Ιδιο κι απαράλλαχτο με το προσχέδιο νόμου ως προς την ουσία του, με επουσιώδεις αλλαγές, αλλά και με προσθήκες σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση, όσον αφορά τις ρυθμίσεις που διαμορφώνουν κλίμα πειθάρχησης και αυταρχισμού και τις διατάξεις που προωθούν τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη λειτουργία των Πανεπιστημίων, το νομοσχέδιο της Διαμαντοπούλου, κατατέθηκε τελικά στη Βουλή, για να ψηφιστεί σύμφωνα με την κυβερνητική απόφαση μέχρι το τέλος Αυγούστου. Στραπατσαρίστηκαν έτσι οι προσδοκίες των «προθύμων» -μεταξύ των οποίων και η φιλοκυβερνητική ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ, που τώρα παριστάνει την απατημένη σύζυγο- ότι το υπουργείο Παιδείας θα έστηνε ευήκοον ους στις ανησυχίες και τις προτάσεις τους. Από την εισηγητική ακόμη έκθεση, ανάγλυφες προβάλλουν οι προσδοκίες της δοσιλογικής κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας, να μετατρέψουν τα Πανεπιστήμια σε χώρους απλής κατάρτισης για τους πολλούς, με πυρήνες «αριστείας» για την ελίτ, σε δομές που προσιδιάζουν σε εταιρίες, που αγωνιούν για την προσέλκυση φοιτητών-πελατών και λειτουργούν σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς. Εκεί παραπέμπει η δυνατότητα των ελληνικών ιδρυμάτων «να προσελκύσουν αλλοδαπούς φοιτητές και να λειτουργήσουν ως πόλοι αριστείας» και η «φιλοδοξία» το νομοσχέδιο «να επιταχύνει τις διαδικασίες επιτυχούς και αποτελεσματικής ενσωμάτωσης των ελληνικών ΑΕΙ στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας», όταν γνωρίζουμε τον καταστροφικό ρόλο της Μπολόνια στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, που προσέτρεξαν, μέσω των κατευθύνσεών της, να ανταγωνιστούν τα αμερικανικά πρότυπα. Είναι πασιφανής ακόμη η προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας να «πείσει» ότι το νομοσχέδιο-έκτρωμα είναι ευθυγραμμισμένο με τις συνταγματικές επιταγές, ιδίως ως προς τη θεμελιώδη αρχή της «πλήρους αυτοδιοίκησης», αλλά και ως προς αυτές της δωρεάν Παιδείας, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ, μετά το πυρ ομαδόν που δέχτηκε από συνταγματολόγους και νομικούς.
Οι σημαντικότερες αλλαγές-προσθήκες που περιέχει το νομοσχέδιο είναι οι εξής:
– Αρθρο 3: Το πανεπιστημιακό άσυλο εξαϋλώνεται πλήρως. Για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία περί τούτου, στο νομοσχέδιο, εκτός από την κραυγαλέα απουσία αναφοράς του συγκεκριμένου όρου, δίπλα στην αοριστία της «κατοχύρωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην έρευνα και τη διδασκαλία» και «της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών» και στην τρομοκρατική προειδοποίηση ότι «η διαφύλαξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας ορίζεται από τον Οργανισμό», προστίθεται παράγραφος που αναφέρει ότι «Σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία». Κοντολογίς, οι κάθε λογής κινητοποιήσεις των φοιτητών, οι καταλήψεις, οι απεργίες του εκπαιδευτικού προσωπικού, που παρεμποδίζουν την «εύρυθμη» και «απρόσκοπτη» λειτουργία των ΑΕΙ (δηλαδή την ελευθερία των απεργοσπαστών και των κάθε λογής λαμόγιων και επίορκων πανεπιστημιακών καθηγητών να ασκούν δραστηριότητες -π.χ. έρευνα- προς ίδιον όφελος και όφελος επιχειρήσεων και μηχανισμών ή να παίρνουν αποφάσεις, που δυναμιτίζουν το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα των Πανεπιστημίων, σύμφωνα με τις κυβερνητικές επιταγές) θεωρούνται «αξιόποινες», εγκληματικές πράξεις και επιτρέπουν χωρίς καμιά αναστολή και προειδοποίηση στις δυνάμεις καταστολής να μπουκάρουν στους πανεπιστημιακούς χώρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισηγητική έκθεση το θεωρεί αυτό «αυτονόητο». Και σπεύδει να δικαιολογήσει την προσθήκη αυτή, που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την πλήρη κατάλυση του ασύλου, με το επιχείρημα ότι αυτό «΄΄στέγασε΄΄ παρανομίες κάθε μορφής, επέτρεψε το δημόσιο εξευτελισμό δασκάλων» και «παράλληλα αποτέλεσε άλλοθι και δικαιολογία για την αστυνομία και τις εισαγγελικές αρχές προκειμένου να μην παρεμβαίνουν, ακόμη και όταν διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα».
