Στο χειρότερο σημείο από την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων το 1972 έχουν φτάσει το τελευταίο διάστημα οι σχέσεις Κίνας – Ιαπωνίας με αφορμή την έκδοση ενός γιαπωνέζικου σχολικού εγχειρίδιου Ιστορίας, στο οποίο αποσιωπούνται οι μαζικές δολοφονίες και οι βαρβαρότητες σε βάρος του κινέζικου λαού κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής εισβολής και κατοχής κινέζικων εδαφών στη δεκαετία του `30 και `40. Το γεγονός αυτό πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις της Κίνας τις τρεις τελευταίες βδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων έγιναν επιθέσεις σε κτίρια γιαπωνέζικων διπλωματικών αποστολών και επιχειρήσεων, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της γιαπωνέζικης κυβέρνησης. Οι διαδηλώσεις αυτές έχουν προφανώς την κάλυψη και την ενθάρρυνση της κινέζικης κυβέρνησης, που τις χρησιμοποιεί ως μέσο πίεσης στην γιαπωνέζικη κυβέρνηση. Η εφημερίδα του ΚΚΚ «Λαϊκή Ημερήσια» στο φύλλο της περασμένης Δευτέρας (18/4) χαρακτήρισε δικαιολογημένη την έκφραση αντιγιαπωνέζικων αισθημάτων, αλλά αντιπαραγωγικές τις «ακραίες ενέργειες» στην επίλυση των προβλημάτων.
Η γιαπωνέζικη κυβέρνηση απαίτησε από την κινέζικη να ζητήσει συγνώμη για τις επιθέσεις και να αποκαταστήσει τις ζημιές που προκλήθηκαν και η κινέζικη όχι μόνο απέρριψε την απαίτηση αυτή, αλλά απάντησε ότι αν κάποιος πρέπει να ζητήσει συγνώμη είναι η γιαπωνέζικη κυβέρνηση. Οι δύο πλευρές παρέμειναν αμετακίνητες στις θέσεις τους και ύστερα από την τριήμερη επίσκεψη του γιαπωνέζου υπουργού Εξωτερικών στην Κίνα, που ολοκληρώθηκε στις 19 Απρίλη.
Λάδι στη φωτιά έριξε και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ιαπωνίας στις 19 Απρίλη, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση 10 Κινέζων που επέζησαν από τα πειράματα του γιαπωνέζικου μικροβιολογικού πολέμου να αποζημιωθούν από τη γιαπωνέζικη κυβέρνηση. Τα πειράματα αυτά, εξαιτίας των οποίων έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 3.000 άνθρωποι, γίνονταν στην Κίνα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου σε μια ειδική μονάδα που είχαν στήσει οι γιαπωνέζοι κατακτητές, την ύπαρξη της οποίας αναγνωρίζει το Τόκιο. Η μονάδα αυτή, έχει ζητήσει η κινέζικη κυβέρνηση να χαρακτηριστεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως τόπος παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως έγινε με το στρατόπεδο του Αουσβιτς στην Πολωνία και το μνημείο της Ειρήνης στη Χιροσίμα.
Η παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας και η προσβολή της ιστορικής μνήμης του κινέζικου λαού προκάλεσαν δικαιολογημένα το κύμα των διαδηλώσεων το τελευταίο διάστημα, στις οποίες όμως είναι ευδιάκριτος ο εθνικισμός, που τροφοδοτείται από την κυβέρνηση για να τον χρησιμοποιήσει στον ανταγωνισμό της με τον γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό. Ο ανταγωνισμός αυτός για τον έλεγχο των ενεργειακών και άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών και την ηγεμονία στην Ασία είναι η βασική αιτία για την κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις Κίνας – Ιαπωνίας.
Οι δύο χώρες κατέχουν τη δεύτερη και τρίτη θέση στον κόσμο στην κατανάλωση πετρελαίου και αναγκάζονται να κάνουν τεράστιες εισαγωγές καυσίμων. Γι’ αυτό και η θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, όπου εκτιμάται ότι υπάρχουν μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου, έχει γίνει το «μήλον της έριδος». Τα όρια των χωρικών υδάτων είναι αμφισβητούμενα, ενώ και οι δύο πλευρές διεκδικούν νησιά που βρίσκονται στην αμφισβητούμενη ζώνη.
Πριν από λίγες μέρες το Τόκιο αποφάσισε να εκχωρήσει σε ιαπωνικές εταιρίες τα δικαιώματα έρευνας και εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου στη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, στο ίδιο σημείο που κάνουν έρευνες και οι Κινέζοι. Το Πεκίνο έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα ανεχτεί την ανάμειξη της Ιαπωνίας, ενώ το Τόκιο κατηγορεί την Κίνα ότι καταπατεί την αμφισβητούμενη ζώνη και ότι τα πιθανά κέρδη πρέπει να μοιραστούν.
Παράλληλα, η Ιαπωνία εκφράζει όλο και πιο έντονα την ανησυχία της για τη μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της κινέζικης στρατιωτικής μηχανής, ενώ η ίδια συνεχίζει βαθμιαία να διευρύνει το στρατιωτικό της ρόλο και να ενισχύει τη στρατηγική συμμαχία της με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Συμπεριλαμβάνεται στις χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο, ενώ η συμμετοχή της στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δεν αποσκοπεί μόνο να ικανοποιήσει τους αμερικάνους συμμάχους της, αλλά εκφράζει την επιθυμία της να αναβαθμίσει το ρόλο της στη διεθνή σκηνή. Από την άλλη, η Κίνα έχει δύο άσους στο μανίκι της. Το δικαίωμα του βέτο, ως ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει για να μπλοκάρει την αίτηση της Ιαπωνίας να γίνει μόνιμο μέλος, με την ευκαιρία της επικείμενης διεύρυνσης του Συμβουλίου σε 24 μόνιμα μέλη. Και την πρόσφατη συμφωνία «στρατηγικής συνεργασίας» με την Ινδία, με την οποία δένει και ενισχύεται ο άξονας Ρωσίας – Ινδίας – Κίνας, που λειτουργεί ως αντίβαρο στην πολιτική ΗΠΑ – Ιαπωνίας να διευρύνουν τις συμμαχίες και την επιρροή τους στην Ασία.
Σε σοβαρό αγκάθι στις σχέσεις Κίνας – Ιαπωνίας έχει εξελιχθεί και το ζήτημα της Ταϊβάν, την οποία πρόσφατα απείλησε με πόλεμο η κινέζικη κυβέρνηση αν επιχειρήσει να ανακηρυχθεί και τυπικά ανεξάρτητο κράτος. Η Ιαπωνία για πρώτη φορά τάχθηκε ανεπιφύλακτα με τις αμερικάνικες θέσεις σε κοινή δήλωση με τις ΗΠΑ.
Και οι δύο ανταγωνιστές διαθέτουν ισχυρά χαρτιά, διευρύνουν και ενισχύουν τις συμμαχίες τους και ακονίζουν τα μαχαίρια τους για να κερδίσουν έδαφος η μια σε βάρος της άλλης στο νέο συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται στην Ασία.