Λίγο πριν ο Παναγιωτόπουλος καταθέσει το εργασιακό νομοσχέδιο, ο Πολυζωγόπουλος έκανε μια ύστατη έκκληση «διαλόγου»: Αναβάλτε την κατάθεση του νομοσχέδιου για λίγο -ένα 10ήμερο είναι αρκετό- να γίνει διάλογος, να το συζητήσει και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, να δούμε πώς μπορούμε να το διαμορφώσουμε, και μετά καταθέστε το. Ο Παναγιωτόπουλος δεν δέχτηκε την πρόταση, ο ΣΕΒ «έφτυσε» τη ΓΣΕΕ προσερχόμενος στη συνάντηση που αυτή ζήτησε και το νομοσχέδιο πήρε το δρόμο της Βουλής. Εκτοτε, το βασικό επιχείρημα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι ότι η κυβέρνηση «δεν θέλει τον κοινωνικό διάλογο» και «νομοθετεί μονομερώς και για χάρη μόνο των εργοδοτών».
Ομως, «κοινωνικός διάλογος» γίνεται, έστω κι αν περνάει σε δεύτερο φόντο. Και είναι αυτός ο «κοινωνικός διάλογος» ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά όπλα του Παναγιωτόπουλου που, αν δεν ήταν τόσο αλαζόνας, θα μπορούσε προπαγανδιστικά να τα πάει καλύτερα. «Κοινωνικός διάλογος» γίνεται στην περιβόητη ΟΚΕ (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή), όργανο θεσμικό (υποχρεωτικά πρέπει να εκφέρει «Γνώμη», πριν τη συζήτηση τέτοιων νομοσχεδίων στη Βουλή) , στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι των καπιταλιστών και των εργαζόμενων. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία όχι μόνο δεν αρνήθηκε τη διαδικασία συζήτησης και έκφρασης γνώμης από την ΟΚΕ, αλλά συμμετέσχε ενεργά σ’ αυτή.
Ο Παναγιωτόπουλος έστειλε το νομοσχέδιο στην ΟΚΕ στις 15/7/05 και ζήτησε τη γνωμοδότησή της με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Η ΟΚΕ όχι μόνο δεν αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο υπουργικό αίτημα, αλλά δεν αμφισβήτησε καν τη διαδικασία του κατεπείγοντος, η οποία δεν προέκυπτε από πουθενά. Η ΓΣΕΕ, που ζητούσε αναβολή έστω και δεκαήμερη για να γίνει «διάλογος», δέχτηκε να συνεδριάσει η ΟΚΕ με τη διαδικασία κατεπείγοντος! Ετσι, σε τρεις συνεδριάσεις ολοκλήρωσε τις εργασίες της η ειδική επιτροπή που συνεστήθη από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΟΚΕ, η ΕΕ διαμόρφωσε την εισήγησή της στην Ολομέλεια σε μια συνεδρίαση και η Ολομέλεια δεν χρειάστηκε περισσότερο από μια συνεδρίαση για να καταλήξει στην υπ’ αριθ. 136 Γνώμη της ΟΚΕ, με ημερομηνία 25/7/05, την παραμονή της έναρξης της συζήτησης του νομοσχέδιου στη Βουλή. Ολα έγιναν νομότυπα και με πνεύμα συνεργασίας προς την κυβέρνηση. Ο θεσμός ΟΚΕ για μια φορά ακόμη άρθηκε στο ύψος της ύψιστης αποστολής του, με πλήρη συναίνεση όλων των «κοινωνικών εταίρων».
Στη γενική αξιολόγηση του νομοσχέδιου υπάρχει ένα προοίμιο ύμνος στον «κοινωνικό διάλογο», ψηφισμένο ομόφωνα (δηλαδή, με συμφωνία και της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ):
«Η ΟΚΕ η οποία έχει ως δομικό στοιχείο του ρόλου της τον κοινωνικό διάλογο, επιθυμεί να τονίσει ότι ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι ο υγιής και μακροχρόνια πιο αποδοτικός τρόπος για την πρόληψη, αντιμετώπιση και επίλυση των διαφορών και αντίθετων απόψεων που παρουσιάζονται στην πορεία και εξέλιξη των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Οπως και στο παρελθόν είχε τονίσει (και μάλιστα με την ευκαιρία Σχ/Ν που είχε το ίδιο αντικείμενο), η ΟΚΕ επαναλαμβάνει την ανάγκη σεβασμού των αρχών του κοινωνικού διαλόγου ως αναγκαίου μέσου επίτευξης συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων κατά το σχεδιασμό νομοθετικών αλλαγών των εργασιακών σχέσεων.
Πράγματι τα τελευταία 15-20 χρόνια, έχει καταδειχθεί ότι ο κοινωνικός διάλογος λύνει με ιδιαίτερη επιτυχία τα προβλήματα, συνεισφέρει στην δρομολόγηση και τη διαχείριση των αλλαγών και διευκολύνει την ανάληψη ευθυνών οδηγώντας προοδευτικά στην ανάπτυξη ώριμων σχέσεων μεταξύ των εκπροσώπων της κοινωνίας.
Πρόσφατα η αρνητική εμπειρία της εφαρμογής του κοινωνικού διαλόγου σχετικά με το υπό συζήτηση Σχ/Ν υπογραμμίζει ότι απομένει πολύς δρόμος να διανυθεί για την αναγνώριση της πολυπλοκότητας των αναγκών και της διαφορετικότητας των απόψεων, προτάσεων και λύσεων.