– Αρθρο 6: Στη Σύγκλητο, που παραμένει διακοσμητικό όργανο, παραχωρείται η πολυτέλεια της «σύμφωνης γνώμης», όσον αφορά στον Εσωτερικό Κανονισμό, όταν είναι γνωστό ότι η κατάρτιση και η έγκρισή του γίνεται από το πανίσχυρο Συμβούλιο διοίκησης.
– Αρθρα 8, 9: Η θητεία του πρύτανη, του διορισμένου από το Συμβούλιο, ο οποίος σημειωτέον έχει αυξημένες αρμοδιότητες και μπορεί να προέρχεται και από άλλο Πανεπιστήμιο, ακόμη και του εξωτερικού, επιμηκύνεται και γίνεται τετραετής από τριετής που ήταν στο προσχέδιο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κοσμήτορα, ο οποίος εκλέγεται από το Συμβούλιο και διορίζεται από τον διορισμένο πρύτανη.
– Αρθρο 8: Επουσιώδη αλλαγή συνιστά η αύξηση του αριθμού των μελών του Συμβουλίου στα μικρά Πανεπιστήμια από 9 που ήταν στο προσχέδιο σε 11 (5 εσωτερικά, 5 εξωτερικά και 1 φοιτητής).
– Αρθρο 5: Σημαντικότατη αλλαγή είναι η προσθήκη ότι μέσω του Οργανισμού, που καταρτίζεται από το Συμβούλιο, καθορίζονται «η δυνατότητα, οι όροι και η διαδικασία κατάταξης αποφοίτων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) και πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε προγράμματα σπουδών του ιδρύματος, και, προκειμένου για την κατάταξη πτυχιούχων ΑΕΙ, και για την αναγνώριση πιστωτικών μονάδων». Είναι η πρώτη φορά που νόμος δίνει τη δυνατότητα σε απόφοιτους μη τυπικής εκπαίδευσης (τα ΙΕΚ είναι η αρχή, όπως θα δούμε στη συνέχεια με άλλη παρεμφερή διατύπωση, που περιέχεται στο άρθρο 32, παράγραφος 3 του νομοσχέδιου) να εγγράφονται στα Πανεπιστήμια, κάνοντας χρήση του δικαιώματος «μεταφοράς των πιστωτικών μονάδων», καθιστώντας απολύτως σαφές ότι η εκπαίδευση ταυτίζεται πια με την κατάρτιση. Πρόκειται για την πλήρη εφαρμογή της κακόφημης διακήρυξης της Μπολόνια, που ορίζει ότι η μεταφορά των πιστωτικών μονάδων αφορά όλες τις δομές και μορφές τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης, ακόμη και τις δεξιότητες και «γνώσεις» που αποκτώνται μέσω της εμπειρίας. Η ρύθμιση αυτή κραυγάζει για την τεράστια υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών που επιχειρείται με το νομοσχέδιο. Οπως είπαμε αμέσως παραπάνω, η ρύθμιση αυτή συμπληρώνεται με την πρόβλεψη ότι «στα προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου ενός ιδρύματος μπορούν να περιλαμβάνονται με την αναγνώριση των αντίστοιχων πιστωτικών μονάδων, και μαθήματα που παρέχονται από σχολές άλλων ιδρυμάτων, όπως ορίζεται στους Οργανισμούς των ιδρυμάτων αυτών», ενώ η αρχική διατύπωση του προσχέδιου αναφέρονταν σε προγράμματα σπουδών «του ιδίου ή άλλου ΑΕΙ».
