Ο Αρειος Πάγος έβγαλε πρόσφατα μια απόφαση με την οποία ανατρέπει την πάγια νομολογία δεκαετιών. Με την απόφαση αυτή επιτρέπει να χαρακτηρίζεται μια σύμβαση ως σύμβαση μίσθωσης έργου, ακόμα και αν αυτή υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία. Δηλαδή, όταν ένας εργοδότης (η συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε συμβασιούχους του Δημόσιου), απασχολεί έναν εργαζόμενο στο χώρο του, με σταθερό ωράριο, εβδομαδιαίο και μηνιαίο χρόνο εργασίας, αλλά για να μην του πληρώσει δώρα, επίδομα άδειας και αποζημίωση απόλυσης, κάνει μαζί του μια μαϊμού «σύμβαση έργου», θα θεωρείται πλέον απόλυτα νόμιμος, ενώ μέχρι τώρα η νομολογία δικαίωνε τον εργαζόμενο.
Σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να αναλύσει τη συγκεκριμένη απόφαση, η οποία άλλωστε δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη ανάλυση. Αφετηρία για παραπέρα σκέψεις είναι αυτή η προκλητική απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία πέρασε στο ντούκου, όπως και πολλά άλλα που γίνονται στις μέρες μας και γκρεμίζουν το ένα μετά το άλλο μικρά αναχώματα της αυθαιρεσίας των καπιταλιστών (κράτους και ιδιωτών), που χτίστηκαν με αγώνες και αίμα δεκαετιών εργατικής αντίστασης.
Αυτό είναι το θέμα μας, για μια ακόμη φορά. Το γκρέμισμα κατακτήσεων, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Χωρίς πολλές φορές να γίνει κουβέντα, φασαρία, όπως εν προκειμένω με την απόφαση του Αρείου Πάγου. Είναι ο δυσμενής συσχετισμός, λένε.
Μόνο που αυτή η διαπίστωση δεν έχει νόημα, εκτός αν πρόκειται για την αναπαραγωγή ενός κλίματος μοιρολατρίας και ωχαδερφισμού. Ναι, ο συσχετισμός είναι αυτή τη στιγμή δυσμενής, αρνητικός, σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, όμως αυτό έχει τις αιτίες του. Κι αν δεν συζητήσουμε γι’ αυτές τις αιτίες δεν μπορούμε να σκεφτούμε καν ότι μπορεί αυτός ο δυσμενής συσχετισμός ν’ αρχίσει να ανατρέπεται.
Μόνο που αυτή η διαπίστωση δεν έχει νόημα, εκτός αν πρόκειται για την αναπαραγωγή ενός κλίματος μοιρολατρίας και ωχαδερφισμού. Ναι, ο συσχετισμός είναι αυτή τη στιγμή δυσμενής, αρνητικός, σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, όμως αυτό έχει τις αιτίες του. Κι αν δεν συζητήσουμε γι’ αυτές τις αιτίες δεν μπορούμε να σκεφτούμε καν ότι μπορεί αυτός ο δυσμενής συσχετισμός ν’ αρχίσει να ανατρέπεται.
Λένε πως οι ηγεσίες των συνδικάτων είναι πουλημένες. Σωστά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό που έγινε πολύ πρόσφατα με την απεργία των ναυτεργατών. Αλλά και με τις εκατοντάδες εργατών που απολύθηκαν, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Αρκεί, όμως, να λέμε ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι πουλημένη; Από πού αντλεί τη νομιμοποίησή της; Μόνο από την εύνοια του αστικού πολιτικού συστήματος ή και από την ψήφο ή την αδιαφορία των εργαζόμενων; Από πότε έχουμε να δούμε προσπάθεια σχετικής έστω αυτονόμησης εργαζόμενων που βρίσκονται σε κινητοποίηση; Από πότε έχουμε να δούμε εργαζόμενους να βρίζουν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, να συγκρούονται μαζί τους, να ανοίγουν μέτωπο ταξικό κόντρα στην υποταγή και τη νομιμοφροσύνη;
Το βρισίδι στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και στα αστικά κόμματα λειτουργεί μια χαρά και ως άλλοθι. Ως ηρεμιστικό της συνείδησης, για την αδράνεια του καθένα μας.