Η ΟΚΕ πιστεύει ότι έχει και τη θεσμική κάλυψη και την ουσιαστική διάθεση να συνεισφέρει σε αυτήν την αναγκαία προσπάθεια». (!!!)
Για τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις (δεύτερο τμήμα του νομοσχέδιου) η Γνώμη είναι ομόφωνα θετική. Σε ό,τι αφορά τις επίμαχες διατάξεις του νομοσχέδιου (υπερωρίες, διευθέτηση) η Γνώμη περιλαμβάνει δυο απόψεις. Η ΟΚΕ δεν αποφασίζει με πλειοψηφίες και μειοψηφίες, αλλά -ως γνωμοδοτικό όργανο- καταγράφει όλες τις απόψεις, χωρίς μάλιστα να αναφέρει ποιοι υποστηρίζουν τη μια και ποιοι την άλλη άποψη. Διαβάζοντας κανείς τις δυο απόψεις για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, καταλαβαίνει αμέσως ότι η μια απηχεί τις απόψεις της ΓΣΕΕ και η άλλη τις απόψεις του ΣΕΒ.
Η άποψη της ΓΣΕΕ (Β’ Αποψη, επειδή συγκέντρωσε λιγότερες ψήφους) είναι η γνωστή: Εχουμε να κάνουμε με «ακραία παρέμβαση του νομοθέτη στις συλλογικές εργασιακές σχέσεις υπέρ των εργοδοτών και σε βάρος των εργαζομένων». Σε ό,τι δε αφορά το διευθυντικό δικαίωμα και τη ρύθμιση των διαφωνιών εργοδότη-εργαζόμενων για τη διευθέτηση, θα έπρεπε να προβλέπεται παραπομπή στη διαιτησία του ΟΜΕΔ. Φυσικά, κάθετη αντίθεση της ΓΣΕΕ στη διευθέτηση, άρνησή της από άποψη αρχών, δεν υπάρχει. Αυτά είναι για τα προπαγανδιστικά κείμενα, όχι για τις προτάσεις που υποβάλλονται σε σοβαρά θεσμικά όργανα, όπως η ΟΚΕ.
Η Α’ Αποψη, που απηχεί απόψεις των εργοδοτικών φορέων, κάνει κριτική στο νομοσχέδιο από δεξιά. Μάλιστα, κριτική εξαντλητική, στο σύνολο και κατ’ άρθρο. Χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο ως «απάντηση στο ώριμο αίτημα αλλαγής της υφιστάμενης κατάστασης», υιοθετεί τις ρυθμίσεις του, αλλά εμμέσως πλην σαφώς τις χαρακτηρίζει ανεπαρκείς. Ζητά 8 ώρες υπερεργασία και για τους εργαζόμενους πενθήμερο. Θεωρεί ότι η ρύθμιση για τη διευθέτηση θέτει περιορισμούς που δεν τίθενται από την οδηγία 2003/88/ΕΚ και ζητά να θεσπιστεί ένα ακόμη τετράμηνο διευθέτησης. Ζητά περιορισμό του δικαιώματος άρνησης του εργαζόμενου, γιατί μπορεί ακόμα και μια άρνηση να ματαιώσει τη διευθέτηση σε ένα ολόκληρο τμήμα. Θεωρεί «εντελώς αδικαιολόγητη» την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων, διότι «αφήνει τους νομίμους εκπροσώπους των επιχειρήσεων εκτεθειμένους σε εκβιασμούς»!
Παίρνει, λοιπόν, ο Παναγιωτόπουλος τη Γνώμη της ΟΚΕ με τις δυο διαφορετικές Απόψεις και την κάνει σημαία της προπαγανδιστικής του εκστρατείας. Παρουσιάζεται ως ο υπουργός που δεν νομοθετεί με βάση τα ακραία σενάρια, που διατυπώνονται μάλιστα και από το θεσμικό όργανο κοινωνικού διαλόγου, αλλά προσεκτικά, ήπια, φροντίζοντας να κινηθεί σε απόσταση και από τα δύο μέρη, χωρίς να υιοθετεί τις ακραίες θέσεις ούτε του ενός ούτε του άλλου. Ο Παναγιωτόπουλος εμφανίζεται ως ο πολιτικός που έχει το θάρρος να απορρίπτει αιτήματα του ΣΕΒ και να προστατεύει τους εργαζόμενους από την αυθαιρεσία των εργοδοτών, απειλώντας τους μάλιστα με αυστηρότερες ποινές, που οι ίδιοι δεν τις θέλουν. Ο Παναγιωτόπουλος λέει: η ΟΚΕ, με συμμετοχή όλων των φορέων, μου έφερε μια Γνώμη με δυο αντιτιθέμενες απόψεις. Δεν υιοθέτησε ούτε τη μία ούτε την άλλη, αλλά κινήθηκα με γνώμονα το εθνικό συμφέρον.
Αυτά είναι τα πραχτικά αποτελέσματα του «κοινωνικού διαλόγου». Είναι ιδιαίτερα διδακτική η διαδικασία έκδοσης Γνώμης της ΟΚΕ για το εργασιακό, γιατί η κυβέρνηση έχει εκφράσει την άποψη να περάσει μέσα από την ΟΚΕ τον «εθνικό διάλογο» για το Ασφαλιστικό.