– Αρθρο 32: Στο ίδιο μήκος κύματος με την παραπάνω ρύθμιση είναι και η αναφορά-προσθήκη για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Μεταξύ των μαθησιακών αποτελεσμάτων και προσόντων που περιγράφονται ότι αποκτώνται μέσω του προγράμματος σπουδών και των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και πρακτικών ασκήσεων, περιλαμβάνεται και «το επίπεδο των προσόντων σε αντιστοίχησή του με εκείνα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων Διά Βίου Μάθησης και του Πλαισίου Προσόντων του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης». Είναι γνωστό ότι στο υπό κατάρτιση Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, που θα δημιουργηθεί κατ’ αντιστοιχίαν του Ευρωπαϊκού, όλων των ειδών τα πτυχία, οι πιστοποιήσεις, οι βεβαιώσεις, τα διπλώματα, κ.λπ., ακόμα και η εμπειρία που αποκτάται από την εργασία, μπαίνουν σ’ ένα γουδί κι αλέθονται, διαμορφώνοντας τα «προσόντα» με τα οποία ο εργαζόμενος μεταπηδά από το ένα επίπεδο στο άλλο, μέσω της φάμπρικας των επανακαταρτίσεων και της συλλογής «χαρτιών», προσδοκώντας να βρει μια θέση στην αγορά εργασίας.
– Αρθρο 7: Με μια κουτοπόνηρη διατύπωση επιχειρείται να παρουσιαστεί ότι το νομοσχέδιο συμμορφώθηκε με την πεποίθηση των πρυτάνεων και των Πανεπιστημίων, να μην καταργηθεί το Τμήμα ως βασική ακαδημαϊκή μονάδα οργάνωσης της συνεκτικότητας της επιστήμης. Επαναλαμβάνεται ότι η Σχολή αποτελεί τη βασική διοικητική και ακαδημαϊκή μονάδα, που εποπτεύει τη λειτουργία των προγραμμάτων σπουδών και «αναθέτει την υλοποίησή τους σε τμήματα». Αμέσως, όμως, παρακάτω διευκρινίζεται ότι ως τμήμα ορίζεται «το σύνολο των καθηγητών που διδάσκουν σε ένα πρόγραμμα σπουδών», χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στο γνωστικό επιστημονικό περιεχόμενο. Πρόκειται δηλαδή για μια οφθαλμαπάτη, που διατηρεί κατ’ όνομα το τμήμα, ενώ ρευστοποιεί τις σπουδές.
