Οι μεγαλύτερες και βιαιότερες αντιαμερικάνικες διαδηλώσεις από την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν έγιναν την περασμένη βδομάδα στο Αφγανιστάν, ύστερα από το δημοσίευμα του αμερικάνικου περιοδικού «Νιούσγουικ» που αποκάλυπτε ότι οι ανακριτές στο Γκουαντανάμο βεβήλωσαν το κοράνι τοποθετώντας το στην τουαλέτα και σε μια περίπτωση ρίχνοντάς το μέσα στη λεκάνη, για να πιέσουν τους κρατούμενους και να κάμψουν το ηθικό τους.
Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στις 10 του Μάη στην πόλη Τζαλαλαμπάντ στο ανατολικό Αφγανιστάν και επεκτάθηκαν τις επόμενες μέρες σε άλλες μικρότερες πόλεις στο ανατολικό και στο βόρειο Αφγανιστάν, στην Καμπούλ καθώς και στις πακιστανικές πόλεις Πεσαβάρ και Κουέτα, που βρίσκονται κοντά στα αφγανικά σύνορα. Με κυρίαρχο το σύνθημα «θάνατος στην Αμερική», εξοργισμένοι διαδηλωτές επιτέθηκαν στο πακιστανικό προξενείο και σε κτίρια που στεγάζουν τις αποκαλούμενες ανθρωπιστικές οργανώσεις, υπηρεσίες του ΟΗΕ και διπλωματικές αποστολές, πολλά από τα οποία πυρπολήθηκαν ή λεηλατήθηκαν, με αποτέλεσμα σ’ αυτά να προκληθούν ζημιές εκατομμυρίων δολαρίων. Από τα πυρά της αστυνομίας σκοτώθηκαν συνολικά 16 και τραυματίστηκαν τουλάχιστον 120 διαδηλωτές. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαδηλώσεις που έγιναν στην Καμπούλ, στις οποίες συμμετείχαν και πολλοί φοιτητές, πήραν πολιτικό χαρακτήρα και ένα από τα κυρίαρχα αιτήματα ήταν να μην προχωρήσει η κυβέρνηση Καρζάι σε συμφωνία μόνιμης παραμονής των αμερικάνικων βάσεων στη χώρα.
Οι βίαιες αντιαμερικάνικες διαδηλώσεις φαίνεται ότι αιφνιδίασαν και προκάλεσαν σοβαρές ανησυχίες στην κυβέρνηση Καρζάι και τους αμερικάνους πάτρωνές της για πολλούς λόγους.
Κατ’ αρχήν, διέλυσαν την πλαστή εικόνα της συναίνεσης ή έστω της ανοχής της αφγανικής κοινωνίας στην αμερικάνικη κατοχή. Προκάλεσαν τριγμούς στο πολιτικό σκηνικό «μετάβασης στη δημοκρατία» που προσπαθούν να στήσουν οι Αμερικάνοι με τις προεδρικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν και τις βουλευτικές εκλογές του ερχόμενου Σεπτέμβρη.
Οπως φαίνεται, οι διαδηλώσεις αυτές δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά έκρηξη της συσσωρευμένης λαϊκής οργής. Σε συνδυασμό με τις σφοδρές πολύωρες συγκρούσεις μεταξύ αμερικάνων και αφγανών στρατιωτών και ισλαμιστών μαχητών που σημειώνονται στο Αφγανιστάν από την 1η του Μάη δημιουργούν προβλήματα στα σχέδια των Αμερικάνων να μονιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στο Αφγανιστάν. Με τις στρατιωτικές βάσεις στο Αφγανιστάν, στο Ουζμπεκιστάν και στο Κιρζιζστάν, οι Αμερικάνοι κυκλώνουν την πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου ζώνη που εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Κεντρική Ασία, βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από το Ιράν και στενεύουν τον κλοιό γύρω από την Κίνα και τη Ρωσία. Η κυβέρνηση Καρζάι έχει ήδη προχωρήσει σε συμφωνία «στρατηγικής συνεργασίας» με τις ΗΠΑ, η οποία προβλέπει τη μόνιμη παραμονή των αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στο Αφγανιστάν και απομένει η επικύρωση της από τη βουλή που θα εκλεγεί από τις εκλογές του ερχόμενου Σεπτέμβρη, ενώ το Πεντάγωνο ανακοίνωσε στις 28 Μαρτίου ότι θα δαπανηθούν 83 εκατομμύρια δολάρια στις δύο κύριες αμερικάνικες αεροπορικές βάσεις στο Αφγανιστάν, τη βάση Μπαγκράμ βόρεια της Καμπούλ και τη βάση της Κανταχάρ στο νότιο Αφγανιστάν.
Ο αφγανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι αντιαμερικάνικες διαδηλώσεις, που υποκινήθηκαν από την υποτιθέμενη βεβήλωση του κορανίου στο Γκουαντανάμο, χρησιμοποιήθηκαν από τους «εχθρούς της ειρήνης» για να υπονομεύσουν τις βουλευτικές εκλογές και τη συμφιλίωση με το σκληρό πυρήνα των Ταλιμπάν (εννοεί το πρόγραμμα αμνηστίας). Ομως ακόμη και αν είναι έτσι τα πράγματα, το πρόβλημα, όπως επισημαίνει και ο «Ιντεπέντεντ» (15/5) είναι ότι οι «εχθροί της ειρήνης» βρήκαν ακροατήριο πρόθυμο να τους ακολουθήσει. Παράλληλα, ο αφγανός πρόεδρος, για να κατευνάσει την αυξανόμενη λαϊκή οργή για την τακτική του αμερικάνικου στρατού και τις αντιδράσεις για τη μακρόχρονη παραμονή των αμερικάνικων βάσεων, υποσχέθηκε να «διορθώσει τα λάθη» (τρομάρα του!) που γίνονται από τον αμερικάνικο στρατό, ιδιαίτερα κατά τις έρευνες που γίνονται σε σπίτια στις περιοχές όπου συνεχίζεται η εξέγερση των Ταλιμπάν και οι αδικαιολόγητες συλλήψεις και φυλακίσεις που γίνονται στο Γκουαντάνάμο ή στη βάση Μπαγκράμ, και ζήτησε την επιστροφή των εκατοντάδων αφγανών κρατουμένων στο Γκουαντάναμο.
Από την πλευρά του, ο Λευκός Οίκος προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά αναγκάζοντας το «Νιούσγουικ» να προχωρήσει σε μια αμφιλεγόμενη «διόρθωση» και με τις γνωστές δηλώσεις της Κοντολίζα Ράις περί «σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας». Πιο συγκεκριμένα ο εκδότης του περιοδικού εξέφρασε τη λύπη του για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε και διευκρίνισε ότι το δημοσίευμα του «Νιούσγουικ» βασίστηκε σε μια αξιόπιστη πηγή , σε ένα ανώτερο αξιωματούχο της αμερικάνικης κυβέρνησης, ο οποίος τώρα λέει «ότι δεν είναι βέβαιος αν η ιστορία είναι αληθινή». Ακόμη επισήμανε ότι δεν υπήρξε καμιά αντίδραση από το Πεντάγωνο για 11 μέρες από τη δημοσίευση του περιστατικού, το οποίο, άλλωστε, είχε δημοσιοποιηθεί και παλιότερα από βρετανικά και ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων και από το αραβικό κανάλι «Αλ – Τζαζίρα».