα. Το ίδιο θα κάνει τελικά και η κυβέρνηση Καραμανλή. Προς δόξαν της… υπερήφανης Ελλάδας τους.