– Αρθρο 16: Καταργείται η πρόβλεψη του προσχέδιου για τους καθηγητές πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, τη στιγμή που διατηρούνται ανέπαφες όλες οι μορφές ελαστικής εργασίας στο Πανεπιστήμιο (εντεταλμένοι διδασκαλίας, επισκέπτες καθηγητές, επισκέπτες μεταδιδακτορικοί ερευνητές, ομότιμοι καθηγητές). Η μεγαλύτερη αφοσίωση που μπορεί να επιδείξει ένας διδάσκων στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, που υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται για την προαγωγή της επιστήμης και της έρευνας σε όφελος του λαού, περιγράφεται με τον όρο της απλής «πλήρους απασχόλησης». Για να απαλλαγεί το αστικό κράτος από το βάρος των αυξημένων δαπανών που απαιτεί η πλήρης και αποκλειστική εργασία των πανεπιστημιακών, να διευκολύνονται οι πανεπιστημιακοί, που δεν τιμούν στο μέγεθος που οφείλουν το δημόσιο χαρακτήρα των ιδρυμάτων στα οποία υπηρετούν, να αποκτούν πρόσθετα έσοδα είτε συνεργαζόμενοι στενά με καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε σε βάρος της τσέπης των εργαζόμενων και τελικά να προωθείται και δι’ αυτής της ρύθμισης η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των δημόσιων Πανεπιστημίων. Μόνο ως εμπαιγμό μπορούμε να θεωρήσουμε τη δικαιολογία που προβάλλεται στην εισηγητική έκθεση ότι «η δυνατότητα των καθηγητών για άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκτός του ΑΕΙ, έχει ως αποτέλεσμα την αμφίδρομη επικοινωνία και μεταφορά γνώσης μεταξύ των ΑΕΙ και του ευρύτερου εξωτερικού περιβάλλοντος»! Για την ιδιωτικοποίηση πλευρών του δημόσιου Πανεπιστήμιου απαραίτητες κρίνονται και οι διευκρινήσεις (άρθρο 16, παράγραφοι 6,7) ότι οι επισκέπτες μεταδιδακτορικοί ερευνητές, όπως και οι ομότιμοι καθηγητές, που απασχολούνται σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, αμείβονται με ίδιους πόρους των Ιδρυμάτων. Από ίδιους πόρους προέρχονται και οι δαπάνες για τη μετακίνηση και διαμονή των εξωτερικών μελών των εκλεκτορικών σωμάτων (άρθρο 19), όπως επίσης και οι πρόσθετες παροχές στους καθηγητές που διακρίνονται για τις ερευνητικές ή εκπαιδευτικές τους επιδόσεις (άρθρο 22), ή οι παροχές για την προσέλκυση καθηγητών της αλλοδαπής (άρθρο 22), καθώς και οι πηγές χρηματοδότησης προγραμμάτων που οργανώνονται με τη συνεργασία Πανεπιστημίων της ημεδαπής και αλλοδαπής (άρθρο 41). Το τραγικό είναι ότι όλες οι παραπάνω δραστηριότητες επιβάλλονται κατ’ ουσίαν στα Πανεπιστήμια, αφού αποτελούν στοιχεία της αξιολόγησης και πιστοποίησής τους.
– Αρθρο 30: Στη διάρθρωση των σπουδών σε τρεις κύκλους (ο πρώτος, προπτυχιακός διάρκειας 3 ετών) κατά το πρότυπο της Μπολόνια, κρίθηκε σκόπιμο να μπουν οι εξής διευκρινήσεις: Η πρώτη αφορά την έκδοση του ΠΔ που ορίζει το σύνολο των πιστωτικών μονάδων που απαιτούνται για την απονομή τίτλου σπουδών. Σύμφωνα με τη νέα διατύπωση, τη σχετική εισήγηση κάνουν οι διορισμένοι πρυτάνεις, οι κοσμητείες και η Αρχή της Διασφάλισης της Ποιότητας (ΑΔΙΠ) των οικείων σχολών και η απόφαση για το σύνολο των απαιτούμενων πιστωτικών μονάδων, βάσει του οποίου καθορίζεται ο χρόνος σπουδών, δεσμεύει όλα τα ομοειδή προγράμματα σπουδών. Ετσι, π.χ. δε μπορεί να υπάρξει τμήμα Φυσικής που να απαιτεί 3 χρόνια σπουδών, ενώ σε άλλο Πανεπιστήμιο το αντίστοιχο τμήμα να απαιτεί 4 χρόνια σπουδών. Η διευκρίνιση αυτή, βέβαια, είναι άνευ ουσίας, αν πάρει κανείς υπόψη του την προέλευση, το ποιόν και τη σύνθεση των παραγόντων που κάνουν τη σχετική εισήγηση στο υπουργείο Παιδείας, όπως επίσης και τη ρήτρα που μπαίνει αμέσως παρακάτω, ότι για την οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνονται «υπόψη και οι αντίστοιχες εξελίξεις σε κάθε επιστημονικό πεδίο, στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης», όπου κάνει θραύση η Μπολόνια, αλλά και τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του νομοσχέδιου ότι στόχος είναι η «αποτελεσματική ενσωμάτωση» των ελληνικών ΑΕΙ στο Χώρο αυτό. Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά τον τίτλο σπουδών που απονέμεται με το πέρας της παρακολούθησης του σύντομου κύκλου (διάρκειας 1-2 ετών), που έχουν δικαίωμα να οργανώνουν τα Πανεπιστήμια, χορεύοντας στο ρυθμό των ποικιλόμορφων καταρτίσεων και της απάτης της διά βίου μάθησης, αποκομίζοντας έσοδα για την επιβίωσή τους. Διευκρινίζεται, λοιπόν, ότι αυτός ο τίτλος σπουδών «δεν είναι ισότιμος με τίτλο σπουδών πρώτου κύκλου». Και πάλι, όμως, η διευκρίνιση είναι άνευ ουσιαστικής αξίας, όταν έχει μπει μπροστά το Ενιαίο Πλαίσιο Προσόντων, με το γενικό ανακάτωμα πτυχίων, πιστοποιήσεων, βεβαιώσεων και τα ρέστα.
– Αρθρο 33, Μεταβατικές διατάξεις-άρθρο 80: Για τους φοιτητές, το νομοσχέδιο επιφυλάσσει εξαιρετικά δυσάρεστες «εκπλήξεις», που συμπληρώνουν τις ιδιαίτερα σκληρές ρυθμίσεις του προσχέδιου. Αφού μείνει αμετακίνητο ως προς τις προϋποθέσεις διατήρησης της φοιτητικής ιδιότητας (ανώτατος χρόνος σπουδών ίσος με ν+2 έτη και για τους «αποδεδειγμένα εργαζόμενους» 2ν έτη, διαγραφή σε περίπτωση μη εγγραφής σε δυο συνεχόμενα εξάμηνα), στις οποίες προσθέτει τώρα ένα άρωμα «επιείκειας», με τη ρύθμιση για διακοπή της φοίτησης σύμφωνα με προβλεπόμενα (διαδικασία, δικαιολογητικά, μέγιστος χρόνος διακοπής) στον Οργανισμό (άρθρο 33), περνά με τις μεταβατικές ρυθμίσεις (άρθρο 80) σε εκκαθαρίσεις και γενοκτονία των ήδη φοιτούντων. Το υπουργείο Παιδείας βιάζεται να ξεμπερδέψει με τους φοιτητές που θεωρεί «αιώνιους», ώστε να μεγαλώσει την πίτα των νέων φοιτητών-πελατών. Προβλέπει, λοιπόν, ότι χάνουν «αυτοδικαίως» τη φοιτητική τους ιδιότητα α) με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2013-2014, οι φοιτητές που στο τέλος του 2011-2012 έχουν συμπληρώσει φοίτηση διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των 2ν+1 ετών που απαιτούνται για τη λήψη του πτυχίου, σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών, β) με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2014-2015, οι φοιτητές που στο τέλος του 2011-2012 έχουν συμπληρώσει φοίτηση διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των ν+2 ετών γ) με τη λήξη του 2011-2012, οι φοιτητές που έχουν συμπληρώσει φοίτηση διάρκειας μικρότερης από αυτήν της περίπτωσης β όταν συμπληρώσουν φοίτηση διάρκειας ίσης με 2ν έτη. Σε όλες τις περιπτώσεις, η συνέχιση ή μη των σπουδών, καθώς και οι προϋποθέσεις συνέχισης (π.χ. δίδακτρα) εξαρτώνται από τα οριζόμενα στον Οργανισμό των Πανεπιστημίων.
– Αρθρο 37, Μεταβατικές διατάξεις-άρθρο 80: Η διατύπωση που τελικά επιλέχθηκε για τα συγγράμματα, στο άρθρο 37, αφήνει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο να καταργηθούν τα έντυπα συγγράμματα (που εξασφάλιζαν ένα μίνιμουμ δωρεάν Παιδείας) και από φέτος, καθώς προβλέπεται ότι με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως «ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη διάθεση στους φοιτητές των ηλεκτρονικών σημειώσεων και των ηλεκτρονικών βιβλίων». Στη συνέχεια, στις μεταβατικές διατάξεις προβλέπεται ότι έως και το 2013-2014 θα συντάσσεται λίστα δωρεάν διανομής έντυπων συγγραμμάτων, από την οποία οι φοιτητές θα μπορούν να επιλέγουν αριθμό συγγραμμάτων ίσο με τον αριθμό των υποχρεωτικών και επιλεγόμενων μαθημάτων. Πλην, όμως, καθορίζεται ότι απαιτείται υπουργική απόφαση (που μπορεί π.χ. και να μην εκδοθεί αφού η βασική διάταξη του άρθρου 37 δεν περιέχει καμιά απολύτως χρονική δέσμευση), που θα καθορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, διευκρινίζεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου, καταργείται η δωρεάν χορήγηση έντυπων συγγραμμάτων σε φοιτητές που παρακολουθούν πρόγραμμα σπουδών για τη λήψη δεύτερου πτυχίου και σ’ αυτούς που παρακολουθούν μαθήματα για δεύτερη φορά, για τα οποία τους έχει ήδη χορηγηθεί δωρεάν σύγγραμμα.
– Αρθρο 60: Στα Γραφεία καινοτομίας και διασύνδεσης, και με τα οποία καλλιεργείται το αλισβερίσι με τις επιχειρήσεις, γίνονται οι απαραίτητες διαφωτιστικές προσθήκες. Σκοπός του Γραφείου είναι «να προωθεί την επικοινωνία και τη συνεργασία των ερευνητών και μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας με παραγωγικούς φορείς», να «οργανώνει την πρακτική άσκηση των φοιτητών» (να εξασφαλίζει δηλαδή τσάμπα εργατικό δυναμικό για το κεφάλαιο) να «οργανώνει σεμινάρια, διαλέξεις, συμβουλευτική, επαφές με μέντορες για τους φοιτητές και αποφοίτους του ιδρύματος» (από τα πανεπιστημιακά θρανία στα καπιταλιστικά κάτεργα, αν έχει ο φοιτητής τα «απαραίτητα» προσόντα).
– Αρθρο 75: Επιβεβαιώνεται η πεποίθηση ότι οι ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής απαιτούν περισσότερα «χέρια» και λιγότερα στελέχη. Τα στελέχη που θα επανδρώνουν τα σημαντικά πόστα των επιχειρήσεων και των μηχανισμών του αστικού κράτους σε όλα τα επίπεδα εξουσίας, θα αποφοιτούν από τα Κέντρα Αριστείας. Που μπορεί να είναι και ολόκληρα Πανεπιστήμια (όπως τα ιδιωτικά ξακουστά Πανεπιστήμια της Αμερικής). Στο νομοσχέδιο γίνεται λόγος για ΑΕΙ που θα αναδεικνύονται ως Κέντρα Αριστείας και όχι απλά για ακαδημαϊκές μονάδες που ανέφερε το προσχέδιο. Εκεί, προφανώς, θα κατευθύνεται και η μερίδα του λέοντος της κρατικής χρηματοδότησης, αφού αυτή συνδέεται καθαρά με την αξιολόγηση. Τα άλλα Πανεπιστήμια απλώς θα μαραζώνουν.
– Αρθρο 76: Με τις μεταβατικές διατάξεις επιχειρείται να μπει το μαχαίρι στο λαιμό των Πανεπιστημίων και να υποκύψουν στις επιταγές της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας. Καθορίζονται ασφυκτικές προθεσμίες για την εφαρμογή του νόμου, για τη μετάλλαξη του DNA των ιδρυμάτων. Η όλη διαδικασία συγκρότησης του Συμβουλίου πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως τις 16-1-2012, ως την 1-9-2012 να συγκροτηθεί η νέα Σύγκλητος και να αναλάβει καθήκοντα, ως τις 31-12-2012 να υποβληθούν οι προτάσεις για την έγκριση των Οργανισμών, ως την 1-2-2012 το Συμβούλιο να ξεκινήσει τη διαδικασία για την εκλογή του νέου πρύτανη. Πάνω από τα Πανεπιστήμια πλανάται ξεκάθαρη η τρομοκρατική απειλή: σε περίπτωση που παρέλθουν «άπρακτες οι προθεσμίες» από 1-9-2012 «αναστέλλεται η επιπλέον της βασικής χρηματοδότησης (σ.σ. αυτής δηλαδή που επαρκεί απλά για φως, νερό, τηλέφωνο κατά το κοινώς λεγόμενο) του ιδρύματος».
Η στόχευση της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών, που επιτυγχάνει ταυτόχρονα τη μείωση των κονδυλίων που απαιτούνται για την προσφορά υψηλής ποιότητας επιστημονικής γνώσης, η λειτουργία των ιδρυμάτων υπό τη μορφή εταιριών, η κατάργηση ακόμη κι αυτών των εναπομεινάντων ψηγμάτων δωρεάν Παιδείας έχουν την αποτύπωσή τους στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνοδεύει το νομοσχέδιο. Στην «εξοικονόμηση δαπάνης» επί του κρατικού προϋπολογισμού, αναφέρονται χαρακτηριστικά οι εξοικονομήσεις δαπανών από την:
– «δυνατότητα διορισμού καθηγητή της αλλοδαπής για έξι μήνες, χωρίς να λαμβάνουν αμοιβή από το ίδρυμα της ημεδαπής»
– «καθιέρωση τριετών και διετών προγραμμάτων σπουδών»
– «διάθεση ηλεκτρονικών σημειώσεων και βιβλίων ελεύθερης πρόσβασης στους φοιτητές, η οποία εκτιμάται στο ποσό των 20.000.000 ευρώ περίπου από το οικονομικό έτος 2014 και μετά»
– «οργάνωση προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για τα οποία καταβάλλονται δίδακτρα».
Ως ευεργετήματα δε αναφέρονται «η μείωση της σπατάλης και αύξηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας», «η αποτελεσματικότερη και ορθολογικότερη διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας» των ιδρυμάτων (σ.σ. τη διαχειρίζεται το ΝΠΙΔ που δημιουργείται σε κάθε Πανεπιστήμιο, κατά το πρότυπο της εταιρίας ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας), «η κατανομή των πιστώσεων και η χρηματοδότηση των ΑΕΙ», που συνδέεται πια με την αξιολόγηση, επιφέροντας την «πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των δημοσίων δαπανών», οι προγραμματικές συμφωνίες με την πολιτεία που εμπεριέχουν δείκτες και κριτήρια, η «προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών με δίδακτρα», η «προώθηση της σύνδεσης των ΑΕΙ με τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες», η δυνατότητα των ελληνικών επιχειρήσεων «να έχουν σημαντικά οφέλη με τη δυνατότητα εύρεσης άριστα καταρτισμένου στελεχιακού και επιστημονικού δυναμικού, που να ανταποκρίνεται στις παραγωγικές ανάγκες τους», κ.λπ.
Γιούλα Γκεσούλη